Πέμπτη 30 Μαρτίου 2006

Βοήθεια!

Περιμέναμε το παιδάκι μας να γεννηθεί κι εν τω μεταξύ είπαμε να μελετήσουμε και τη σχετική βιβλιογραφία: "Το παιδί σας πρέπει να έχει δικό του δωμάτιο", "το παιδί σας πρέπει να κοιμάται μόνο του", "να κάνετε τα εμβόλια στο παιδί σας" κλπ.

Εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη, ο αγαπημένος μου πήρε το παιδάκι και, συνοδευόμενος και από την νηπιοβρεφοκόμο, πήγαν στην παιδίατρο για το πρώτο εμβόλιο. Το κουκλί μας πόνεσε αφάνταστα και όλη μέρα έκλαιγε. Όλη μέρα, ασταμάτητα.

Το μεσημεράκι ησύχασε λίγο αλλά και μετά που ξύπνησε πάλι ήταν κακόκεφη κι εκλαιγε, φαινομενικά χωρίς λόγο. Αργά το απόγευμα τη βγάλαμε βολτίτσα, ηρέμησε λίγο, ήλθαμε σπίτι, μπάνιο, λίγο φαγητό και την έβαλα στο δωματιάκι της, καλοδιάθετη πια, να κοιμηθεί.

Πήγα κάτω στην κουζίνα, έχοντας μαζί μου και το μηχανάκι για τους θορύβους. Μετά από λίγα λεπτά, όχι πανω απο δέκα, μια παράξενη φωνή μου μέσα μου, μου είπε να τσακιστώ τώρα αμέσως και να πάω επάνω, στο παιδί!

Πάω επάνω και τι να δω; Το παιδί είχε βγάλει το φαγητό του, τα μάτια του ήταν γυρισμένα επάνω και δεν ανέπνεε. Μου κόπηκαν τα γόνατα και δυστυχώς τότε κυριολεκτικά έχασα για πρώτη φορά τη φωνή μου.

Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια μάνα είναι να χάσει τη φωνή της την ώρα που το παιδί της χρειάζεται βοήθεια! Τα χείλη μου έγραφαν τη λέξη, μα ο λαιμός μου δεν υπακουε.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2006

Μισή προσευχή

Τα σαββατοκύριακα έμενα μέσα, τάχα για "να ξανακοιτάξω τις σημειώσεις μου". Κι αντίς γι΄ αυτές ατένιζα από το μπαλκόνι το κενό ανάμεσα στον Πενταδάκτυλο και την κόκκινη θάλασσα τ΄ουρανού.

"Τι κλείνεσαι σπίτι κόρη μου και μελαγχολείς;" -"Δε μελαγχολώ, μάμμα, απλώς ξεκουράζομαι" τής έλεγα. "Καλά κόρη μου, καλά", επαναλάμβανε η καημένη η μανούλα...

Αν και δεν ήθελα να το παραδεχτώ, ήμουνα όντως θλιμμένη. Μ΄επνιγε η μοναξιά: "τι να κάνω έξω χωρίς εκείνον;". Όταν όμως μου έλεγε η Κική ότι σήμερα θα βγουμε Όλη η παλιά παρέα, έτρεχα πρώτη.

Ντρεπόμουνα, βέβαια, πολύ. Σπανια τον κοιτούσα στα μάτια (για να μη προδοθώ) κι ελάχιστα τού μιλούσα. Ξεκαρδιζομουνα όμως στα γέλια με τ΄ αστεία του, ακόμα κι όταν οι άλλοι έμεναν απαθείς (και με κοιτούσαν περίεργα). Για μένα αυτός ήταν Ο τέλειος, αλλά ένιωθα οτι δεν του άξιζα (κι ακόμα έτσι νιώθω!).

Κι όταν μου είπε να ζήσουμε μαζί και φτιάξαμε το σπιτικό μας και γεννήθηκε το παιδάκι μας, ένιωσα ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κοσμο! "Να μ΄ αγαπάει, Θε μου, να μ΄αγαπάει όπως τώρα και δεν θέλω τίποτε άλλο στον κόσμο", προσευχόμουνα...

Και η προσευχή μου, δυστυχώς, εισακούστηκε από την ανάποδη... Μ΄ αγαπάει ακόμα, στ΄ αλήθεια, με λατρεύει. Το βλέπω. Το ζω. (Χωρις αυτόν, τι θα γινόμουνα;) Όλα τα άλλα, όμως, τι απέγιναν, πού πήγαν, γιατί έσβησαν τόσο γρήγορα;

Έπρεπε, δηλαδή, στις προσευχές μου να βάζω και τη μανούλα μου και τον αδελφούλη μου και την υγεία της κορούλας μου;

Σχόλιο που έκανα στο ποστ του Ν.Δ της 27ης Μαρτίου του 2006 με θέμα τον Έρωτα

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2006

Η πρώτη Έξοδος!

Όλα όσα χαίρονται τα άλλα παιδάκια, εμάς μάς προκαλούν τρόμο: η θάλασσα, ο ήλιος, το έντονο παιγνίδι, το φαγητό, τα γλυκά, η πολλή χαρά και το ξεφάντωμα!

Ναι μεν το παιδάκι μας φαίνεται ότι νίκησε τη γενικευμένη (βρεφική) επιληψία, χάρη στο θαυματουργό Mayo Clinic (Minnesota), ωστόσο ζούμε περιορισμένοι: παίρνει σε συγκεκριμένες ώρες ειδικά γεύματα (κετογενική δίαιτα - ή κετογενής ή κετονική), εξειδικευμένα φάρμακα άλλες ώρες, αποφεύγουμε τις υψηλές θερμοκρασίες, το πολύ παιγνίδι, τις έντονες συγκινήσεις "για να μη προκαλούμε και την τύχη μας", όπως είπε ο γιατρός.

Κερδίζουμε την υγεία του παιδιού κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, ζώντας κάτω από αυστηρούς περιορισμούς: 12γραμμάρια καρότο, 16,5 γαλοπούλα, 8 γραμ. κουνουπίδι κλπ.

Σήμερα, όμως, πήραμε την μεγάλη απόφαση για τη μεγάλη Έξοδο. Είπαμε: θα βγούμε όλοι έξω, στον ήλιο, θα παίξουμε με το σκυλάκι, θα πετάξουμε αετό! Όλοι μας έξω! "Έλα μπαμπά, έλα μαμά, πάμε έξω!" Και βγήκαμε στο... διπλανό οικόπεδο.

Και δώσ΄ του πάνω κάτω να τρέχουμε σαν τρελοί, πότε τραβώντας ο ένας το σχοινί και πότε κρατώντας ο άλλος τον αετό: "Τρέξε μπαμπά, τρέξε μαμάαα!" και τρέχαμε και γελούσαμε όλοι και το σκυλάκι μαζί να κυνηγάει την ουρά του αετού. Μονάχα ο γάτος έστεκε φαρδύς πλατύς στο πεζούλι, παρακολουθώντας μας με απάθεια, λες και ήξερε κάτι που όλοι οι άλλοι αγνοούσαμε.

Επί μια ώρα και, οργώναμε το χωραφάκι, αλλά ο αετός παρέμενε... κοτόπουλο. Νά ΄σου κι ο παππούς από μακριά. Μας έβλεπε κι αυτός και γελούσε και χαιρόταν, αν και ήξερε...

Κι όταν αποσταθήκαμε, πήγα και φανερά απογοητευμένη του είπα:
'παππούλη μου, τόση ώρα βασανιζόμαστε αλλά τίποτε.

"Μα δεν φυσάει!", αποκρίθηκε, δίχως να ξεκολλήσει το βλέμμα του από το εγγονάκι. Και συνέχισε να μορφάζει από αγαλίαση καθώς το έβλεπε μέσ΄ την τρελη χαρά!

Και μεθύσαν όλη μέρα
πάνε δώθε πανε πέρα
τραγουδώντας στο αέρα
τσιτίρι τσιρι τρο!!!

Σχόλιο που έκανα στο ποστ του Ν.Δ, την Καθαρά Δευτέρα, στις 6 Μαρτίου 2006

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2006

Η δική μας άνοιξη!

Η άνοιξη του 2003 ήταν σκέτη απελπισία: ο Μάρτης έγδραρε και τη ψυχή μας κι ο σκληρόκαρδος Απρίλης πέτρωσε την απόγνωσή μας. Ήμασταν άμαθοι ακόμα στον πόνο. Κι ο Αθηναίος παιδονευρολόγος μάς κοιτούσε αμήχανος: "Τι να σας πω; Δεν ξέρω..."

Την άνοιξη του 2004, προσώρας αναθαρρήσαμε λιγάκι. Και ξανά στη δυστυχία.

Ώσπου ήλθε ο χειμώνας του 2005: κάθε μέρα το παιδί πάθαινε δέκα, είκοσι τριάντα και σαράντα μικρά επιληπτικά επεισόδια. Μια μέρα σταματήσαμε να μετράμε: ξεπέρασε τα εκατό. Στην Αγγλία και τη Γαλλία οι σοφοί σηκώσανε τα χέρια ψηλά.

Και την άνοιξη του 2005 πήγαμε στην κατηραμένη Αμερική. Στις άκαρδες ΗΠΑ. Στους αιμοδιψείς Αμερικάνους, στους δολαριολάγνους, στους εκμεταλλευτές, στους υλόφρονες και επαρμένους, στους φτασμένους με τα τέλεια μηχανήματα, με τα ντοκ-ντογκς (εκπαιδευμένα λαμπραντόρ που επισκέπτονταν και διασκεδάζουν τα άρρωστα παιδάκια που αγαπούν τους σκύλους). Κι έξω από κάθε δωματιάκι-παλατάκι κι ένα pc που επικοινωνούσε με τους πάντες και τα πάντα γύρω από την πάθηση του παιδιού. Ένας παράδεισος για τα άρρωστα παιδιάκια.

Δεν μας κοιτούσαν σαν τους άθλιους Γάλλους γιατρούς και νοσοκόμους με μισό μάτι (σάμπως και δεν τους χρυσοπληρώσαμε και του ΑΦΙΛΟΞΕΝΟΥΣ Γάλλους;)

Ούτε σαν τους καλότροπους και τυπικούς εγγλέζους που εκτός από άπρακτη ευγένεια δεν είχαν τίποτε άλλο να μας κεράσουν (και τους χρυσοπληρώσαμε κι αυτούς).

Έπρεπε να παμε στην αναθεματισμένη pax americana κι εκεί βρήκαμε όχι μονο τους επιστήμονες του εικοστού ΔΕΥΤΕΡΟΥ ευρωπαϊκού αιώνα, αλλά και τους σπάνιους ανθρώπους της παλαιάς καλής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. (Αγωνιστείτε, μας έλεγαν - Never Give up!). Και σώσανε το παιδί μας.

Η άνοιξη του 2005 ήταν όλα μαζί τα καλοκαίρια τής παιδικής μου ηλικίας, όλες οι χαρές τού κόσμου συμπυκνωμένες, όλα τα ξέγνοιαστα χαμόγελα των παιδιών τής υφηλίου γύρω μου.

Αυτή άνοιξη ήλθε ξανά και φέτος.

[Σχόλιο που έκανα στο ποστ του Ν.Δ. (Άνοιξη) της 1ης Μαρτίου του 2006]

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2006

Λέξεις αιματοβαμμένες

Με αφόρμηση μια κουβέντα του φιλτάτου Φειδία στο προηγούμενο πόστ ("μπορεί κάποιος να γίνει γενναιότατος μαχητής και να κουραστεί πολύ μπροστά σ' έναν σάκκο πυγμαχίας") ήλθε στο νού μου η εξάντληση που αισθάνεται κάθε δρομέας σαν κόψει το σχοινί, σαν φτάσει στο τέρμα...

Δυστυχώς έτσι νιώθω κι εγώ. Μόνο που δεν ξέρω αν όντως φτάσαμε στο τέλος, επειδή μέχρι πριν λίγο καιρό κόβαμε συνεχώς μόνοι μας το σχοινί σ΄ ένα αγώνισμα που μας βρήκε απροπόνητους και με τις εξέδρες άδειες. Νά ΄ναι γι΄ αυτό που ώρες-ώρες δεν έχω αντέχω ούτε να μιλήσω, ούτε να σηκωθώ από την καρέκλα, ούτε να ακουμπήσω βιβλία και χαρτιά. Ακόμα και η βόλτα με το σκύλο, φαντάζει κάποτε μαρτύριο...

Θα ήθελα να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι, όλο ξεγνοισιά και με την αίσθηση ότι τώρα πια ζούμε κι εμείς σαν άνθρωποι, σε ρυθμούς φυσιολογικούς, σε συνθήκες έστω ρουτίνας. Ναι, ηρουτίνα και η πληξη του μέσου ανθρώπου, μου λείπει,τη ζηλεύω!

Από την άλλη, αν κατά την περασμένη τριετία χαλαρώναμε, αν ζούσαμε "σαν άνθρωποι", το παιδί τώρα ή θα είχε "φύγει" ή θα ήταν σε κώμα ή ημιπαράλυτο ή με σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες. Η αλήθεια είναι ότι γρήγορα προνοήσαμε κι ετοιμαστήκαμε για τα χειρότερα: μετατρέψαμε στο σπιτι μας σε κλινική! Χρονομετρήσαμε την απόσταση απο το σπίτι στο νοσοκομείο. Εφοδιάσαμε σπίτι και αυτοκίνητο με τον απαραίτητο εξοπλισμό. Διαθέτουμε πια και τα "κατάλληλα" (ντρέπομαι που το λέω) τηλέφωνα, για να κινήσουμε γη και ουρανό σε ώρα ανάγκης...

Ποτέ δεν αργήσαμε περισσότερο από είκοσι λεπτά. Και ποτέ δεν έμεινε το παιδί χωρίς οξυγόνο και το κυριότερο ποτέ δεν το αφήσαμε να πνιγεί στα σάλια του. (Και δεν μιλάμε για ένα και δύο επιληπτικά επεισόδια, αλλά για δεκάδες απρόβλεπτες κρίσεις!) Του εξασφαλίσαμε και επίβλεψη επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Τίποτε δεν αφήσαμε στην τύχη και οι γιατροι έχουν να λένε, κι εδώ, και στην Ευρώπη, και στις ΗΠΑ, παντού όπου πήγαμε.

Πάντως, θαυμάζω τον σύντροφό μου! Μα που το βρίσκει τόσο κουράγιο και τόση αγάπη! Και να σκεφτείτε ότι πολύ πριν γεννηθεί το παιδί μας, συμφωνήσαμε πως ο ίδιος θα ασχολείται ελάχιστα με το παιδί... Ευτυχώς που το γραφείο του είναι δίπλα στο σπίτι και προλάβαινε τα δεινά...

Δε σας κρύβω, με πονάει η ψυχή μου που τον βλέπω συνεχώς φυλακισμένο μέσα σ΄εκείνη την ετοιμότητα, έτοιμος να παρει το παιδί αγκαλιά και να τρέξει να του δώσει ζωή, έτοιμος να δώσει και σε μένα κουράγιο, ακόμα κι όταν τρέμουνε τα χέρια του, ακόμα κι όταν τρέχει η αγωνία από το πρόσωπό του...

Τι να απέγιναν, άραγε, εκείνες οι "συμφωνίες"; Φαίνεται πως τις κατασπάραξε η οδύνη ή, καλύτερα, η ευθύνη, το χρέος, το καθήκον... Τι λέξεις κι αυτές! Με πόσο αίμα καμωμένες!

Η αληθινή ζωή

Βρεθήκαμε, έναν καιρό, στο πανεπιστήμιο του Luton. Και κάποιος είχε την ιδέα να πάμε στο Λούνα Πάρκ και να πάρουμε εκείνο το βαγόνι που ανεβαίνει στα ουράνια, πέφτει σε γκρεμό, εκσφενδονίζεται προς το κενό για να στρίψει ξαφνικά πλάγια και να βρεθεί ανάποδα με διαολεμένη ταχύτητα.

Ουρλιαχτά, φωνή, κακό... Είπαμε:"εδώ θ΄ αφήσουμε τα κόκκαλά μας!" και πώς "αν τη τη βγάλουμε απόψε καθαρή, τίποτε δε θα μας ξανατρομάξει πια". Γιατί αν και σκηνοθετημένη η διαδρομή, υπήρξε ανεπανάληπτα τροματική. Έτσι νομίζαμε...

Κι όταν επιστρέψαμε, αρχίσαμε να βάζουμε σε τάξη τη ζωής μας. Μόνο που η αληθινή ζωή δεν είναι Λούνα Πάρκ κι ουτε πας γυρεύοντας για αξέχαστες συγκινήσεις με εισιτήριο.

Και μπήκαμε στο αληθινό βαγόνι της ζωής χωρίς εισιτήριο. Και από μια στροφή, έπεφτε κι ένας, και από μια κατηφοριά, γρεμιζόταν άλλος.

Αχ και να γυρνούσε ο χρόνος πίσω, να ξαναπηγαίναμε στο Luton και να μέναμε σ΄ εκείνο το απρόβλεπτο σκηνοθετημένο, τρομακτικό τρεχαλητό, για πάντα, όλοι μας, όπως τότε, χωρίς καμιά απώλεια!

Με νοσταλγία

Παράγραφος

Σχόλιο που έκανα στο συναφές ποστ του Ν.Δ τής 8ης Μαρτίου του 2006

Κυριακή 12 Μαρτίου 2006

Μια "ιστορία τρόμου"

Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε ένα παιδί με γενικευμένη επιληψία είναι να αρρωστήσει βαριά με υψηλό πυρετό. Γιατί τότε είναι βέβαιο ότι ο πυρετός θα προκαλέσει επίμονους σπασμούς, που ενδεχομένως να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του, αν δεν φτάσεις έγκαιρα στο νοσοκομείο... και αν δεν πέσεις σε έμπειρο γιατρό εκείνη τη στιγμή...

Αυτή ήταν και είναι και η δική μας αγωνία: να μη αρρωστήσουμε και κολλήσει και το παιδάκι μας... Ατυχήσαμε όμως, διπλά.

Συνέβη τα προπέρσινα Χριστούγεννα. Αρρώστησα βαριά: γρίππη φριχτή, με πόνους στα κόκκαλα, υψηλό πυρετό, ρίγη αδυναμία. Τα ξέρετε... Και προτού καλά-καλά αναρρώσω, αρρώστησε και η κορούλα μας. Θε μου, τι συμφορά!

Κάτι τέτοιες στιγμές καταλαβαίνεις γιατί ο άνθρωπος ανακάλυψε ή επινόησε το Θεό. Δεν σταμάτησα ούτε δευτερόλεπτο να προσεύχομαι. Δεν εισακούστηκαν οι προσευχές μου. Και να μη μπορώ να πάρω τα πόδια, να μη μπορώ να συνεννοηθώ, γιατί είχα πάθει και ωττίτιδα, να μη μπορώ να μιλήσω γιατί από τότε που άρχισε η περιπέτεια τη κορούλας μου, πανικοβάλλομαι εύκολα και χάνω τη φωνή μου...

Μπήκαμε κακήν κακώς στο αυτοκίνητο (που το έχουμε κατάλληλα διαμορφωμένο) και βουρ για το νοσοκομείο. Οδηγούσε ο καλός μου, εγώ να προσπαθώ πότε με το σάξιον να προστατέψω το παιδί από εισρόφηση και πότε με το οξυγόνο να μη παθει υποξία και καταλήξει με εγκεφαλική παράλυση...

Φτάσαμε γρήγορα, γιατί ήταν χαράματα. Τόσο το χειρότερο. Ο εφημερεύων παιδίατρος κοιμόταν. Είδαμε και πάθαμε να τον ξυπνήσουμε. Και αγουροξυπνημένος μας κοιτούσε χωρίς να ξέρει τι να κάνει! Με τα χίλια ζόρια βρήκαμε ότι στο παιδί έπρεπε να χορηγηθεί βάλιουμ ενδοφλεβίως για να ηρεμήσει ο εγκέφαλός του... Τρύπα το πόδι εδώ, τρύπα εκεί, στο άλλο χερι καλύτερα, μήπως στα δάχτυλα, καλύτερα στον καρπό... Επί δύο ολόκληρες ώρες το παιδί σπαρταρούσε, ο γιατρός τρυπούσε κι εμείς κλαίγαμε. Ήρθε άλλος γιατρός, δοκίμασε κι αυτός, "εδώ καλύτερα", "εκεί έσπασε η φλέβα", "μα τι του έκανες του παιδιού, το κατατρύπησες και δεν βρίσκω φλέβα σωστή..."

Ευτυχώς το παιδί λιποθύμησε... Τη άλλη μέρα μετρήσαμε εβδομήντα οχτώ τρύπες... Στην καρδιά μου τις έχω ακόμα κι είπα να σας μιλήσω για να νιώσω λίγο καλύτερα αλλά ... τίποτε...

με απέραντη θλίψη

Παράγραφος

Σχόλιο που έκανα στο συναφές ποστ του Ν.Δ τής 12ης Μαρτίου २००६, ο τίλτος είναι παρμένος από σχόλιο του Νίκου Δήμου (¨ιστορία τρόμου")

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2006

Νοσοκομείο Λευκωσίας - 3

Αφού βάλαμε λυτούς και δεμένους (τον Πρόεδρο της Επιτροπής Υγείας της Βουλής, τον Έπαρχο, το Διευθυντή άλλου Νοσοκομείου, συγγενείς και φίλους γιατρούς και άλλους πολλούς που δεν θυμάμαι), μάθαμε επιτέλους ότι ένας πνευμονολόγος και ένας καρδιολόγος ήταν στα μαχαίρια για την περίπτωση του παππού. Ο πνευμονολόγος είχε διαγνώσει «πνευμονικές εμβολές» ενώ ο καρδιολόγος «καρδιακή αρρυθμία».

Όμως ο πνευμονολόγος ήταν υφιστάμενος του καρδιολόγου, με αποτέλεσμα να τραβήξει πίσω. Ο δεύτερος, όμως, επειδή είχε σπουδαία θέση, ήταν πολυάσχολος και η περίπτωση του παππού (ευτυχώς) δεν ήταν στις προτεραιότητές του. Και λέω ευτυχώς, επειδή οι αιματολογικές εξετάσεις δικαίωσαν τον πνευμονολόγο που έδειξε ένα κάποιο ενδιαφέρον ύστερα από νέες αφόρητες πιέσεις και πιέσεις γνωστών και αγνώστων, πολιτικών και συναδέλφων του, κουμπάρων και μητροπολιτών! Έτσι την τρίτη βδομάδα ξεκίνησε η φαρμακευτική αγωγή και ο παππούς άρχισε να απογαλακτίζεται από το οξυγόνο.

Το έντυπο, στην άκρη του κρεβατιού, έγραφε: βάρος, διατροφή, μπάνιο, νερό και ούρα ημερησίως, σάκχαρο κά. Το βάρος του παππού παρουσίαζε φοβερή "διακύμανση": τη μια μέρα ήταν 135 κιλά, την άλλη 116 , την παράλλη 108. Μέχρι το τέλος της δεύτερης εβδομάδας παρουσιάστηκε αυξομείωση της τάξης των... 40 κιλών και κανένας δεν έδειξε να παραξενεύεται: ούτε ο γιατρός μας ούτε και οι τόσοι ειδικευόμενοι γιατροί, κατά τ΄ άλλα, μελετούσαν το έντυπο. Εν τω μεταξύ οι νοσοκόμοι συνέχισαν απτόητοι τις... μετρήσεις.

Κάπου εκεί ο γιατρός μάς παρέπεμψε στη διαιτολόγο του νοσοκομείου, η οποία, ήλθε μια μέρα, χαράματα, και (όπως μας είπαν, απαθείς, οι νοσοκόμοι της βάρδιας που εκείνη την ώρα μοίραζαν φάρμακα) προτού ξυπνήσει καλά-καλά ο παππούς, του πέταξε ένα χαρτί στα μούτρα και του είπε «αυτά να τρως»!ο. Το περίφημο διαιτολόγιο (το έχω ακόμα) ήταν μια φωτοτυπία άλλης παμπάλαιης φωτοτυπίας από δακτυλόγραφο παρωχημένης τεχνολογίας, με γράμματα διακεκομμένα που θύμιζαν αρμένικα. Κι επειδή ούτε υπομονή είχαμε πια, ούτε γνώσεις γραφολογικές, φέραμε κρυφά (και από τον παππού) απ΄ έξω διαιτολόγο, που προσποιήθηκε την επισκέπτρια...

Και τα ουροδοχεία εξακολουθούσαν να γεμίζουν και να ξεχειλίζουν δίπλα μας, δίχως προφανή λόγο... Αλλά τώρα είχαμε αρχίσει να ψευτοσυνηθίζουμε τη βρόμα και να μειδιάμε (αντίς να οργιζόμαστε) γι΄αυτά και άλλα παράλογα... Τι σου είναι ο άνθρωπος!

Κυριακή 5 Μαρτίου 2006

Νοσοκομείο Λευκωσίας - 2

Στο πνιγηρό, από τη μπόχα και τη ζέστη, δωμάτιο, ήταν τέσσερα κρεββάτια, αντικριστά ανά δύο. (Ευτυχώς ο παππούς έκατσε κοντά στο παράθυρο.) Δίπλα από τον παππού ήταν ένας μικρόσωμος και στρογγυλοπρόσωπος νεαρός, με μια κοιλιά, ασυνήθιστα μεγάλη για το μπόι του. Φορούσε μαύρη μπλούζα κοντομάνικη (δυο-τρία νούμερα μεγαλύτερη από το σάιζ του) και για παντελόνι και πιτζάμα μαζί, μια χοντρή, χειμωνιάτικη φόρμα. Κι έξω η Λευκωσία έβραζε! Αύγουστος γαρ...

Όταν του απευθυνόσουνα, αν και ήταν όλο χαμόγελο, δεν έβγαζε μιλιά (θά ΄ναι κωφάλαλος, σκέφτηκα.) Μισοξαπλωμένος, κοιτούσε επίμονα την πόρτα, μα κανείς δεν ερχότανε για κείνον. Όποτε κι αν τον έβλεπες, μπεγλέριζε μια πετσέτα (απροσδιορίστου χρώματος) και μ΄αυτή, κάθε λίγο και λιγάκι, σκούπιζε πότε το μέτωπο και το καραφλό του κεφάλι, και πότε τις μασχάλες του. Οι γιατροί τον προσπερνούσαν και οι νοσοκόμοι τον αγνούσαν. Λες και δεν υπήρχε!

Απέναντι, τυλιγμένος στις πάνες, ήταν κατάκοιτος ο Γιάγκος, ένας εύσωμος πενηντάρης με απολιθωμένο «παιδικό» πρόσωπο, καθώς η φύση δεν του επέτρεψε "να μεγαλώσει". Και σαν να μην έφταναν τα βάσανα της αδελφής του (της κυρά-Αφρούλας, που τον περιέθαλπε επί δεκαετίες) πρόσφατα έπαθε βαρύ εγκεφαλικό που τον μετέτρεψε ολότελα σε μωρό. Και πώς να πλυνεις και πώς να καθαρίσεις και πώς να φροντίσεις ένα μωρό ενενήντα κιλών, όταν ακόμα και οι πολύπειροι νοσοκόμοι αγκομαχούσαν;

Δίπλα στο Γιάγκο, ήταν ένας συνομίληκός του Λεμεσιανός που δεν έβγαζε το οξυγόνο απο τη μύτη του, ακόμα κι όταν... κάπνιζε κρυφά στο μπαλκόνι! (Έσερνε τη φυάλη!) Παραπονιότανε για το «σέρβις»: για να φαγητά που δεν τρώγονταν, για το οξυγόνο που δεν του΄φέρναν έγκαιρα, για τα ουροδοχεία που έπρεπε να ξεχειλίσουν για να τα αδειάσουν, για το μπάνιο που δεν έκαναν σε κανέναν ασθενή, για το Γιάγκο που τα σαββατοκύριακα τον άφηναν να πλέει σε πελάγη ακαθαρσίας κ.ά. Μονολογούσε διαρκώς: «αυτό είναι φασισμός», «αυτή η συμπεριφορά είναι φασιστική», «θα ενημερώσω τον πρόεδρο της Βουλής» [ανήκει στην κομμουνιστική αριστερά], «οι φιλοι μου συνδικαλιστές θα με υποστηρίξουν». Είχε δώσει το στίγμα του (ήταν συνδικαλιστής), αλλά ουδείς θορυβήθηκε! "Σκύλος που γαβγίζει...", είπε με νόημα μια νοσοκόμα.

Εν τω μεταξύ, πέρασε μια βδομάδα και γιατρός δεν είχε εξετάσει τον παππού. Ζούσε χάρη στο οξυγόνο που συχνά του φέρναμε από τις αποθήκες εμείς (μέσω κάποιου γνωστού) κι οχι οι νοσοκόμοι, ως όφειλαν...

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2006

Νοσοκομείο Λευκωσίας - 1

Ο πεθερός μου, ορκισμένος τσιγκούνης, δεν ήθελε ούτε ν΄ ακούσει για ιδιωτική κλινική. Προτιμάω να πεθάνω καλύτερα, είπε. Αναγκαστικά διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, που κάποτε ούτε να πλησιάσω δεν τολμούσα!

Και μόνο η αποκρουστική αρχιτεκτονική του σού προκαλεί ρίγος: κάτι ανάμεσα σε φυλακές, ορφανοτροφείο, νεκροτομείο και άσυλο τού περασμένου αιώνα από το οποίο αφαιρέσανε βιαστικά τις αλυσίδες. «Φυσικό» ντεκόρ για ταινίες τρόμου, με διαδρόμους που οδηγούν σε σκοτεινά υπόγεια, σκάλες που καταλήγουν σε διαβρωμένα μπαλκόνια δίχως κάγκελα, συρόμενα τζάμια ακίνητα από την εποχή της αγγλοκρατίας, πάτωμα με λιωμένα πλακάκια από εκείνα που αφθονούσαν στα δημόσια ουρητήρια και παντού βαριές πόρτες σκεβρωμένες που τρίζουν δαιμονισμένα, λες και πίσω τους καραδοκεί ο δολοφόνος με το πριόνι.

Έπρεπε όμως να πηγαίνω εκεί κάθε μέρα και να του παραστέκομαι και να του βρίσκω οξυγόνο γιατί δίχως αυτό δεν μπορούσε ούτε στιγμή. Είναι μόνος πια στη ζωή. Και μ΄ όλα τα παράπονα που είχα κάποτε γι αυτόν, τού οφείλω απέραντη ευγνωμοσύνη. Η τσιγκουνιά και η εργατικότητά του συσσώρευσαν αποταμιεύσεις δυο και τριών γενεών. Κι όλα τα έδωσε για να σωθεί το εγγονάκι του... Κι ακόμα δίνει και δίνει...

Τελικά, τι σου είναι αυτή η αγάπη! Τι σόι δύναμη κρύβει και μπόρεσε να μεταμορφώσει αυτόν τον κλειστό, αυστηρό, μυγιάγγιχτο, απότομο, αυταρχικό, απρόβλεπτο, φωνακλά και κυρίως αρρωστημένα ΣΠΑΓΚΟΡΑΜΜΕΝΟ άνθρωπο, σε καλοσυνάτο, γενναιόδωρο και ανεκτικό παππούλη; Μυστήριο!

Πηγαίναμε λοιπόν να τον φροντίσουμε. Τώρα όμως δεν είχα να αντιμετωπίσω μόνο την έμφυτη τρομάρα μου αλλά και μια μπόχα πρωτόγνωρη. Από την είσοδο κι όλας σε υποδέχεται κι όσο προχωράς στα ενδότερα γίνεται ανυπόφορη. Βρώμα, βρώμα, βρώμα! Κάθε σφουγγάρισμα μάταιο! Βρώμα: η βασίλισσα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και πριγκίπισσα του Παθολογικού Αντρών.

Και νά ΄ταν μόνο αυτό;