Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Αρρώστια, ζωή, θάνατος και αιωνιότητα



Μπροστά κοιτάμε τ΄αναμμένα μας κεριά

Λυπηθήκαμε, τις προάλλες (προσωπικά, θα μου πάρει καιρό να συνέλθω), γιατί χώρισε ένα πολύ αγαπημένο μας ζευγάρι, με το οποίο γνωριστήκαμε στο νοσοκομείο πριν πολλά χρόνια - οι κόρες μας παντρεύτηκαν το ίδιο ανελέητο γονίδιο.

Φαρμακωθήκαμε, όχι μόνο γιατί θα μάς λείψει η ζευγαρωμένη παρέα τους και δεν θα μπορούμε πια μοιράζουμε την πίκρα τής κοινής μοίρας τών βαριά άρρωστων παιδιών μας, αλλά επειδή τώρα το παιδί κι η μάνα θα μείνουν μόνοι τους, χωρίς βοήθεια.

Βλέπετε, ο έτερος συμπαραστάτης, λέει πως δεν αντέχει πια να ζει "σε μόνιμο πένθος", ότι το παιδί του συνεχώς τού "θυμίζει θάνατο...». Θέλει, λέει, επιτέλους κι αυτός να ζήσει λίγο "σαν άνθρωπος"...

Τον νιώθω. Κι εγώ, τώρα που το καλοσκέφτομαι, ειδικά τα πρώτα χρόνια της ΜαρίαςΦωτεινής, ζούσα σε μόνιμο πένθος. Και τώρα, μπορεί να είμαι έτσι, όμως έχω πια πείρα στις... (αυτ)απάτες.

Η πιο αποτελεσματική είναι να κοιτάς τούς λογαριασμούς τού μήνα που έρχεται. Κι αν δεν πιάσει αυτό, πηγαίνεις στον ετήσιο προϋπολογισμό. Εκεί τα ποσά έχουν πολλά μηδενικά και δεν τούς ξεφεύγεις με τίποτα. Εξάλλου σε παρασύρουν σε πολλαπλασιασμούς υποχρεώσεων και διαιρέσεις μισθών και αποταμιεύσεων, προσθαφαιρέσεις άρρητων ελπίδων κι εξισώσεις μιγαδικής αισιοδοξίας.

Εκεί δε που πραγματικά λυτρώνεσαι από κάθε μεταφυσική διάθεση, είναι όταν βλέπεις τα ασυγκίνητα χρέη σου που έχουν ακόμη δέκα χρόνια ζωής.

Εντάξει, ομολογώ, ότι πίσω από όλα αυτά υπάρχει και μία… μεταφυσική πτυχή: οι ασφάλειες ζωής που έχουμε με την Αντιγόνη, ώστε αν ο ένας φύγει ξαφνικά, να μη μείνει ο άλλος εντελώς στο δρόμο και το παιδί στο πουθενά.

Με αυτά και άλλα παρόμοια, Θέλοντας και μη, "μπροστά κοιτάμε τ΄ αναμμένα μας κεριά".




Για να διορθώσω τα λάθη  

Προσωπικά το ζήτημα τής αιωνιότητας θα το βίωνα ως σισύφειο μαρτύριο.  Ο Κώστας καλά θα κάνει κάποια στιγμή να ψοφήσει να ησυχάσουμε. Όχι τώρα. 

Όταν ήμουνα παιδί, δεν ήθελα να πεθάνω για να μη στεναχωρηθούν η μάνα μου και ο αδελφός μου. Τώρα επίσης θέλω να ζήσω, τουλάχιστον για όσα χρόνια ζούνε η Αντιγόνη και η Μαρια-Φωτεινή. Μετά δεν με νοιάζει καθόλου. Ας πάω στ΄ ανάθεμα...

Δεν είμαι ευχαριστημένος με αυτά που μου συνέβησαν στη ζωή. Προτιμώ μια άλλη ζωή, με καλό πατέρα, κοινωνία πολιτισμένη και ευκαιρίες να σπουδάσω όσο περισσότερα γίνεται, να μάθω όσο πιο πολλές γλώσσες μπορώ και δεν θα με πείραζε αν είχα πολύ λιγότερα εισοδήματα.

Από όλα όσα έχω ζήσει υπάρχει κάτι που δεν θα ήθελα να αλλάξει: οι δύο γυναίκες που με αγάπησαν και αγάπησα, κι αυτό, μόνο και μόνο για διορθώσω τα λάθη που έκανα μαζί τους και να τους ζητήσω συγγνώμη αν τις στεναχώρησα.



Η εφικτή αιωνιότητα

Νέοι και αιώνιοι; Είναι μια παράλογη επιθυμία. Πώς θα γίνει αυτό το πράγμα; Η νεότητα είναι το πέμπτο στάδιο μετά τη γέννηση: βρέφος, νήπιο, παιδί, έφηβος, νέος κοκ. Πώς θα πατήσουμε το κουμπί τής μη φυσικής μας εξέλιξης; Είναι ενάντια στους νόμους τής φύσης.

Γεννηθήκαμε και είμαστε αυτοί που είμαστε τώρα, επειδή το είδος μας εξελίχθηκε. Αν δεν πέθαιναν οι άνθρωποι επί τέσσερα εκατομμύρια χρόνια, δεν θα ήμασταν τώρα εμείς σε θέση να επιθυμούμε την αιωνιότητα. Εξελίσσεται μονάχα ό,τι γεννάει, αφήνει απογόνους και προσαρμόζεται.

Φαντάζεστε να ήμασταν αιωνίως ανθρωπίδες σαν τη Λούσυ που άφησε τ΄αχνάρια τής όρθιας βάδισης;

Μονάχα ως είδος μπορούμε να βαδίζουμε στο χρόνο για "πάντα". Όχι ως "άτομα". 

Ως "άτομα" με σύγχρονη παιδεία, μπορούμε να ζήσουμε μία άλλη, εφικτή αιωνιότητα: τη γνώση τού παρελθόντος, μέσω της επιστήμης.



Αιώνιο ρίγος

Έπειτα, μπορείς να φανταστείς την αέναη ζωή και υγεία σε γυναίκες δούλες των Τζιχαντιστών και σε άντρες δουλοπάροικους στων οποίων τις γυναίκες και τα παιδιά οι αφέντες έχουν «δικαιώματα» πάσης φύσεως;

Μπορείς να φανταστείς ανθρώπους αιωνίως υγιείς σε μπουντρούμια ναζιστικά ή σε γκουλάγκ της Κολιμά, στον αρκτικό κύκλο;

Ασφαλώς και η αιωνιότητα θα είχε πλάκα εάν ο Επιθεωρητής του Γκόγκολ κρατούσε για πάντα, όπως και η Τρελή Βραδιά του Παππαδιαμάντη και η Ψυχολογία Συριανού Συζύγου του Ρόιδη.

Η αιωνιότητα θα ήταν πανέμορφη αν μου έδινε τη δυνατότητα να μη σταματήσω ποτέ να αισθάνομαι το ρίγος του πρώτου φιλιού, σαν ένιωσα στα χείλη μου το μάγουλο μια γειτονοπούλας, στα δεκαπέντε μου, τής Όλγας.



Στη Γειτονιά Των Αγγέλων

Στο κοιμητήριο με τις καλοθρεμμένες μας γάτες, που αγαπάει με πάθος η Μαρία-Φωτεινή, πίσω από την εκκλησία, υπάρχει ένα διακριτικό στρογγυλό πλακόστρωτο, εξαιρετικά προσεγμένο, με παγκάκια γύρω γύρω σαν κουτιά - ό,τι πρέπει για να κουρνιάζουνε ψιψίνες, σωρηδόν.

Είναι η Γειτονιά Των Αγγέλων, για τα αγόρια και τα κορίτσια, τους νέους και τις νέες... Εκεί δεσπόζει και η φωτογραφία του αδελφού μας, γι΄ αυτό κανείς από το σόι δεν μάς ακολουθεί στο μόνο μέρος όπου χαίρεται η Μαρία-Φωτεινή. Κανείς μα κανείς.

Αυτή τη Γειτονιά, μάταια προσπαθώ να την αποφύγω. Γιατί όταν η ΜαρίαΦωτεινή αρχίσει να χαϊδεύει τα γατιά, δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει και σιγά-σιγά περνάμε από το πλάι και καταλήγουμε στο γατοχώρι.

Και φυσικά, οι ώρες τών επισκέψεών μας είναι πάντα νυχτερινές. (Μια δυο φορές που τόλμησα να πάμε μεσημέρι, το πληρώσαμε ακριβά, γιατί ο ήλιος αντανακλούσε στα πλακάκια και η επιληπτική φωτοευαισθησία τού παιδιού διαμαρτυρήθηκε.)

Δέκα χρόνια, τώρα, κόβουμε βόλτες μέσα στο θεοσκόταδο, ανάμεσα σε ακίνητους σταυρούς και σε ένα αεικίνητο κοπάδι τρυφερές γάτες, για να τα καταλήξουμε στο μόνο μέρος όπου μπορεί κανείς να σταθεί λιγάκι, στο πλακόστρωτο της Γειτονιάς Των Αγγέλων, όπου μπορούμε και βλεπόμαστε, αφού στο κέντρο σμίγουν οι φλόγες που καίνε γύρω γύρω στα εικονοστάσια - τα μόνα που δεν σβήνουνε ποτέ, ολόχρονα.

Μετά τιμής,
Κάπα