«Έχω ποτάμι αίματα…»
Η λέξη μοίρα προέρχεται από το αρχαιοελληνικό «μείρομαι» που
σημαίνει μοιράζω, εξ ου και οι μοίρες εκείνης της εποχής, αυτές δηλαδή που τάχα
στεκόντουσαν πάνω από το λίκνο του νεογνού για να καθορίσουν το πεπρωμένο του:
η Άτροπος που έκοβε τη ζωή των ανθρώπων με τα τρομερά ψαλίδια της, η Κλωθώ που
γύριζε το νήμα τής ζωής και η Λάχεση που μετρούσε τη διάρκεια.
Τα χρόνια πέρασαν, οι δοξασίες άλλαξαν και στο τέλος, καλώς, επισκιάστηκαν από την επιστήμη που ήλθε με το κύρος της για να μας πει όμως
ότι, δυστυχώς, σε ορισμένες περιπτώσεις, για κάποια παιδιά και νέους, όντως, υπάρχει μοίρα και πεπρωμένο, μόνο που τώρα λέγονται DNA, κληρονομικότητα ή και
γενετική μετάλλαξη.
Η Μαρία-Νεφέλη ήλθε στον κόσμο, κι όπως όλα τα νεογέννητα θα
έκλαψε μόλις είδε το φως τής ζωής, παίρνοντας ως ανταμοιβή το οξυγόνο της
ανάσας και την ελπίδα ότι για να μεγαλώσει, θα αρκούσε μόνο το χάδι τής στοργικής
της μητέρας.
Μα η μοίρα είχε προκρίνει άλλα, αφού από μωρό άρχισε να
πονάει και να υποφέρει (στην αρχή έκρυβε τα δάκρυά της για μη στεναχωριέται η
τρυφερή μανούλα της). Κι όταν οι πόνοι γινήκανε ανυπόφοροι, οι γιατροί διέγνωσαν καθολικούς καρκίνους! Όχι έναν και δύο, άλλα πολλούς και παντού σε όλο το ταλαίπωρο σώμα της.
Η επιστήμη το μόνο που μπόρεσε να επαληθεύσει είναι ότι δεν
υπάρχει ελπίδα, ότι η Μαρία-Νεφέλη θα συνεχίσει να μεγαλώνει και μαζί της θα
τρέφονται οι όγκοι στον εγκέφαλο, στο συκώτι, στα νεφρά, στα πνευμόνια, στα έντερα.., ότι οι πόνοι
(και όχι ο πόνος), οι πολλοί και έντονοι πόνοι, σταδιακά θα επιδεινώνονται
καθώς τα ζωτικά όργανα θα ασφυκτιούν από τους καρκίνους, ότι για να μην πεθάνει
από τους πόνους η Μαρία-Νεφέλη θα πρέπει να παίρνει μορφίνες, ότι δέκα μέρες θα
είναι κατάκοιτη και τις λίγες ώρες που συνέρχεται, όταν συνέρχεται, θα σέρνεται
ναρκωμένη…
ότι, με άλλα λόγια η Κλωθώ, η Άτροπος και η Λάχεση είχαν
αποφασίζει να βασανίσουν τη Μαρία-Νεφέλη με το χειρότερο τρόπο, από τότε που
γεννήθηκε και για όσο ζει, κι ότι την άφησαν να τελειώσει το σχολείο, να
σπουδάσει και να γίνει γυναίκα, μόνο και μόνο για να βιώσει απειλητικότερα και
καθημερινά τις ψαλιδιές τού πεπρωμένου να πλησιάζουν όλο και πιο κοντά στο νήμα
της ζωής της.
Αυτός κι αν είναι πόνος βαθύς, ψυχικός, θανάσιμος,
ανυπόφορος και πάνω απ΄ όλα άδικος. (Ανείπωτο βασανιστήριο, το βιώνω κι εγώ
μέσα από το δράμα της βαριά άρρωστης κόρης μου.)
Οι βασανιστές και σαδιστές πραιτοριανοί των απανταχού δικτατόρων
έχουν ένα μοναδικό τρόπο για να λυγίζουν τους ανθεκτικούς αντιφρονούντες: τις
εικονικές εκτελέσεις. Ξέρουν ότι μόλις, την τελευταία στιγμή, ανακληθεί το «πυρ»
τού εκτελεστικού αποσπάσματος, ακόμη και ο πιο δυνατός αντιστασιακός θα "γονατίσει" από ανακούφιση.
Παρόμοια ενεργούν και οι όγκοι/βασανιστές τής
Μαρίας-Νεφέλης: κάθε στιγμή και κάθε λεπτό, συνωμοτούν με λαβίδες, τροχούς και
άγκιστρα, πώς θα την κάνουν να υποφέρει περισσότερο, πώς θα την πείσουν ότι
επιτέλους πρέπει να τελειώνει τη ζωή της που κατάντησε βάσανο δίχως τέλος...
Μα η Μαρία-Νεφέλη αρνείται να αποδεχθεί το πεπρωμένο που
αυθαίρετα όρισαν οι μοίρες της, οι μεταλλάξεις της. Επαναστατεί, αντιστέκεται
και παλεύει με νύχια και με δόντια για να κρατηθεί στη ζωή, παίρνοντας ανάσες από τις λιγοστές
χαραμάδες της ελπίδας που δίνουν η αγάπη της μανούλας, της αδελφής, του αδελφού
της, αλλά και η δική μας, των τρίτων.
Η Μαρία-Νεφέλη αντέχει και παίρνει δύναμη από την αγάπη, και
με την αγάπη των δικών της και τη δική μας αλληλεγγύη, πεισμώνει και ονειρεύεται
να λυγίσει το πεπρωμένο, να απελπίσει τις μοίρες της, να νικήσει τους πέτρινους
καρκίνους της κι ένα πρωί να βροντοφωνάξει νικηφόρα:
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ! // Μέριασε! μες τα στήθη μου, που
'σαν νεκρά και κρύα // μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.// Αφρούς δεν
έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα, // έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η
κατάρα…»
Με αγάπη - Κωνσταντίνος Καλλίμαχος
Λευκωσία, 18 Οκτωβρίου 2013