Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Η Αγάπη μπορεί να περιμένει ως την Πρωτοχρονιά (Αντι-ομοφοβικό αφήγημα συμπαράστασης στην ερωτική διαφορετικότητα)

Αγαπημένη μου Μαρία,

Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χάρηκα που αποφάσισες να επιστρέψεις, έστω δοκιμαστικά, στην πατρίδα, και μάλιστα εντός των ημερών! Η αλήθεια είναι ότι θα την βρεις αρκετά αλλαγμένη στα πολιτικά όχι όμως και σε όλα τα υπόλοιπα. Ασφαλώς και το 2027 δεν είναι ίδιο με το 2017, όταν εσύ πήρες το δρόμο για το Τορόντο κι εγώ για την Αθήνα. Τότε η Κύπρος μας ήταν ακόμη διαιρεμένη ενώ τώρα διανύει τον πέμπτο της χρόνο ενωμένη και αισιόδοξη! Τότε εσύ ήσουν επίδοξη δημοσιογράφος κι εγώ μαθητευόμενη οδοντίατρος, ενώ τώρα και εσύ πρόκοψες στο πανεπιστήμιο του Τορόντο κι εγώ δεν ζω πλέον στην ανέχεια.

Εσύ κατάφερες να γίνεις περιζήτητη καθηγήτρια από πολύ μικρή (πάντα ήσουν χαρισματική - γι΄ αυτό και σε ζητάει επίμονα το Πανεπιστήμιο Κύπρου) κι εγώ χάρη σ΄ εσένα και στον μπαμπά σου, που μπήκατε εγγυητές, κατόρθωσα να στήσω ένα αξιοπρεπές οδοντιατρείο στο χωριό, και δεν σου κρύβω, μου αρέσει που βλέπω τον εαυτό μου να συγκαταλέγεται στους ευκατάστατους τής μεσαίας τάξης, κάτι που μου δίνει μεγάλη αυτοπεποίθηση και κυρίως με κάνει να νιώθω περήφανη, όχι μόνο επειδή φάνηκα αντάξια τής εμπιστοσύνης που μου δείξατε εσύ και ο μπαμπάς σου, αλλά και επειδή είμαι σε θέση να προσφέρω στους μεροκαματιάρηδες γονείς μου αρκετές ανέσεις, όπως ιδιώτη νευρολόγο και πρωτότυπα φάρμακα για την άρρωστη με Πάρκινσον μητέρα μου, σύγχρονο διαμέρισμα δίχως ενοίκιο, οικιακή βοηθό, αυτοκίνητο που δεν αφήνει τον μπαμπά στο δρόμο και φυσικά τις καλύτερες... μασέλες και για τους δύο.

Με ρωτάς πώς περνάω τις μέρες μου και σου έχω απαντήσει άπειρες φορές ότι η ζωή μου είναι απλή: πολλή δουλειά και ακόμη περισσότερο γυμναστήριο και πισίνα. Εκεί συμφωνούμε απολύτως, αφού τα ίδια κάνεις κι εσύ! Ε, ένα σώμα που το έχουμε, να μη το φροντίσουμε; 

Ο μπαμπάς σου μου λέει ότι μοιάζουμε σα δίδυμες νεράιδες τού παραμυθιού και ότι του δίνει πολλή χαρά η παρουσία μου - τον επισκέπτομαι κάθε Πέμπτη απόγευμα (που είναι τα ιατρεία κλειστά) μια δυο ώρες και τα λέμε. Θυμόμαστε τα παλιά αλλά συζητάμε και τα τρέχοντα. Στην προ μηνός τελετή, όταν έγινε ομότιμος καθηγητής, έκλεισε τρεις θέσεις μπροστά-μπροστά, για εμένα, τον μπαμπά και τη μαμά μου. Ο μπαμπάς δεν ήθελε να έλθει στην αρχή: «εγώ, κόρη μου, ένας υδραυλικός, τι δουλειά έχω εκεί μέσα; Και η μάνα σου με Πάρκινσον, πώς θα την παρουσιάσω εκεί σε τόσους σπουδαίους αθρώπους;» Ευτυχώς ο μπαμπάς σου ήταν ανένδοτος: «Γιαννή, η κόρη μου είναι μακριά και η γυναίκα μου θαμμένη, εσείς είστε η οικογένειά μου, πάρτε το χαμπάρι. Αν δε έλθετε και οι τρεις, δεν πάω ούτε κι εγώ»!

Ήταν πολύ συγκινητική στιγμή, αφιέρωσε το βραβείο που του έδωσε το πανεπιστήμιο στη μαμά σου που δεν ήταν εκεί για να χαρεί… Να μη σου τα πολυλογώ, αν κι εγώ είχα άγχος για το παράταιρο τής παρουσίας τού μπαμπά και της μαμάς μου, ανθρώπων το χωρκού στην αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου, ωστόσο το αποτέλεσμα δικαίωσε τον πατέρα σου πέρα ως πέρα, ειδικά όταν καθίσαμε δίπλα του και πέρασαν δεκάδες συνάδελφοί του και παλαιοί φοιτητές του να τον  συγχαρούν και οι οποίοι στη συνέχεια χαιρετούσαν εμένα, τον μπαμπά και τη μαμά μου!!! Είχε και λίγη πλάκα επειδή το χέρι τής μαμάς έτρεμε πολύ και δεν το πετυχαίνανε πάντα στη χαιρετούρα…
Αχ, αυτός ο μπαμπά σου! Τον λατρεύω! Είναι τέλειος!    

Αγαπημένη μου, Μαρία μου, πόσο ανυπομονώ να σε δω και να σε σφίξω στην αγκαλιά μου! Μου λείπεις. Δεν περνάει στιγμή που να μη σε σκεφτώ. Θυμάσαι όταν έφυγες για το Τορόντο; Έκλαιγα για μία βδομάδα και παραλίγο να χάσω την εγγραφή στην Αθήνα και τι θα έκανα μετά! Ευτυχώς η μαμά ειδοποίησε τη μαμά σου και εκείνη ήλθε και με νουθέτησε, ότι είμαστε νέα κορίτσια, ότι πρέπει να κοιτάμε μπροστά και όχι μόνο το χτες, ότι πρέπει από το χτες να αντλούμε δύναμη κι όχι να παραλύουμε από κατάθλιψη… Από τότε διαβάζω τα βιβλία της. Ούτε μια λέξη της δεν περισσεύει! Τέτοια κείμενα τα γράφουν άνθρωποι που έχουν ζήσει σαράντα ζωές και έχουν διαβάσει χιλιάδες βιβλία!

Μου είπε ότι κι εκείνη λυπήθηκε όταν έφυγες, αλλά προτίμησε τη φωτεινή όψη της ζωής και έπελεξε να χαρεί και μάλιστα πάρα πολύ, που σε είδε να υλοποιείς τα όνειρά σου και ότι αν σε αγαπώ πραγματικά δεν πρέπει να αφήσω την αγάπη μου για σένα να γίνει αφορμή για αποτυχία και δυστυχία, αλλά αφετηρία για προκοπή. Αθάνατη η μανούλα σου! Η μανούλα μας!!! Ζει κάθε μέρα στη σκέψη μου. Θυμάμαι το χαμόγελό της, ίδιο με το δικό σου! Όταν σας πρωταντίκρισα και τις δύο, καταγοητεύτηκα, κι ας ήμουν κορίτσι του Δημοτικού. Δεν ήξερα ποια να λατρέψω περισσότερο! Κι οι δυο σας στοργικές, τρυφερές, μελωδικές, πανέμορφες, τέλειες! Ήθελα να είμαι εσύ! Το χαμόγελό σου να αγγίζει τα χείλη μου, στα γαλάζια μάτια σου να κολυμπούν στα βλέφαρά μου, οι παλάμες σου να είναι δικές μου για να σε τυλίγουν στην αγκαλιά τους... 

Θυμάσαι που ήμασταν μικρές και με ρωτούσαν ποιον θα παντρευτώ όταν μεγαλώσω κι εγώ απαντούσα «τη Μαρία μου» και όλοι σκάγανε στα γέλια; Θυμάσαι; Μου το θυμίζει συχνά ο μπαμπάς σου όταν θέλει να κάνουμε πλάκα. Μα δεν μπορούσα να πω ψέματα! Ακόμη και τώρα αν με ρωτήσουν σοβαρά ποιον θέλω να παντρευτώ, μπορεί και να βροντοφωνάξω: «τη Μαρία μου»! Τόση αγάπη σου έχω! Και δεν είναι από υποχρέωση για ό,τι έχει προσφέρει η οικογένειά σου, σ΄ εμένα προσωπικά, και στους γονείς μου. Το λέω επειδή δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου και την ύπαρξή μου δίχως την παρουσία σου που δίνει νόημα στο α-νόητο κόσμο που μας περιβάλλει...

Αυτή όμως η αγάπη μου, Μαρία μου, δεν είναι καλός σύμβουλος. Επειδή εγώ νιώθω πολλή μοναξιά, θα προτιμούσα να επιστρέψεις στην Κύπρο και να συνεχίσεις εδώ την καριέρα σου, τη στιγμή μάλιστα που εδώ σου δίνουν θέση πρώτης βαθμίδας στις Πολιτικές Επιστήμες, μονιμότητα, μισθό υψηλότερο από αυτόν που σου δίνει τώρα το Πανεπιστήμιο του Τορόντο και τα λοιπά που τόσες φορές έχουμε συζητήσει.

Από την άλλη, Μαρία μου, ψυχή μου, κρίνω ότι η κοινωνία μας δεν ξέρω αν θα μπορούσε να ανεχθεί το πνεύμα σου, την ανεξαρτησία σου, την ανέμελη και δυναμική προσωπικότητά σου. (Σουφραζέτα μου, εσύ!) Από μακριά η αγάπη μας ζει χωρίς εμπόδια. Έρχεσαι Χριστούγεννα και  Πάσχα, κάνουμε διακοπές τον Αύγουστο στην Ευρώπη και η ζωή κυλάει. Οι γονείς μου δεν έχουν πάρει χαμπάρι - ο μπαμπάς σου ίσως κάτι υποψιάζεται, αλλά δεν... Το να επιχειρήσουμε όμως να ζήσουμε μαζί και μάλιστα ανοιχτά, όπως μου ζητάς, με τρομάζει, τη στιγμή που δεν είναι βέβαιο αν τελικά θα ταιριάξεις με το πνεύμα του Πανεπιστημίου Κύπρου και ίσως φύγεις ξανά για το εξωτερικό και τότε, αγαπημένη μου, εγώ τι θ΄ απογίνω;

Εδώ, καλή μου, δεν είναι Τορόντο, είναι Λευκωσία ή μάλλον ούτε καν Λευκωσία δεν είναι – το ιστρί μου είναι στην Κάτω Παναγιά. Μπορεί για το κοσμοπολίτικο πνεύμα σου όλα αυτά να μη σημαίνουν τίποτε απολύτως. Άλλωστε και στη Λευκωσία το Πανεπιστήμιο είναι διαποτισμένο από φιλελεύθερη σκέψη και ανεκτικότητα. Για τις οικογένειές μας όμως και για τους συγγενείς μας και φυσικά για τους πελάτες μου, η αγάπη μας είναι «αφύσικη»,. Η Εκκλησία και ο αρχιεπίσκοπος, με κάθε ευκαιρία, καταγγέλλουν την ομοφυλοφιλία ως «διαστροφή» και «αμαρτία». Θα μου πεις πάλι ότι είμαι δειλή, ότι ντρέπομαι για εμάς.... Δεν είναι όμως έτσι, Μαρία μου. Εγώ ζω εδώ και εσύ εκεί, για την ώρα. Αν είναι να έλθεις οριστικά εδώ, θα πρέπει να έλθεις πρώτα επειδή το θέλεις εσύ, επειδή σου πηγαίνει η νέα πολιτική κουλτούρα που έχει ανάγκη η Ενωμένη Κύπρος μας. Αν είναι να έλθεις να ζήσουμε μαζί, θα πρέπει πρώτα να δεις την καριέρα σου, την αποστολή σου στην κοινωνία και μετά να δεις αν μπορούμε να ανοίξουμε το σπιτικό μας και να υιοθετήσουμε το μωράκι που λέγαμε.

Θα μου πεις πάλι ότι είμαι υπέρ το δέον ορθολογίστρια, ότι δειλιάζω, ότι βάζω πρώτα τούς άλλους και μετά την αγάπη μας, την ευτυχία μας κι εσένα, ότι συνεχώς νοιάζομαι για το τι θα πει ο κόσμος και ότι αυτό δεν είναι αγάπη, ότι όποιος αγαπάει αληθινά ρισκάρει, ότι εσύ είσαι αποφασισμένη να πολεμήσεις για την αγάπη μας, να συγκρουστείς με τους πάντες… 

Αχ, Μαρία μου, Εγώ δεν μπορώ... με ξέρεις... Δεν μπορώ τις συγκρούσεις. Αρρωσταίνω όταν λυπούνται άνθρωποι εξαιτίας μου, ακόμη κι αν έχω δίκιο. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για τους αγαπημένους μας. Καλά, η μαμά μου, δεν καταλαβαίνει πλέον και πολλά. Αλλά στον μπαμπά μου τι θα πω, που κάθε λίγο και λιγάκι τού φέρνουνε προξενιές στο καφενείο; Πώς θα μπορέσω να κοιτάξω στα μάτια τον μπαμπά σου; Και τους άλλους ανθρώπους που είναι του χωρκού και από αυτούς εξαρτάται η δουλειά μου, η αυτάρκειά μου; Πώς θα το χειριστώ;

Αχ, καλή μου, θα έπρεπε να ξέρεις πόσο με πληγώνεις όταν λες ότι δεν σ΄ αγαπώ όσο μ΄ αγαπάς! Νοιάζομαι όμως και για τους πατεράδες μας αλλά και για το τι επιπτώσεις ίσως θα έχει κάτι τέτοιο στην πελατεία μου που αποτελείται κυρίως από απλούς ανθρώπους και παιδιά. Μαρία μου, δεν μπορώ να ξαναζήσω στη μιζέρια, την οποία εσύ ευτυχώς δεν βίωσες ποτέ σου. Την έχω φοβηθεί! Τώρα είμαι κάτι στην κοινωνία ενώ πριν ήμουνα το φοβικό κοριτσάκι του Γιαννή του υδραυλικού. Τώρα απέκτησα ένα κάποιο κύρος, οικονομική άνεση. Χειραφετήθηκα, όπως λες κι εσύ! Πρωτόγνωρες καταστάσεις για μένα! «Μετά», τι θα έχω;

Αν η δημοσιοποίηση τής σχέσης μας έχει φριχτές επιδράσεις στην επικοινωνία μου με τον μπαμπά μου και τον μπαμπά σου και στα εισοδήματά μου, πώς θα ζήσω και πώς θα μπορέσω να στηρίξω την άρρωστη μητέρα μου; Και μη μου λες σε παρακαλώ ότι το παίζω άνετη, ότι θέλω να έχω το πάνω χέρι στη σχέση μας, ότι εσύ με αγαπάς με πάθος ενώ εγώ είμαι χαλαρή, άνετη και γι΄ αυτό συγκρατημένη. Η καρδά μου μου το ξέρει πόσο σε λαχταράει! Δεν αρκούν όμως μόνο αυτά, Μαρία μου. Θυμάσαι τη μανούλα σου που μας έλεγε, προφητικά ίσως, πως η αγάπη μόνο δεν φτάνει!

Καλά-καλά, σταματάω τα "ηττοπαθή"...

Περνάω στα πολιτικά, όπου επίσης τα βλέπουμε λιγάκι αλλιώτικα. Εδώ όμως ομολογώ ότι είναι το στοιχείο σου. Ό,τι ξέρω το έμαθα από εσένα. Χάρη στα βιβλία που μου σύστησες και στη γνωριμία της μαμάς σου με εκείνο το φιλόσοφο τού οποίου μού πρότεινες τα βιβλία του και τα διάβασα όλα. Είχες δίκιο, πάντα έχεις δίκιο, η μαμά σου είχε όλα τα βιβλία του στη βιβλιοθήκη της και μάλιστα σε ξεχωριστό ράφι και με αλφαβητική σειρά ανά τίτλο. Ο άνθρωπος αυτός, αν και δεν έχω την παιδεία να το τεκμηριώσω, κρίνω ότι ήταν πολύ σοφός.  Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τις «Ασκήσεις Ελευθερίας» και το «Μικρό εγχειρίδιο ορθολογισμού» μαζί με το "Απόλυτο και το τάβλι". Αυτά τα βιβλία του τα χρησιμοποιώ ως αντίδοτο στον έμφυτο δειλό συντηρητισμό μου ο οποίος (κακώς) μού λέει ότι καλά ήμασταν πριν τη λύση και ότι τώρα με την Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία συναντάμε μόνο δυσκολίες. Γιατί η αλήθεια είναι, όπως γράφεις κι εσύ στο τελευταίο σου βιβλίο, ότι "η Ενωμένη Κύπρος μπορεί να ελπίζει μόνο εάν και εφόσον απαλλαγεί από τους εθνικισμούς και πολιτευθεί ως ανοιχτή κοινωνία, δίχως αποκλεισμούς, ορθολογικά και με αβίαστη αποδοχή τής διαφορετικότητας".

Μαρία μου, αγάπη μου, συμφωνώ. Σου θυμίζω όμως ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν απομένει (από πείσμα;) η Γερμανία, η Γαλλία και η Αυστρία και από ανάγκη η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και εμείς. Τι απέγιναν οι άλλες 22 χώρες;  Εσύ το είπες: τις σάρωσε ο εθνολαϊκισμός! Και τι θα απογίνουμε αν διαλυθούν εντελώς τα υπολείμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ποιος θα εγγυηθεί την οριστική αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων που έπρεπε να έχουν αποχωρήσει από πρόπερσι και δεν τον κουνάνε; Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω ότι αυτή η εξέλιξη δεν εμποδίζει την ομαλή συμβίωσή μας με τους Τουρκοκυπρίους και τη λειτουργία των ομοσπονδιακών οργάνων. ότι τα Ηνωμένα Έθνη αναγνωρίζουν το θετικό ρόλο της ελληνοκυπριακής πλευράς και ότι η λογική τών επιδοτήσεων που επιβραβεύουν τους συναινούντες στην  διακυβέρνηση είναι πολύ έξυπνο και αποδίδει! (Από τότε που η ΕΕ καθιέρωσε το μέτρο αυτό, η Τουρκία έπαψε να παρακινεί τους Τουρκοκυπρίους προς αλλότριες πολιτικές.)

Αγαπημένη μου, ξέρω ότι έχεις ένα σωρό υποχρεώσεις και δεν χρειάζεται να αποκριθείς στο φλύαρο μέιλ μου. Άλλωστε θα τα πούμε την Πρωτοχρονιά από κοντά και θα γιορτάσουμε όλοι μαζί, οικογενειακώς! Αν δεν μπορέσεις να μείνεις μέχρι των Φώτων, έρχομαι εγώ για λίγες μέρες μαζί σου στο Τορόντο να σε βοηθήσω να τακτοποιήσεις τα πράγματά σου. Είτε εδώ είτε εκεί, θα τα ξανασυζητήσουμε πάλι όλα εκτενώς ίσως και με πάθος, όπως θέλεις, καρδιά μου!

Σε ποθώ, σε φιλώ, σε λατρεύω,
η Αναστασία σου!


26 Δεκεμβρίου 2026


Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Απρόσμενο χριστουγεννιάτικο δώρο

Οι κλέφτες των... Χριστουγέννων

Στο υγρό υπόγειο όπου μέναμε, έχοντας απελπιστεί από την υποχρεωτική ξάπλα, προσπαθούσα να κατεβάσω τον υδράργυρο χτυπώντας ανάποδα το θερμόμετρο, αλλά ο σπαστικός βήχας αρνούνταν το αποφυλακιστήριο. Και μου λείπανε τόσο μα τόσο πολύ τα άλλα παιδιά και τα γιορτινά τού σχολείου (κι ας μας τρομοκρατούσε ο διευθυντής). "Μην κάνεις έτσι παιδάκι μου, θα πάθεις τίποτε", έλεγε και ξανάλεγε η καημένη η γιαγιά.

Ο αδελφός μου (παιδάκι κι αυτός, τι να σου κάνει) όσο μπορούσε, με τον Τάκη το γειτονάκι μας, με παρηγορούσαν, πως σύντομα θα γίνω καλά και θα βγούμε έξω να παίξουμε, και ότι πριν τη γιορτή τού σχολείου θα κατεβούμε κάτω στο τεράστιο σκοτεινό σαν σπηλιά υπόγειο και με κεριά θα ανακαλύψουμε περισσότερα και σπανιότερα στολίδια από κάθε άλλη φορά, που μας περιμένουν κάπου χωμένα, όχι μόνο από τον καιρό των γονιών και των παππούδων μας αλλά κι από πιο παλιά ακόμη, από τον καιρό που ήτανε τα δάση γεμάτα ξωτικά. Με αυτά τα σπάνια δώρα θα ομορφαίναμε το δέντρο τού σχολείου και πάλι (όπως είχε γίνει πριν χρόνια) θα με καμάρωναν όλοι οι δάσκαλοι, οι γονείς και τα παιδιά, για το νέο μου κατόρθωμα και θα μας έβγαζε και τζάμπα φωτογραφίες ο κυρ Βαγγέλης ο φωτογράφος με τη βέσπα!

Αντί να παρηγορηθώ, μελαγχόλησα χειρότερα. Θυμήθηκα τότε που ήμουν στην πρώτη τάξη και έγινα διάσημος στολίζοντας το δέντρο, έχοντας δίπλα μου τη δασκάλα που με αγαπούσε και η οποία συνεχώς μου έλεγε, βλέπεις, αγαπούλη (έτσι με αποκαλούσε για καιρό), πόσο πλούσιο έκανες το σχολείο μας! Βλέπεις τα δώρα που μάς χάρισες! (Τα είχα φέρει από το υπόγειο του σχολείου – κάπου είχαν παραπέσει επί… αιώνες και τα ανακάλυψα τυχαία). Να, αυτό είναι ένα κατάχρυσο λαμπιόνι, να προσέχεις, είναι εύθραυστο, επειδή έγινε από χέρια τρυφερά και ευαίσθητα...

- Μα ποιος τα έφτιαξε, κυρία;
- Πριν πολλά πολλά χρόνια, η βασίλισσα τού δάσους έστειλε μία νεράιδα στους καταρράκτες να φέρει δροσιά, κι όπως άχνιζε η αναπνοή της, κρυστάλλωσαν οι ανάσες της, τις έκλεψε τ΄ αγέρι, πέρασαν από τις στοές τού παλαιού κάστρου και κρύφτηκαν στο υπόγειο τού σχολείου μας, όπου καρτερούσαν ένα παιδάκι να τις ξετρυπώσει για να του δώσουνε χαρά, υγεία και ευτυχία!

- Και πώς τη λένε την βασίλισσα, κυρία;
- Αγάπη τη λένε, αγαπούλη μου!

- Μα, Αγάπη δεν λέγανε και την κόρη σας;
- (…) Ναι, αγαπούλη μου, Αγάπη τη λέγανε…

- Και είναι η κόρη σας, κυρία, που έγινε βασίλισσα και μας στέλνει όλα αυτά τα δώρα; ... μα γιατί κλαίτε;    
- Από χαρά, αγαπούλη μου, που μου θύμισες τη βασίλισσά μου! Άντε τώρα να φέρεις κι άλλα χρυσά στολίδια! Και μην ξεχάσεις το αστέρι, εκείνο το μεγάλο! Θυμάσαι πού είναι;

– Ναι, ναι, κυρία, θυμάμαι! Τρέχω!

Όλα αυτά, βέβαια, ήτανε περασμένα μεγαλεία, γιατί κάποια στιγμή η δασκάλα μου έφυγε. Με εγκατέλειψε κι έμεινα μόνος καταμόναχος στο σχολείο και κρύωνα και αρρώσταινα. Γι΄ αυτό κάθε που έβλεπα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο, κάτι πολύ όμορφα λυπημένο φούντωνε μέσα μου και το έλεγα στον αδελφούλη...

Αλλά, τώρα, στο πνιγερό δωμάτιό μου τι μπορούσα να περιμένω; Κι όμως...

... ανήμερα Χριστουγέννων ξύπνησα (πάλι με υψηλό πυρετό) και βρέθηκα σε ένα όνειρο! Ο έναστρος ουρανός είχε καλύψει το μισό δωμάτιο ως απάνω! Ούρλιαξα από ευτυχία και έκπληξη! Με άκουσε η μάνα μου και μπαίνοντας, σοκαρίστηκε κι εκείνη, αλλά όταν συνήλθε, απαίτησε το ίδιο βράδυ να επιστραφεί στο σχολείο το τεράστιο και βαρυφορτωμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο "με τον ίδιο τρόπο που ήλθε".

Εγώ χάρηκα τόσο πολύ για το εφήμερο δώρο του αδελφούλη και του Τάκη, που σε δυο μέρες έγιανα κι άρχισα να διαλαλώ με καμάρι το περιστατικό, το οποίο φυσικά έφτασε και στα αφτιά τού σαδιστή διευθυντή που έμενε πιο κάτω.

Τελείωσαν οι διακοπές και επιστρέψαμε σχολείο... Αμέσως μετά την προσευχή, ο Γιακωβάκης κάλεσε να έλθουν στο βήμα ο αδελφούλης και ο Τάκης. Χάρηκα κι εγώ, γιατί νόμισα ότι θα τους εγκωμίαζε, αλλά εκείνος, άρχισε, να τους δέρνει αλύπητα  μπροστά στις παγωμένες διμοιρίες των συμμαθητών μας.

Όταν πια τον πόνεσαν τα χέρια και τα πόδια του από τις μπουνιές και τις κλωτσιές, στάθηκε αγκομαχώντας πάνω από σωριασμένα παιδιά που σιγοκλαίγανε, σάστηκε κάπως, πήρε μια ανάσα και βρυχήθηκε θριαμβευτικά: "αυτά παθαίνουν οι κλέφτες τών Χριστουγέννων"!



Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Μια φάτνη για τους πρόσφυγες


Υπέρ του Αδυνάτου

1. Όλοι οι παράτυποι μετανάστες είναι δυνάμει πρόσφυγες, εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο. Μέχρι τότε οι δημοκράτες πολίτες έχουμε ηθική υποχρέωση να τους φροντίσουμε όπως φροντίζανε και τους δικούς μας οι Ευρωπαίοι την εποχή της Χούντας, όταν ζητούσαν πολιτικό άσυλο.

2. Το κάθε ελληνικό κόμμα να υιοθετήσει αριθμό προσφύγων και να κατανείμει στους εθελοντές/μέλη του το κόστος συντήρησης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κάθε ψυχής - και η Εκκλησία επίσης. Πρέπει μάλιστα να το πράξει επώνυμα (με λίστες) για τους πολίτες/χορηγούς και με αριθμό (προσφυγικής ταυτότητας) για τους πρόσφυγες/λήπτες βοήθειας. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν!

3. Εμείς οι πολίτες δεν είμαστε ούτε δικαστές για να δικάσουμε τούς παράτυπους μετανάστες ούτε αστυνομικοί για να τους συλλάβουμε ούτε υπουργείο εσωτερικών για να τους απελάσουμε. Εμείς οι πολίτες είμαστε άνθρωποι και αν όντως είμαστε Ανθρωποι οφείλουμε να δείξουμε έμπρακτη ανθρωπιστική αλληλεγγύη: όσοι μπορούμε να φέρουμε προσφυγόπουλα στα σπίτια μας ή να στέλνουμε χρήματα (ό,τι έχει ο καθένας) σε συγκεκριμένες οικογένειες ή απλώς να τους καλύπτουμε τη διατροφή και τα φάρμακα ή μέρος των βασικών τους εξόδων, αλλά με συνέπεια και σε βάθος χρόνου.

4. Είναι υποκριτικό εκ μέρους όλων μας να τα βάζουμε με τους Έλληνες νησιώτες στους ώμους των οποίων (ή άθλια ελλαδική και ευρωπαϊκή γραφειοκρατία) φόρτωσε το προσφυγικό. Να μείνουν εκεί οι πρόσφυγες, αλλά όλοι οι Έλληνες που είναι ανθρωπιστές να τρέξουμε να βοηθήσουμε, αρκεί να μας το ζητήσει το κράτος, το οργανωμένο κράτος. Τίποτε προς αυτήν την κατεύθυνση δεν έχει κάνει ο κ. Μουζάλας. Το μόνο που κάνει είναι να χωρίζει τους νησιώτες σε... αλληλέγγυους και... χρυσαυγίτες. Αηδία.

5. Επιβάλλεται στους καταυλισμούς η αστυνόμευση για προστασία τών προσφύγων και από τους δικούς των εγκληματίες. Το να αφήνεις απροστάτευτα τα γυναικόπαιδα, σημαίνει ότι τα εγκαταλείπεις στα χέρια των μαφιόζων ή των εγκληματικών στοιχείων που τους έφεραν με το αζημίωτο και τους εκμεταλλεύονται παντοιοτρόπως.

6. Διαφωνώ ριζικά με τα περί... "λαθρομεταναστών". Κι εγώ πριν χρόνια χρησιμοποιούσα αυτή τη λέξη η οποία όμως τώρα έχει αποκτήσει στα ελληνικά βάναυσο περιεχόμενο, υποτιμητικό και αρθρώνεται μονάχα με (ενσυνείδητη ή ενδόμυχη) ρατσιστική πρόθεση και ουχί ουδετέρως.

7. Και στο ερώτημα εάν θα έφερνα στο σπίτι μου πρόσφυγες, απαντώ, ναι, - και έχουμε φέρει. Κι επειδή δεν είμαι ο πιστός Χριστιανός για να κάνω το καλό και να το ρίξω στο γιαλό, λέω ότι και οικογένεια προσφύγων έχουμε υιοθετήσει και από το καλοκαίρι θα φέρουμε ένα παιδάκι για να μείνει όσο θέλει στο σπίτι μας. Το μόνο εμπόδιο είναι μήπως υποτροπιάζει η κόρη μας Μαρία-Φωτεινή και πρέπει να φύγει με την Αντιγόνη για την Αμερική... Αλλά και τότε κάτι θα σκεφτούμε.

8. Αυτό που δεν συγχωρώ στην ελληνική ηγεσία (του δημοκρατικού τόξου) είναι το πώς διαχειρίζεται το προσφυγικό: έπρεπε όλοι μαζί να καθίσουν να βρουν λύσεις ρεαλιστικές, να κινητοποιήσουν τους εθελοντές (όχι τους μπαχαλάκηδες που ξεσηκώνουν την προσφυγιά και την παρακινούν σε οχλαγωγίες), να συνεγείρουν τους νοικοκύρηδες ώστε να πάμε όλοι να βοηθήσουμε τη φτωχολογιά, έτσι για την ψυχή μας, κι ας μην πιστεύουμε σ΄ αυτήν.

Συμπέρασμα: κάθε οικογένεια κι ένα προσφυγόπουλο, κάθε γειτονιά και μία φάτνη για πρόσφυγες.

Μετά τιμής,
Κάπα

Σχόλιο στο κείμενο του πολυαγαπημένου φίλου Νίκου Δήμου - Τώρα με το κρύο...


Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Ένα ασθενοφόρο, ρε παιδιά...


Το γλυκό κάλεσμα του αυτοκτονικού λαϊκισμού

Με το που έπεσε η Χούντα κι άστραψε η μόδα τών καταλήψεων στα Γυμνάσια Αρρένων, ήταν ζήτημα χρόνου να μπουν και τα Θηλέων στο χορό. Κι ένα μεσημέρι, στης Ακρόπολης τα μέρη, που λέει και το τραγούδι, ακούσαμε συνθήματα έξω από το ήσυχο και απόκεντρο Θηλέων.

Βγήκαμε στην άθλια βεράντα μας και βλέπουμε, πέρα από την άλλοτε αδιαπέραστη ρεματιά, (καλυμμένη πλέον με μπετόν και χαλίκι) να πολιορκούν τούς θηλυκούς φράχτες αναμαλλιασμένοι μαθητές και μαθήτριες τών πρωινών σχολείων.

"Πού πας, παιδάκι μου, κάτσε να φας", λέει η γιαγιά που με περίμενε πως και πως να επιστρέψω από το σχολείο, να μου βάλει φαΐ και ν΄ αρχίσει τις καθηλωτικές της αφηγήσεις. Τής έκανα το χατίρι για λίγο.

Θυμάμαι, κατέβηκα τρεχτός την απότομη όχθη, έκανα το γύρο και βρέθηκα στον κεντρικό δρόμο με τη σιδερόφραχτη είσοδο κατάκλειστη, αμπαρωμένη και με κάμποσα λουκέτα από μέσα φυλακισμένη.

Στο προαύλιο δεν υπήρχε ψυχή. Μέσα όμως το κτήριο δονούνταν, γιατί κάποια στιγμή έπρεπε να γίνει και... διάλειμμα.

Οι απέξω ούρλιαζαν "Το Πολυτεχνείο ζει, αυτό μας οδηγεί // ελάτε, κατεβείτε, να φύγουμε μαζί".

Ξαφνικά, τα παράθυρα τού υπερυψωμένου πρώτου ορόφου άνοιξαν και τα κοριτσίστικα κεφάλια κρέμονταν σα βαρυφορτωμένα τσαμπιά, επιφυλακτικά στην αρχή και ενθουσιώδη τώρα.

Μια κοπέλα ανέβηκε με νεύρο στο πρεβάζι και τσίριζε πως θέλει "λευτεριά" κι αμέσως το πλήθος, περιφρονώντας το νόμο τής βαρύτητας, την καλούσε ρυθμικά: "Έλα μαζί μας // κο-πε-λιά".

Το θέαμα είχε και μία απροσδόκητη τροπή, αφού βλέπαμε τα απόκρυφά της, οπότε εμάς τα αγόρια μάς... συνέφερε να μείνει εκεί, να σκούζει και να παρασύρει κι άλλες - ήδη δυο τρεις ακόμη είχανε πάρει... ωραίες πόζες, γι΄αυτό και κάποιοι ίσως τις απέτρεπαν... υστερόβουλα: "μη, θα σκοτωθείτε!".

Μετά πολλά, και προς έκπληξιν όλων, τέσσερις κοπέλες πέσανε μαζί, με μόνο αλεξίπτωτο τις... φούστες τους.

Ακούστηκε κάτι σαν τεράστια σφαλιάρα. Μετά σιωπή. Σε λίγο κλάματα δειλά και στο τέλος μία φωνή: "ένα ασθενοφόρο, ρε παιδιά..."

Αυτό μού θυμίζει η Ελλάδα του Αλέξη σήμερα...

Ένα ασθενοφόρο, και για την Ευρώπη, ρε παιδιά!

Μετά τιμής,
Κάπα

Σχόλιο στο κείμενο του πολυαγαπημένου Νίκου Δήμου ΟΡΓΗ ΛΑΩΝ