(Δεκαπέντε χρόνια από το θάνατό τού Κων/νου Καραμανλή)
Η γειτονιά μας ήταν όλη κι όλη ένας δρομίσκος, ανάμεσα στη
ρεματιά και στα πάνω καπνοχώραφα που ουδέποτε τολμήσαμε να προσεγγίσουμε, γιατί
επί χρόνια σερνότανε στη συνοικία ο εφιάλτης τού παιδιού της κυρά-Μαρίκας, που
είχε χαθεί εκεί, σε μιαν ανηφοριά (κι όταν κάποτε το βρήκε η Αστυνομία, δεν ήταν πια παιδί που μιλούσε, παρά αγρίμι που γρύλιζε...).
Όλα αυτά ξεχάστηκαν με μιάς, σαν είδαμε το αεροπλανάκι να στριφογυρίζει πάνω από τη μικρή μας πόλη, ρίχνοντας χιλιάδες τών
χιλιάδων μικρά άσπρα εκτυφλωτικά τετραγωνάκια (άλλα υπέρ κι άλλα κατά του
βασιλιά) που άξαφνα στα χέρια μας απόκτησαν συλλεκτική... αξία, γιατί όσο να φτάσουνε στη γή, σκοπρίζανε κι έβρισκες ένα εδώ κι άλλο τριάντα μέτρα μακριά.
Τα πρώτα πέσανε στην πίσω ρεματιά πάνω στα αγκαθωτά βάτα, οπότε τα ξεχάσαμε. Τα δεύτερα απλώθηκαν ψηλά στα απαγορευμένα μέρη, και τα πιο πολλά, ακόμα παραπάνω. Εκεί σμίξαμε για πρώτη φορά με τα αγροτόπαιδα, που τώρα, κι αυτά αλαφιασμένα, παρατήσανε το βελόνιασμα του καπνού, και αψηφώντας τις απειλές των μανάδων τους, τρέχανε να μας ανταγωνιστούν.
Τα πρώτα πέσανε στην πίσω ρεματιά πάνω στα αγκαθωτά βάτα, οπότε τα ξεχάσαμε. Τα δεύτερα απλώθηκαν ψηλά στα απαγορευμένα μέρη, και τα πιο πολλά, ακόμα παραπάνω. Εκεί σμίξαμε για πρώτη φορά με τα αγροτόπαιδα, που τώρα, κι αυτά αλαφιασμένα, παρατήσανε το βελόνιασμα του καπνού, και αψηφώντας τις απειλές των μανάδων τους, τρέχανε να μας ανταγωνιστούν.
Κάπου κάπου, πέφτανε και μερικά άσχετα με το δημοψήφισμα
έγχρωμα χαρτάκια (τι συναρπαστικό εύρημα!) με μια φωτογραφία κι ένα όνομα από κάτω: Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Αυτά είχανε για όλους μας ανυπολόγιστη αξία, καθώς αναλογούσαν ένα στα
πεντακόσια ή και στα χίλια, ασχέτως εάν από τύχη καθαρή, πέσανε στην γειτονιά μας κατά δεκάδες.
Από τη χαρά μας εμείς, αλλά και για να την σπάσουμε στα
αγριωπά παιδιά που αφήσανε τις δουλείες τους άδικα (αφού δέκα καραμανλήδες είχανε
μαζέψανε όλους κι όλους), κάναμε μια πομπή κι ολημερίς ανεβοκατεβαίναμε στα
καπνοχώραφα, ανάμεσα στις βραγιές, διαδηλώνοντας επί ώρες και ώρες την τύχη μας και ουρλιάζοντας με
πάθος: Κα-ρα-μανλής! Κα-ρα-μανλής!