Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Έγκλημα στο σχολείο: Μαρτυρία από κυπριακό σχολείο - Σχολικός εκφοβισμός

14/3/2009
Ο Νίκος μου είχε πάντα ένα καλό λόγο για όλα τα παιδιά τού σχολείου, ακόμη και για εκείνα που ήξερε ότι, πίσω από την πλάτη του, τον κοροϊδεύανε για τη λεπτή φωνή και το κοριτσίστικο περπάτημά του. Αν και ταλαντούχο μυαλό (αριστούχος τών αριστούχων), παρέμενε σεμνός και ταπεινός, ενώ όταν μας έβλεπε θλιμμένες, έκανε τα αδύνατα δυνατά να μας διασκεδάσει με ένα έξυπνο αστείο ή μιλώντας μας για άσχετα, μα πολύ ενδιαφέροντα  πράγματα, όπως λόγου χάρη η δαρβινική θεωρία, η ηλικία του σύμπαντος και τα στάδια της εξέλιξης του ανθρωπίνου είδους.
Όλες μας τον αγαπούσαμε, μα εγώ πιο πολύ, επειδή όταν πέρσι, στην Πρώτη Λυκείου, έσπασα το πόδι μου, ο Νίκος έγινε ο φύλακας άγγελός μου: απαίτησε να μου αλλάξουν τμήμα, γιατί το δικό μας ήταν μετακινούμενο και δεν μπορούσα κάθε λίγο και λιγάκι να ανεβαίνω με το τροχοκάθισμα στις πάνω αίθουσες κι όταν οι καθηγητές μας αδράνησαν, εκείνος καθησύχασε τη μάμμα και επί βδομάδες έσπρωχνε το αμαξίδιο στις απότομες ράμπες του αφιλόξενου σχολείου μας. Μα δεν ήταν μόνο αυτό: και μετά άλλους δυο μήνες, που χρειάστηκαν μέχρι να πατήσω καλά το πόδι, ούτε στιγμή δεν διανοήθηκε να απομακρυνθεί από κοντά μου (με υποβάσταζε), την ώρα που ακόμη και οι καλύτερές μου φίλες (δεν τις αδικώ) με είχαν βαρεθεί κι είχαν βολευτεί με άλλες παρέες, πιο… ευκίνητες.
Στο πρόσωπό του είχα βρει τον αδελφό που δεν είχα, επόμενο ήταν λοιπόν να νιώσω απαίσια όταν δυο παιδικές μου φίλες και συμμαθήτριες, στην αρχή της νέας χρονιάς, με πλησίασαν: «…ξέρεις, είναι ανήθικος κι όλοι στο χωρκό λένε ότι μερικά αγόρια έχουν το Νίκο για κορίτσι τους…». Δεν ενοχλήθηκα τόσο για τα κουτσομπολιά τους, αλλά από τον τρόπο που τα λέγανε, από τη κακία τη μοχθηρία και την ικανοποίηση που έσταζαν τα λόγια τους! Αηδίασα, αλλά συγκρατήθηκα. Τους έδειξα απλώς τη δυσαρέσκειά μου. Αυτές επέμειναν και μου έδωσαν να καταλάβω ότι έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε κείνες και στον Νίκο – άλλο που δεν ήθελα κι εγώ να τις ξεφορτωθώ! 
Δυστυχώς και η μάμμα μου άρχισε να μην εγκρίνει την παρέα του Νίκου, ιδίως μετά την τελευταία επίσκεψη της Θείας Αλεξάνδρας (που είναι γειτόνισσα και υποτίθεται φίλη της μητέρας του Νίκου). Κάποια στιγμή η μανούλα έγινε πολύ φορτική κι όταν έφτασε στο σημείο να μου δώσει τελεσίγραφο, εγώ, μην μπορώντας να της φέρω αντίρρηση (γιατί την αγαπώ πάρα πολύ), άρχισα να κλαίω γοερά κι έπαθα κρίση άσθματος     –μου συμβαίνει όταν θλίβομαι πολύ ή πανικοβάλλομαι. Μόλις συνήλθα, κι ενόσω ακόμη είχα το οξυγόνο στο μύτη μου, άκουσα τη μάμμα να μου ζητάει συγγνώμη.
Αλλά και οι παλιές μου φίλες, αργότερα, στο σχολείο, χωρίς να τους πω τίποτε, όταν είδαν ότι εγώ το Νίκο μου δεν υπάρχει περίπτωση να τον απαρνηθώ ποτέ, κι έμαθαν πως εξακολουθεί να έρχεται σπίτι μου και να τον καλοδέχεται η μάμμα, άρχισαν πάλι να με πλησιάζουν και να χαίρονται την παρέα μας και το ευφυές χιούμορ του, αδιαφορώντας εντελώς για τα εις βάρος του αισχρόλογα που εν τω μεταξύ οργίαζαν με… πρωτοβουλία κυρίως δύο συμμαθητών και χωρκανών μας. 
Λίγο πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων, βγαίνοντας από την τάξη, ακούσαμε φωνές, κακό, βρισιές, απειλές και κλάματα. Τρέχω και βλέπω το Νίκο πεταμένο στα σκαλιά να τον ποδοπατούν εφτά-οχτώ εξαγριωμένοι συμμαθητές μας και να τον χτυπούν με πέτρες, ξύλα και καρέκλες. Ουρλιάζανε ότι ντροπιάζει το χωρκό και το σχολείο μας και πως αν δεν αλλάξει μυαλά θα τον σκοτώσουν!
Έκανα να τρέξω, όμως με σταμάτησε η Νατάσα κι εγώ από φόβο βολεύτηκα στη δειλή απάθειά μου. Όταν όμως φάνηκε ότι τα κτήνη δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν (παρ΄ ό,τι το αίμα που έβγαινε από την ανοιγμένη μύτη, τα σκισμένα χείλη και τα σπασμένα δόντια είχε κοκκινίσει τα σκαλιά) άρχισα να στριγκλίζω με όλη μου τη δύναμη, όπως έκανε η σκυλίτσα μας, τότε που κατά λάθος την πάτησε με το αυτοκίνητο μέσα στην αυλή μας ο φτωχούλης ο παπάκης…
Μετά από ώρα (είχε βραδιάσει πια) ξύπνησα το νοσοκομείο (πάλι με το σωληνάκι στη μύτη). Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ρώτησα την καημένη τη μανούλα αν ζει ο Νίκος, κι εκείνη με σπασμένη φωνή με καθησύχασε, ότι (τάχα) δεν είναι πολύ χτυπημένος («κάτι ράμματα μονάχα»), ότι ζήτησε από τους καθηγητές να μη τιμωρηθούν τα παιδιά που τον δείρανε και πως ρωτούσε για μένα αν είμαι καλά κι αν τον θέλω ακόμη για φίλο μου…
Την άκουγα προσεκτικά και καθώς χανόμουν στα μεγάλα στοργικά θολά της μάτια, άκουγα μέσα μου ένα μικρό κορίτσι που ικέτευε: «Συγγνώμη, Νίκο μου, που σε άφησα μόνο σου, συγγνώμη, συγγνώμη...»
* * *
Σημείωση του Κ. Καλλίμαχου:               
Το περιστατικό μου το αφηγήθηκε (2009) η τότε μαθήτρια Άντρεα Ιωαννίδου και νυν απόφοιτος της Νομικής Σχολής. Αφού το μεταμφίεσα για λόγους ευνόητους, πήρα την άδειά της να το παρουσιάσω εδώ. Την ευχαριστώ πολύ.
Πρώτη δημοσίευση στο βιβλίο μου ΔΟΚΙΜΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ - 1ος Τόμος