Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2006

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ !

Η μνήμη...

Αρχικά πιστεύαμε ότι έχει υποστεί εκτεταμένες βλάβες, λόγω των χιλιάδων μικρών επιληπτικών επεισοδίων, αλλά και των εκατοντάδων επεισοδίων μακράς διαρκείας που υπέστη κατά τα πρώτα τρία χρονια της ζωής της. Ένα από τα μεγάλα επεισόδια κράτησε περισσότερο από δύο ώρες. Ηταν, θυμάμαι, Δεκέμβρης του 2004. Οι γιατροί δεν ήξεραν αν θα ξυπνήσει, ούτε και πώς θα ήταν, αν ξυπνούσε. Αχ..., η αγωνία και το κλάμα εκείνης τής νύχτας!

Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε και άρχισε να με ζητάει με παράπονο. Την πλησίασα προσεχτικά, εξεταστικά, κρύβοντας όσα περισσότερα δάκρυα μπορούσα. Την είδα που προσπαθούσε ν΄ απλώσει το χεράκι της προς το μάγουλό μου. Προσπαθούσε... όμως δεν μπορούσε να το κρατήσει σταθερό... έτρεμε και μετά από λίγα δευτερόλεπτα έπεφτε στο σεντόνι σαν κούτσουρο (ήταν τότε που η βαρύτητα είχε αρχίσει να συνωμοτεί εναντίον μας) μετά, το τραβούσε προς το μέρος της, λες κι ήταν ξένο σώμα, το κοιτούσε παράξενα, το έδειχνε με το άλλο χέρι και έκλαιγε σπαρακτικά, κοιτώντας με στα μάτια...

[Συγγνώμη που τα θυμάμαι και θλίβομαι χρονιάρες μέρες. Όλο λέω και υπόσχομαι, μέσα μου, να πάψω να θυμάμαι, να διαγράψω εκείνες τις ατελείωτες πίκρες, μα δεν μπορώ. Μάλιστα, όσο περισσότερο καταπιέζω τα συναισθήματά μου, τόσο πιο πολύ δυναμώνουν, πεισμώνουν, θυμώνουν και σαν μέγκενη φίγγουν τα μηνίγγια, την καρδιά και το στομάχι, όπως τώρα. Αν όμως τολμήσω να "θυμηθώ" και να κλάψω, ηρεμώ κάπως, έστω λικάκι...]

... μας έδειχνε, λοιπόν, το χεράκι της και σαν κάτι να μας έλεγε.. Τι όμως; Οτι την πονούσε; Ότι μυρμήγκιαζε (συμπτώματα εγκεφαλικού), ότι δεν είχε τον έλεγχο όπως παλιά; Κάτι μας έλεγε και για το δεξί της πόδι, το νιώθαμε επειδή κουνούσε με νόημα το αριστερό ενώ το δεξί μόλις που υπάκουε. Νομίσαμε ότι συνέβη το κακό. Οι εξετάσεις όμως στο δεξί μάτι, όπως και το δεξί αφτί, μας καθησύχασαν. Κάτι άλλο, λοιπόν, είχε συμβεί, μόνο που κανείς δεν ήξερε, ούτε οι γιατροί, αν και ανεπίσημα κάτι σιγανοψιθύριζαν για "ελαφρά ημιπληγία", γι΄ αυτό κι εμείς, ως συνήθως, σπαράσσαμε ο καθένας χώρια και κρυφά από τον άλλον...

Τώρα, ενάμιση χρόνο μετά το οριστικό (;) τέλος τών μεγάλων συμφορών, κάνουμε τον απολογισμό και βρίσκουμε ότι παρά τις πολλές απώλειες, ένα μέρος του εγκεφάλου της είναι άθικτο, εντελώς άθικτο: η μνήμη της!

Θυμάται τα πάντα! Ακόμα χτες, θυμήθηκε τα σκυλάκια στο νοσοκομείο (συνέβη τον Μάιο του 2005 στις ΗΠΑ) και ήθελε να πάμε στην... «α..κική», δηλαδή στην... Αμερική!

Ότι, για την ώρα, η μνήμη και οι αισθήσεις της (όραση και ακοή) είναι υπέρ το δέον ακέραιες, είναι ολοφάνερο. Και τι άλλο είναι ο άνθρωπος, έξω από τη μνήμη του;

Η μνήμη μας! Αυτό δεν «είμαστε»;
.
.
.
Χρόνια πολλά σε όλους σας, με υγεία και ευτυχία!

Με απέραντη αγάπη - Παράγραφος

.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2006

Το τείχος τού... Βερολίνου

Επειδή θέλει να είναι συνεχώς κοντά μας (τον χρειάζομαι κι εγώ - η παρουσία του κατευνάζει τις φοβίες μου) μετέτρεψε το ισόγειο σε εφεδρικό γραφείο του, με θέα στην πίσω μεριά του οικοπέδου.

Όμως δεν μπορούσε να εργαστεί με την ησυχία του, επειδή ο γείτονας είναι γεμάτος ζωή: πότε άνοιγε το ραδιόφωνο στη διαπασών, πότε καλούσε στην καταπράσινη αυλή τους φωνακλάδες φίλους του και πότε τα εγγόνια του, μεγάλα και μικρά, αρπάζονταν μεταξύ τους άγρια, με κλάματα, σφαλιάρες και φωνές.

Έτσι, ο αγαπημένος μου, προσπάθησε να φτιάξει μια ξύλινη προστατευτική πέργκολα, όμως ο γείτονας (πρώην υψηλόβαθμό στέλεχος της αστυνομίας) του ζήτησε... αρχιτεκτονικό σχέδιο και του ξεφούρνισε πως αυτή η κατασκευή είναι παράτυπη και να την ξηλώνει, αν δεν θέλει προβλήματα με τη πολεοδομία... Και την ξήλωσε, μάλλον θυμωμένα, ενώ την ίδια στιγμή μου υποσχέθηκε (χωρίς να του το ζητήσω) πως θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να συμβιβαστεί με την κατάσταση.

Ένα απόγευμα που είχε μια συνάντηση με κάποιους συνεργάτες του, έφτασε ο κόμπος στο χτένι: πάνω από δέκα φορές τα παιδάκια πέταξαν την μπάλα μέσα στην αυλή μας αλλά και πάνω στα παράθυρά μας και ικέτευαν: κύριοι, κύριοι, μας δίνετε την μπάλα! Οπότε η συνάντηση πήγε κατά διαόλου.

Αποφάσισε, λοιπόν να χτίσει το τείχος τού... Βερολίνου, όσο του επέτρεπε η πολεοδομία: ύψους δύο μέτρων και είκοσι εκατοστών! Ο γείτονας τσαντίστηκε και έδειξε τον... καλό του εαυτό, τον αγνοήσαμε όμως πλήρως και επιτέλους χάσαμε οπτική και ακουστική επαφή!!!

Είναι μια πανέμορφη, ολόλευκη σαν χιόνι μεσοτοιχία, όπου προχτές ζωγράφισα έναν αδέξιο Αη Βασίλη. Η κορούλα μας τον έβλεπε όλη νύχτα στον ύπνο της και μας ανάγκασε σήμερα, στις έξι το πρωί, μέσα στο μισοσκόταδο και το κρύο, να την κατεβάσουμε για να δει αν ο Αη-βασίλης είναι ακόμα... εκεί!!!

Χρόνια πολλά, με αγάπη - Α.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2006

Ακόμα κι ένας άπιστος...

Ο Δεκέμβρης του 2004 μας βρήκε στο δεύτερο σπίτι μας: στην εντατική. Εκεί τής κάνανε την πρώτη αντιβιοτική ένεση για "να αντιμετωπιστεί δραστικά η εμπύρετος γρίπη της". Τότε όμως ήταν μισοναρκωμένη από τα βάλιουμ και τους σπασμούς και δεν ένιωσε τίποτε. Δυο μέρες μετά, που βγήκαμε από το νοσοκομείο, πήγαμε στην παιδίατρό της για την δεύτερη ένεση. Μάτωσε η καρδιά μας. Ούτε στην (χωρίς αναισθητικό) παρακέντηση δεν είχε πονέσει τόσο...

.

Να που έπρεπε να γίνει και η τρίτη ένεση, αλλιώς πήγαιναν στράφι και ο άλλες δυο, χώρια που ο κίνδυνος της υποτροπής ήταν βέβαιος. Ξεκινήσαμε, πάλι, με βαριά καρδιά για την παιδίατρο. Φτάνοντας όμως εκεί, η κατατρομοκρατημένη κορούλας μας κόλλησε πάνω στο μπαμπά της σαν βεντούζα και έκρυψε ουρλιάζοντας το μάγουλό της στο λαιμό του... Εκείνος δεν άντεξε και φύγαμε. Βλέπετε, επί τρία χρόνια την τρυπούσανε σε ολόκληρο τον κορμάκι της και όλοι μας "προσποιούμασταν" ότι αντέχαμε, άσχετα αν ο ένας έκλαιγε κρυφά από τον άλλο...

.

Είχα, αλίμονο, τη φαεινή ιδέα να καλέσω την παιδίατρο σπίτι, για την ένεση... Μέγα σφάλμα με αφάνταστη οδύνη που δεν αντέχω να διηγηθώ. Και καλύτερα. Άλλωστε, μετά από πέντε χρόνια, τώρα, για πρώτη φορά πλησιάζουν χαρούμενα Χριστούγεννα: όχι μόνο χωρίς πόνο αλλά και με μπόλικο χαμόγελο!

.

Χτες, στην παιδική χαρά, παρακολουθώντας τα άλλα παιδάκι έμαθε να μπαινοβγαίνει, μπουσουλώντας, σε κείνο το σκοτεινό και παγερό, μεταλλικό τούνελ. Αλλά και την σκάλα, με τα παραπέτα, της ξύλινης τσουλήθρας, αγωνίζεται να την ανέβει μόνη της!

.

Τέτοιες στιγμές ακόμα κι ένας άπιστος κοιτάζει με συγκίνηση ψηλά: «Σ΄ ευχαριστώ θεέ μου!»

.

Με αγάπη - Παράγραφος

.

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2006

Χθες το βράδυ

Χτες το βράδυ, μόλις την ανέβασα για ύπνο, άρχισε να παραπονιέται ότι θέλει να κοιμηθεί "κάτω". Μετά ότι ήθελε νερό και φαγητό. Ήταν παράξενα κακόκεφη. (Πώς να μην είναι με τόσα σκληρά φάρμακα που παίρνει...) Την πήγα κάτω, ήλθε και ο αγαπημένος. Ανησυχήσαμε λιγάκι. "Κάτω" μέναμε συνήθως τις δύσκολες ώρες, τότε που δεν ξέραμε αν θα ξημερώσει...

Την έβαλε στο μεγάλο καροτσάκι, τη σκέπασε με την κουβερτούλα που της αρέσει και κάθισε δίπλα της απαλά. Με το δεξί του χέρι τύλιξε τρυφερά τον αριστερό της καρπό. Ύστερα έσκυψε, ακούμπησε τον αριστερό του βραχίονα στο γόνατό του κι έβαλε απαλά το μάγουλό του στο στήθος της, όπως "τότε" που δεν είχαμε "μηχανάκι" για τους χτύπους τής καρδιάς κι έπρεπε να στεκόμαστε εκεί για να ξέρουμε πότε λιποθυμά και πότε όχι...

"Μείνε, μπαμπά, μείνε", είπε με παράπονο.

Η αλήθεια είναι ότι τους τελευταίους δυο μήνες δεν τον βλέπει τόσο συχνά όσο θα ήθελε. Εκείνος δουλεύει πιο πολύ απ΄ό,τι συνήθως. Πλησιάζει η νέα άνοιξη και πρέπει να ετοιμαστούμε για το μεγάλο ταξίδι...

"Κοιμήσου, καλή μου, κοιμήσου", της είπε. Κι αμέσως την είδα που τού χάιδεψε λίγο τα μαλλιά και μετά έγειρε σα βαρκούλα προς την πλευρά που βγαίνουν μονάχα όνειρα παραδεισένια. Άκουγα κι εγώ την ανάσα της, όχι όμως όπως "τότε" που είχα ασκήσει το αφτί για να ξέρω αν οξυγονώνεται η καρδούλα της σωστά.

Άκουγα, τώρα, την γαλήνια ανάσα της κι ένιωθα να βρίσκομαι σε κείνη την παραλία τών παιδικών μου χρόνων, όπου ξάπλωνα στην άμμο κι άφηνα τον φλοίσβο των κυμάτων να κυλά στα πνευμόνια μου σαν τρυφερός εραστής...

«Κοιμήσου ψυχούλα μου, κοιμήσου...» της είπα από μέσα μου και πήρα να την νανουρίζω όπως έκανε με μένα η μανούλα:

Aγεράκι τα φτερά σου για λίγο κόψε...
Φόβον έχω το γιαλό μην ανασάνει,
τι εδώ πα στο φεγγαρόλουστο λιμάνι
μια βαρκούλα αποκοιμήθηκεν απόψε.

Λαγαρή και φωτερή η θωριά της πέφτει
στων νερών τον ολοκάθαρο καθρέφτη
και θαρρείς πως είδε όνειρο η καημένη
απ΄ ανέμους κι από κύμα αποσταμένη.

Nα γελούν οι φαντασίες εμάς μονάχα!
Nά που αράζει σε νησάκια διαμαντένια,
σε ουρανούς φωτοχυμένους λάμνει ― τάχα.
Mην ξυπνήσει απ’ το ταξίδι έχω έγνοια...

Με αγάπη - Παράγραφος
.