Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Όταν ο Διαμαντούρος ζήτησε συγγνώμη

Είχε μια συνάντηση με δυο επισκέπτες καθηγητές στο λόμπυ τού ξενοδοχείου που είναι πάνω από τη Δεξαμενή, στις παρυφές του Λυκαβηττού.

Θα τελείωνε στη μία το μεσημέρι και με παρακάλεσε να πάω κι εγώ εκεί για ορισμένες παρατηρήσεις που είχε σχετικά με την υποβολή της διατριβής μου: "νομίζω πως δεν θα σας ταλαιπωρήσω περισσότερο από μισή ώρα ή τρία τέταρτα" μού είπε για να συμπληρώσει: "αλλωστε στις δύο πρέπει να φύγω κι εγώ".

Και περίμενα και περίμενα και περίμενα, πήγε δύο η ώρα, σηκώθηκα να φύγω και τον πετυχαίνω στη είσοδο που έβγαινε!

Μου ζήτησε χίλια συγγνώμη, του είπα δεν πειράζει κι αύριο μέρα είναι, ούτως ή άλλως στη γειτονιά ήμουν (εκεί ήταν ένα παράρτημα του ΕΚΠΑ όπου έπρεπε να επιστρέψω στις τρεις). 

Επέμεινα αλλά τίποτε. Ήταν ανένδοτος. "Να κάνω πρώτα ένα τηλεφώνημα", μου είπε. Επέστρεψε και με πλάκωσε στις παρατηρήσεις και τη βιβλιογραφία - τέτοια μνήμη ζηλευτή δεν είχαμε ούτε εμείς τα νιαρούδια. Ωστόσο η ουσία ήταν το έργο της Αικατερίνης Κουμαριανού. Θα αρκούσε και μόνο αυτό να μου πει και να με παραπέμψει στη βιβλιογραφία της, οπότε θα ξέμπλεκε σε πέντε λεπτά και θα πήγαινε στη δουλειά του.

Παρά ταύτα επέλεξε το δρόμο τού καθήκοντος, όπως εκείνος τον βίωνε, παρά το γεγονός ότι από μέσα του αγκομαχούσε (κάθε λίγο έπαιρνε και καμιά ανάσα βαθιά) και συχνά "απουσίαζε": το στόμα του μιλούσε αλλά εκείνος έδειχνε να είναι αλλού...

Εκ των υστέρων έμαθα ότι βρέθηκε σε ένα δίλημμα: ή να στήσει τα παιδιά του που ερχόντουσαν από το εξωτερικό ή να μείνει μαζί μου.

Και προτίμησε να φανεί συνεπής προς έναν πάφτωχο και ταπεινό μεταπτυχιακό, παρά να τρέξει στα παιδιά του...

Αυτός ήταν ο Νικηφόρος Διαμαντούρος: Κύριος και ακέραιος όσο δε βάνει ο νους του Νεοέλληνος.

Μετά τιμής,
Κάπα

ΥΓ. Μονάχα ένα γελοίο υποκείμενο θα ταύτιζε τον Διαμαντούρο με τον Μητρόπουλο, δηλαδή ο αχτραρμόβελτσος.