Ι
Από
τη μία ο γλυκός Οκτώβρης του 1918 και η όμορφη φύση και από την άλλη η
ερημιά τής φτωχογειτονιάς του Άγγελου Γιαννούζη την οποία χρωματίζει μουσικά
ένας μαθητευόμενος βιολιστής.
[Αντίθεση ανάμεσα στη φύση που γιορτάζει και
στη φτώχεια που στενάζει.]
Ο Άγγελος Γιαννούζης διαβάζει σε ένα
δωμάτιο, ανάμεσα σε δύο στοίβες βιβλία, περιτριγυρισμένος από ελάχιστα
έπιπλα/παλιατζούρες. Όμως μία
χρωματολιθογραφία τής μακρινής Ταϊτής τον βοηθάει να δραπετεύει, νοερά, από το
φτωχικό του προς σε έναν κόσμο ονειρικό, ιδανικό, πανέμορφο, ρομαντικό.
[Κι άλλη αντίθεση: ο
Άγγελος Γιαννούζης «δραπετεύει από τη φτώχεια του προς ένα φανταστικό
προορισμό: τον υποτιθέμενο επίγειο παράδεισο της Ταϊτής.]
Ανυπομονεί να τελειώσει
και την τελευταία τάξη του Γυμνασίου όπου έφτασε με πολύ κόπο και στερήσεις και
να πάει στο πανεπιστήμιο.
Αναμένει να τελειώσει ο
πόλεμος (ο Α΄ Παγκόσμιος 1914-1918) και οι συμφορές του. Αλλά δεν ελπίζει πώς
θα τελείωνε και η συμφορά της διάχυτης φτώχειας που κατατρέχει κι αυτόν και την
οικογένειά του.
Η παρουσία της μητέρας
του τού προκαλεί κατάθλιψη και
επιθετικότητα κι ύστερα τύψεις οδυνηρές. Τη λυπάται που υποφέρει από τα απανωτά
χτυπήματα της ζωής, που βιώνει στερήσεις, που χάνει την ομορφιά της, που είναι
μια ύπαρξη ραγισμένη. Και μ΄ όλο που δεν της άξιζε μια τόσο βασανισμένη ζωή –
έχασε και δυο αγαπημένα παιδιά - παρά ταύτα
παρέμενε καλοσυνάτη κι ευγενική.
Ο Άγγελος περιμένει το
Στέργη, ένα φίλο του με τον οποίο συχνά λογομαχούν και μάλιστα έντονα. Είναι
συμμαθητές από τα παιδικά τους χρόνια, αχώριστοι φίλοι, όμως ολότελα
διαφορετικοί χαρακτήρες. Ωστόσο ο ένας μάλλον είχε ανάγκη τον άλλο.
Ο Άγγελος τώρα δεν
μπορούσε να συγκεντρωθεί στο διάβασμα. Ο νους του είχε βρει τρόπο να γλιτώσει
από την αγωνία και το άγχος τής φτώχειας του με το να βλάψει κάποιον
ενσυνείδητα, με το να υλοποιήσει ένα εκδικητικό σχέδιο σε βάρος ενός φίλου που
αγαπά. Νόμιζε πως με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή νικώντας τα συναισθήματά του, θα
γινόταν παντοδύναμος!
Ο Άγγελος Γιαννούζης
ζηλεύει την ευημερία και την ομορφιά τού φίλου του Νίκου Στέργη. Κάθε φορά που
τον βλέπει, συλλογιέται πως ενώ εκείνος τα έχει όλα, όντας στη χλιδή σαν τα
παιδιά των παραμυθιών, ο Άγγελος και η οικογένειά του στερούνται ακόμη και τα
στοιχειώδη, όπως για παράδειγμα ένα απλό ρούχο ή ακόμη και το αντίτιμο τού
εισιτηρίου μιας κινηματογραφικής
προβολής.
Ο Άγγελος, μέσα στο
θλιβερό δωμάτιό του αισθάνεται φυλακισμένος από τη φτώχεια τής οικογένειάς του.
Κοιτώντας στον καθρέφτη
δεν βλέπει τίποτε άλλο παρά ασχήμια και αναξιότητα. Νιώθει μηδαμινός και
ανίκανος ν΄ αγαπηθεί, πόσω μάλλον να ελκύσει τη Δάφνη, εν αντιθέσει προς το
Νίκο το Στέργη που λάμπει από νιάτα, πλούτο και ομορφιά.
Η ζήλια του τον σπρώχνει
στο να ετοιμάσει την παγίδα: κατέβηκε προσεχτικά τη σκάλα μέσα στο σκοτάδι και
ξεκάρφωσε ένα σάπιο ξύλινο σκαλοπάτι.
Ο δεκαεφτάχρονος Άγγελος
Γιαννούζης ήταν αγαπητός ως καλός μαθητής κι αύριο θα παρέμενε αγαπητός ως
καλός πολίτης και φυσικά φτωχός. Γι΄ αυτό και ο Άγγελος δεν ήθελε πλέον να
είναι άλλο καλός. Ήθελε να γίνει κακός ώστε να ξεφύγει κάποτε από τη φτώχεια
του. Νόμιζε πως αυτή του η μετάλλαξη ήταν το διαβατήριο για την καλή ζωή.
Ακολουθεί, λοιπόν την
προτροπή τού Νίτσε, να γίνει σκληρός. Και το
προσπαθεί. Όμως η συνείδησή του τον τύπτει.
Ο Άγγελος, βλέπει το
βραδινό φαγητό που δεν χορταίνει τους δικούς του και θυμάται το πλούσιο δείπνο
που φάγανε στο σπίτι τού Στέργη, που αν και ήταν βιαστικό και απροετοίμαστο
εντούτοις είχε όλα τα καλά του Θεού. Αυτό το περιστατικό και άλλα παρόμοια τον
ώθησαν στο να του γίνει εμμονή ο πόθος της ευημερίας.
Ο Άγγελος θέλει να γίνει
δυνατός. Πιστεύει πως μόνον έτσι θα φτάσει στον πλούτο. Νομίζει ότι κάνοντας
αδίστακτα το κακό (η παγίδα με το κενό σκαλοπάτι), θα αποκτήσει πολλή δύναμη
για να την χρησιμοποιήσει υπέρ της μελλοντικής του ευτυχίας.
Η παγίδα προορίζεται για
τον πιο αγαπημένο του φίλο, το Νίκο Στέργη. Όσο πιο πολλή ζημιά τού προκαλέσει,
τόσο πιο πολλή αντοχή νομίζει ότι θα αποκτήσει, ότι θα γίνει σαν τον
υπεράνθρωπο που περιγράφει ο φιλόσοφος Νίτσε. Ειδικά το Στέργη θέλει να τον
πονέσει για να του δώσει να καταλάβει τι σημαίνει δυστυχία.
Ο Άγγελος, πριν την
γνωριμία του με αυτό το πλουσιόπαιδο δεν είχε επίγνωση τών στερήσεων που βίωναν
ο ίδιος και η οικογένειά του. Όταν παρατήρησε τα πλούτη που διέθετε ο Στέργης
(ως γιος βιομηχάνου) αλλά και τη γοητεία που ασκούσε στις κοπέλες, τότε ένιωσε
την ανάγκη να τον δει δυστυχισμένο.
Γι΄ αυτό και δεν
λυπήθηκε όταν προ καιρού ο πατέρας τού ευκατάστατου (αν και ορφανού από μάνα) Στέργη αρρώστησε
βαριά και παραλίγο να πεθάνει. Στο τέλος όμως χάρηκε που ο πατέρας του Στέργη
γλίτωσε, επειδή τον έπνιξαν οι τύψεις του που ήθελε να δει το φίλο του
δυστυχισμένο. (Πάντως, αυτή του την ευαισθησία ο Άγγελος θέλει να νικήσει. Την
αντιμετωπίζει περισσότερο ως αδυναμία του η οποία θέλει να τον εγκλωβίσει στη
φτώχεια.)
Από την τζαμαρία
ακουγόταν ο παρατεταμένος ενοχλητικός ήχος τού βιολιού που μαρτυρούσε το πάθος
και το σκοπό τού φτωχοβιολιστή. (Σκοπό, βέβαια, είχε και ο Αγγελος Γιαννούζης:
να βλάψει το φίλο του.) Όταν ό Άγγελος είδε ένα κορίτσι με ρόμπα να περνάει
πίσω από τη τζαμαρία, ζήλεψε την τύχη του βιολιστή.
Πλησίασε η ώρα της
επίσκεψης του Νίκου Στέργη και ο Άγγελος βγαίνοντας για λίγο έξω στη νύχτα,
ένιωσε να τον συνεπαίρνει. Την ίδια στιγμή ακούει το φίλο του να πλησιάζει μέσα
στο σκοτάδι προς το παγιδευμένο σκαλοπάτι κι αμέσως του φώναξε για να τον
προστατεύσει και του έφεξε με τη λάμπα για να μην πέσει.
Ύστερα, κι οι δυο μαζί
βάλανε το σκαλοπάτι στη θέση του. Η μητέρα του και ο Νίκος δεν κατάλαβαν
τίποτε. Ο ίδιος όμως αισθάνθηκε ηττημένος μια για πάντα, αφού δεν μπόρεσε να
αντιταχθεί στα συναισθήματά του.
Κατόπιν περάσανε και οι
δυο στο φτωχο-δωμάτιο του Άγγελου ο οποίος, έτσι για να πει κάτι, ρώτησε το
Νίκο αν ετοίμασε τα αυριανά μαθήματα.
Εκείνος τού θύμισε ότι
έχει ως μόνιμη δικαιολογία τους πονοκεφάλους του, εξάλλου ήταν στο κτήμα, όπου
συμφώνησε με τον πατέρα του να πάνε εκεί όλη η παρέα και τα κορίτσια φυσικά.
Ο Άγγελος σκέφτηκε ότι
θα είναι και η Δάφνη εκεί αλλά σώπασε.
Η κουβέντα τους κυλούσε
από το ένα θέμα στον άλλο, με τον Νίκο το Στέργη να λέει τα στοιχειώδη και να
θαυμάζει τον Άγγελο που είχε τόσα πολλά σχόλια, τα οποία όμως στο τέλος τού
φαινόντουσαν μάταιη πολυλογία.
Και στο σχολείο έλεγε
λίγα ο Στέργης, εν αντιθέσει με τους μαθητές και τους δασκάλους που
συναγωνιζόντουσαν στη φλυαρία. Η ολιγολογία του αυτή του στερούσε βαθμούς αλλά
δεν τον έκαιγε. Εξάλλου, μόλις τελείωνε το σχολείο κι έπαυε ο πόλεμος, θα
πήγαινε ταξίδι στο Παρίσι. Του το είχε τάξει ο πατέρας του, κάτι που δεν φάνηκε
να ενθουσιάζει τον Άγγελο, προφανώς από ζήλια.
Στο βραδινό και ταπεινό
οικογενειακό τραπέζι ο Άγγελος είναι όλο στεναχώρια καθώς κυριαρχεί η
ανασφάλεια, αφού ο πατέρας του μόλις που κατάφερνε να φέρει στο σπίτι ψωμί,
ιδίως μετά την πτώχευση του μαγαζιού του.
Ο Άγγελος αγανακτούσε
βλέποντας από τη μια το φίλο του που σχεδίαζε ταξίδια στο Παρίσι και από την
άλλη την οικογένειά του που υποσιτιζόταν παρακολουθώντας με τρόμο να λιγοστεύει
το λάδι στο μπουκάλι και το πετρέλαιο στη λάμπα. Για οικονομία ο Άγγελος
διάβαζε με το καντήλι και είχε πια αρχίσει να μην αντέχει άλλο τη φτώχια του.
Ο πατέρας του Άγγελου
συνήθιζε να μονολογεί πως αν δούλευε και ο Άγγελος δεν θα πεινούσαν, αλλά
προείχε τα παιδιά του να τελειώσουν το σχολείο για να πάρουν εφόδια ώστε να μη
φοβούνται τίποτε στο μέλλον.
Ο Άγγελος έγειρε να
κοιμηθεί αναθεματίζοντας τον εαυτό του που δεν σακάτεψε το Νίκο αφού με το
Παρίσι του έξυσε την πληγή της εξαθλίωσή τους και την ανημποριά του.
ΙΙ
Πριν έξι χρόνια ο
Άγγελος και η οικογένειά του έμεναν πέρα από τον Ιλισό, αντίκρυ στον Υμηττό, δίπλα
σε ένα νεκροταφείο και το μόνο που θυμάται από εκείνο το σπιτάκι ήταν ο φριχτός
χειμωνιάτικος κρύος αέρας.
Τότε, δεν είχε
συνειδητοποιήσει ακόμη τη φτώχεια του. Περπατούσε μια ώρα μέχρι το σχολείο με
λίγο ψωμί στην τσέπη, αλλά χαιρόταν τη φύση, ανεβαίνοντας προς το Ζάππειο, και
γοητευόταν από τα στενά της Πλάκας και την ομορφιά των μαγαζιών και των
καφενείων και πίστευε πως αργά ή γρήγορα
θα έπαιρνε κι αυτός το μικρό μερίδιο της ευτυχίας που του αναλογεί.
Λες και ένα παράφορο
αηδόνι του είχαν φυτέψει στην καρδιά οι μοίρες, γεμάτο πόθο και πάθος που την
νύχτα τον γέμιζε ευτυχία και η γλύκα της ημέρας του προκαλούσε πόνο. Πάντως δεν
ένιωθε τη φτώχεια και τη θλίψη γύρω του.
Ο Άγγελος ακόμη δεν
καταλάβαινε την πικρία του πατέρα του που παραπονιόταν για τη σκληρότητα των
ανθρώπων και τη εμμονή τους στο συμφέρον. Του αρκούσε που πηγαίνανε
οικογενειακώς στην εκκλησία (τότε ζούσαν όλα του τα αδέλφια) κι εκεί
αναγάλλιαζε η ψυχή του!
Ο πατέρας του εξηγούσε
στα παιδιά του πως ο καλός άνθρωπος δεν χάνεται και ότι ο Θεός γκρέμισε
ισχυρούς, φρόντισε αδύναμους και τιμωρεί αμαρτωλούς. Πίστευε στο Θεό και
ανέμενε δικαίωση.
Ο Άγγελος τρόμαζε και
μόνο στην ιδέα της αμαρτίας και του κακού και ήλπιζε στη φιλευσπλαχνία του
Θεού, όπως τον δίδασκε ο πατέρας του. Δεν τα κατάφερνε όμως με το να αγαπήσει
τους εχθρούς του, αφού ορισμένα παιδιά τον κακοποιούσαν στον σχολείο και δεν
μπορούσε να τα συγχωρέσει, πόσω μάλλον να τα αγαπήσει. Ένιωθε πως οι άνθρωποι
αξίζουν την συμπόνια μας . Όχι όμως και οι παλιάνθρωποι, αυτοί που κάνουν κακό
στους άλλους.
Συνέπεσε τότε και η
πρώτη του δυσβάσταχτη τραυματική εμπειρία που τον έκανε να κλαίει για μέρες.
Τα παιδιά θα πήγαιναν σε
μια γιορτή στο Στάδιο για να τιμήσουν το βασιλιά παρελαύνοντας μπροστά του. Από
τη χαρά του ο Άγγελος δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα, που θα΄ παιρνε μέρος σε μια
τέτοια εκδήλωση γεμάτη ζωή, χαρά και νιάτα!
Η μάνα του πάσχισε να
μετατρέψει τα κουρέλια σε ρούχα δήθεν καινούργια.
Τα αδέλφια του ζήλευαν
την τύχη του Άγγελου που θα έβλεπε από κοντά το Βασιλιά!
Το μεσημέρι ο πατέρας
τους τον συμβούλεψε να είναι προσεχτικός σαν στρατιώτης και ο Άγγελος
αδημονούσε να παρελάσει μπροστά στο βασιλιά για να δώσει και στη μητέρα του
χαρά!
Στο σχολείο όμως τον
περίμενε μια μεγάλη απογοήτευση. Αφού το παιδιά στοιχήθηκαν, ο δάσκαλος τα
αραίωσε.
Τότε διαπίστωσε ο
Άγγελος ότι τα άλλα παιδιά είχαν θαυμάσιες φορεσιές και δεν φοβήθηκε το
εξεταστικό βλέμμα του δασκάλου που έστειλε κάποια παιδιά να πλυνουν τα χέρια
τους.
Ο ίδιος καμάρωνε γιατί
ήταν πεντακάθαρος. Μα ο δάσκαλος τον έβγαλε έξω από τη γραμμή και τα παιδιά τον
κορόιδευαν. Ήλπιζε ότι θα είναι παραστάτης, αφού ήταν άριστος μαθητής, μα ο
δάσκαλος έβαλε άλλον, τον χειρότερο της τάξης. Μετά ο δάσκαλος ξαπόστειλε στο
σπίτι τους τα παιδιά που απέρριψε. Και ο Άγγελος πληγώθηκε και του ήλθαν
δάκρυα.
Τα αποκλεισμένα παιδιά
άρχισαν να λογομαχούν για τα ρούχα, τα μάτια και την καταγωγή του βασιλιά.
Σε λίγο ο επιστάτης τους έδιωξε.
Σκέφτηκε να περιμένει τα
παιδιά να επιστρέψουν, να του πουν τι έγινε και μετά να τα μεταφέρει στο σπίτι,
αλλά δεν άντεξε την ιδέα του ψεύδους.
Επέστεψε στο σπίτι με
βαριά καρδιά κι έκλαψε γοερά στην αγκαλιά της μάνας του. Ο πατέρας τον
παρηγόρησε με το «Μακάριοι οι πενθούντες», αλλά η μητέρα του έριξε την ευθύνη
της ντροπής. «Μόνο τροπάρια ξέρεις».
Από τότε ο Άγγελος
άρχισε να βλέπει αλλιώς τους ανθρώπους.
Ένα χρόνο μετά πέθανε το
τρίτο παιδί, το γελαστό αγοράκι. Στην αρχή ο πατέρας νόμιζε πως ήταν μια απλή
αρρώστια. Η μητέρα προαισθάνθηκε το κακό.
Ο γιατρός απλές
επισκέψεις έκανε και άπραγος έφευγε.
Τώρα οι χαροκαμένοι
γονείς θρηνούν και από δίπλα ακούγεται ότι ευθύνεται ο φθηνός γιατρός και η
φτώχια που δεν επέτρεψε στην οικογένεια να μεταφέρουν το παιδί σε κάποια
κλινική, κάτι που υπέπεσε στην αντίληψη του Άγγελου.
Οι γονείς κλαίγανε όλο
το βράδυ και ο Άγγελος πόθησε να πεθάνει κι ο ίδιος, γιατί «ο καημός του ήταν
αβάσταχτος, ο κόσμος κακός και η ζωή του μια ατελείωτη θλίψη.
Και δυο τρία χρόνια
μετά, ήλθε ο χαμός της μικρής του αδελφής. Αρρώστησε το χειμώνα και έφυγε την
άνοιξη. Αρχικά ήταν το σπίτι και προς το τέλος την πήγαν στο αδιάφορο και άθλιο
νοσοκομείο.
Νοσηλευόταν στην τρίτη
θέση, που ήταν για τους φτωχούς, χωρίς ουσιαστική φροντίδα.
Ο Άγγελος βίωσε πολύ
τραγικά την αλλοτριωτική και απάνθρωπη «περίθαλψη» που παρέτεινε το μαρτύριο
της αδελφής του στον ασφυκτικά γεμάτο θάλαμο από βαριά άρρωστα ή και
ετοιμοθάνατα παιδάκια.
Ο Άγγελος προσευχόταν να
μην πεθάνει η αδελφή του, αν και την έβλεπε ότι έσβηνε εκεί στο ξένο κρεβάτι
εγκτατελειμμένη. Το βράδυ έβλεπε εφιάλτες και αρνούνταν να αποδεχθεί το
χειρότερο, ανέμενε το θαύμα, κι ας προειδοποιούσαν εμμέσως οι γιατροί.
Ώσπου η αδελφή του
πέθανε. Τη θρήνησαν η οικογένειά της και
οι φτωχογειτόνισσες. Αντίθετα, ο Άγγελος αρνούνταν να αποδεχθεί το θάνατό της.
Τόσο πολύ την αγαπούσε!
Έπειτα κλείστηκε και
προσευχόταν για μέρες ελπίζοντας στην ανάστασή της! Έβλεπε την οπτασία της και
φανταζόταν ότι με την πίστη του μπορεί
να την ξαναφέρει κοντά του…
Πείσμωσε τόσο που έβαλε
τα δυνατά του να νικήσει το θάνατο ή να χάσει την ψυχή του.
Αν και άρχισε να
παρανοεί, επέμενε τόσο αρρωστημένα που η μάνα του άρχισε να ανησυχεί ότι θα
χάσει και τον Άγγελο. Ο πατέρας του υπέδειξε το δρόμο της υποταγής, το θέλημα
του Θεού, αλλά ο Άγγελος αρνούνταν να υποταχθεί στην άδικη μοίρα και τον πόνο
της.
Η αδελφή του όμως δεν
ξαναγύρισε και ο Άγγελος πλέον μεταλλάχθηκε σε άλλη ψυχή. Το αντιλήφθησαν όλοι
γύρω του. Δεν ήταν πια το παιδί που ξέρανε. Κάτι είχε πεθάνει μέσα του, ένα
κομμάτι της ψυχή του και ήταν τυλιγμένο με το σάβανο νεκρικό σεντόνι
τού νεκρού αδελφού και της αδικοχαμένης αδελφούλα του. Ήταν η θλίψη πλέον που
του έδινε ζωή και όχι το οξυγόνο και ο ήλιος. Μια πικρία που την βίωνε σαν ένα
συνεχή και βαθύ πόνο που ήθελε να υπερασπιστεί μαζί με τη φτώχια του και με τα
υλικά τους να χτίσει ένα νέο κόσμο.
Αυτό θα το πετύχαινε εάν
νικούσε τις αδυναμίες του, αν μετέτρεπε τα ελαττώματά του σε πλεονεκτήματα. Αν
καθοδηγούσε τον εαυτό του σωστά, αν ζούσε με πάθος πέραν του καλού και του
κακού. Γι΄ αυτό, πριν καλά-καλά γίνει παιδί, είχε γεράσει από ωριμότητα και
υπολογισμό.
Πορευόμαστε κάτω από την
αβέβαιη αστροφεγγιά με οδηγό ένα σημάδι στον ουρανό κι ένα στόχο στην ψυχή, και
το πρωί μας βρίσκει αποπροσανολισμένους. Πήραμε, άραγες το δρόμο του ονείρου
και θα βγούμε νικητές κι ευτυχισμένοι ή απλώς μάς παρέσυρε στο ψέμα ένα
πεφταστέρι;
Ξεκινάμε όλο χαρά και αισιοδοξία, πως μας
περιμένει μια θάλασσα ομορφιάς, κύματα δροσερά και γαληνά. Μα ο δρόμος σύντομα
παγώνει την ανάσα μας και είμαστε μόνοι, ένα μικροσκοπικό τίποτα στη μέση τού
πουθενά κάτω από την πλανεύτρα αστροφεγγιά με τις μάταιες υποσχέσεις.
ΙΙΙ
Κατά τη διάρκεια του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου τα εντός του βάσανα και τα εκτός του κόσμου ωρίμασαν πρόωρα
τον Άγγελο κι άδειασαν την ψυχή του. Παρά ταύτα λαχταρούσε, με κάποια επιφύλαξη
βέβαια, να τελειώσει ο πόλεμος τώρα το δεκαοχτώ και ίσως κάτι νέο να ερχόταν.
Και τον Οκτώβρη ο
ελληνικός στρατός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη και οι Αθηναίοι παραληρούσαν από
χαρά.
Η γρίπη είχε θερίσει
ψυχές και ψυχούλες. Ένα εμβόλιο επιτέλους είχε προκύψει. Μα η νεολαία ανήκει
στο μέλλον και δεν σκοτίζεται για θανάτους και φάρμακα.
Ο Άγγελος, ο Στέργης στην Ομόνοια. Μετά
συναντούν στην Πανεπιστημίου τις περιποιημένες για την περίσταση αδελφές του
Τασούλη κι όλοι μαζί τραβάνε κατά το Σύνταγμα μέσα στο πλήθος.
Χαθήκανε, ξανασμίξανε
και πέρασαν από τη Δάφνη Χριστοφίλη (με την καρδιά του Άγγελου να τρέμει) αλλά
δεν τη βρήκαν. Από το Ζάππειο ξαναγύρισαν στο Σύνταγμα.
Τα κορίτσια ήθελαν
διασκέδαση αλλά η τσέπη του Άγγελου δεν συναινούσε. Μετά ήλθε και Πετρόπουλος,
επαρχιώτης που είχε θείο δικηγόρο και πολιτευτή. Τους είπε ότι περιμένει τους
Χριστοφίληδες.
Σε λίγο έφτασαν η Δάφνη
που τους χαιρετούσε όλο ενθουσιασμό και ο Αργύρης που ήθελε να γίνει
καραβοκύρης, τώρα που ανοίξανε οι θάλασσες.
Τα παιδιά ήταν μαγεμένα
από το ευτυχισμένο πλήθος και ένιωθαν πως η ζωή επιτέλους τους ανήκει! Η νύχτα
πλησίαζε, τα φώτα άναβαν διαδοχικά παντού γύρω, η ομορφιά των κοριτσιών θάμπωνε
το δειλινό με την κυρίαρχη γοητεία της Δάφνης.
Η παρέα αμφιταλαντεύτηκε
λίγο για το πού να πάει, ώσπου ο Νίκος ο Στέργης τους κάλεσε όλους να περάσουν
τη βραδιά στο σπίτι του.
Διασχίσανε το κέντρο της
Αθήνας που γιόρταζε την ειρήνη και φτάσανε στο αρχοντικό των Στέργηδων, στη
Ζαΐμη. Μαζί και ο Άγγελος που συλλογίστηκε τα αξιοθρήνητα ρούχα και παπούτσια
του.
Εκεί ανάμεσα στην
πολυτέλεια, μπροστά στην θερμάστρα ήταν η γιαγιά του Νίκου, η Αριάδνη Στέργη, η
μητέρα του Λύσανδρου Στέργη που χάρηκε στη θέα της νιότης.
Η Αριάδνη Στέργη με
παρελθόν γεμάτο γοητεία και ωραία ζωή της παλαιάς Αθήνας, τώρα στα ογδόντα
νουθετούσε τα εγγόνια της αν και συχνά μονολογούσε πόσο σύντομη είναι η ζωή.
Όλα τα παιδιά την λέγανε
γιαγιά και την αγαπούσαν, μα η Δάφνη περισσότερο.
Εκεί ήταν και η Τζένη, η
αδελφή του Νίκου (μεγαλύτερή του) με της φίλες της που σνόμπαραν την παρέα του.
Ο Πετρόπουλους χαιρέτισε
την Τζένη η οποία αντίς να χαρεί για το τέλος του πολέμου, ανησυχούσε μήπως
χάσει το ταξίδι στο Παρίσι τώρα που τελείωσε ο πόλεμος και δεν θα έχει πολλά έσοδα η σιδηροβιομηχανία του
πατέρα της.
Σε λίγο η παρέα απέμεινε
μόνη της. Ο Νίκος είχε δώσει οδηγίες στην κουζίνα.
Είπανε τον εθνικό ύμνο
και άλλα τραγούδια, ήλθε το κρασί κι άρχισε το γλέντι.
Έπαιξαν κι ένα τραγούδι
που άκουσε η γιαγιά πριν πάει για ύπνο.
Το κρασί κέντριζε τη
διάθεση της παρέας και φλόγισε τα μάγουλα της Δάφνης που καίγανε την καρδιά του
Άγγελου.
Ο Αργύρης, ο Πετρόπουλος,
ο Νίκος, η Στέλλα και φυσικά η Δάφνη που του κρατούσε τα μαλλιά, πίεσαν τον
Άγγελο να πιει περισσότερο κι εκείνος, αισθανόμενος την ευωδία της Δάφνης ήπιε
κάμποσες γερές γουλιές κρασί.
Ο Άγγελος ζαλίστηκε από
το κρασί και την ευτυχία. Ήταν άμαθος και από τα δυο…
Απ΄ έξω μια άλλη παρέα
τραγουδούσε ένα παλιό ερωτικό μελωδικό τραγούδι.
Ο Νίκος και η Δάφνη, ο
Αργύρης και η Στέλλα, ο Άγγελος και η Λένα, το κρασί και ο διάχυτος ερωτισμός.
Το δωμάτιο φλόγιζε μία αδιόρατη ρομαντική ατμόσφαιρα.
Ο Άγγελος δεν γοητεύτηκε
από τη Λένα που τον πλησίασε γιατί το μυαλό του ήταν δοσμένο στην ψυχή και την
ομορφιά της Δάφνης που όμως προτιμούσε το Νίκο.
Η Στέλλα και ο Αργύρης
χαριεντίζονταν με την Ταϊτή όπου ο ερωτισμός είναι δημόσια χαρά και όχι κρυφή
ντροπή.
Ήπιαν και το τελευταίο
και τα κορίτσια φύγανε ευχαριστώντας το Νίκο για την ωραία βραδιά. Κόντευε δέκα
η ώρα.
Ο Νίκος όλο ικανοποίηση
κράτησε το τριαντάφυλλο της Δάφνης και πήγε να πλαγιάσει τραγουδώντας.
Ο Άγγελος επέστρεψε στο
φτωχόσπιτο που του προκαλούσε κατάθλιψη.
Το μεθύσι του έφερε
σύγχυση και κλάματα. Ο πατέρας κατάλαβε ότι το γλέντησε, αλλά η μάνα του τον
έσφιξε και κλαίγανε μαζί. Έτσι έληξε μία από τις πιο ευτυχισμένες μέρες του Άγγελου. Με θρήνο.
ΙV
Το ξύπνημα δεν ήταν
καλύτερο. Κοιτώντας τον καθρέφτη και μονολογώντας, καλωσόρισε την ειρήνη ως
κάτι που έρχεται για να μας κάνει να ξεχνούμε και να μη συλλογιόμαστε.
Ξανακοιτάχτηκε όμως και βρήκε την ασχήμια του ακατανίκητη και εμπόδιο στον
έρωτα.
Βγήκε στην κουζίνα και
νίφτηκε. Από δίπλα άκουγε τον πατέρα να νουθετεί το μικρότερο αδελφό που τον
άκουγε για να τον ακούει, όπως γινόταν και με τον Άγγελο κάποτε. Πέρασε κι
γαλατάς, αλλά μια βδομάδα τώρα δεν παίρνανε γάλα. Εφημερίδα όμως έπαιρνε ο
πατέρας, τη διάβαζε βιαστικά και έφυγε για να βγάλει μεροκάματο. Ο Άγγελος
επέστεψε στο δωμάτιό του, στα βιβλία και στη θλίψη του…
Ο πόλεμος τελείωσε αλλά
ο Άγγελος δεν βρήκε καμία χαρά. Μέσα του καιγόταν από πόθους ανικανοποίητους.
Η μητέρα του τον
ενημέρωσε ότι τους επισκέφτηκε ο ψυχοπονιάρης Παπαδήμας που όλο και κάτι τους
έφερνε.
Αυτή τη φορά τους έφερε
ένα ξεφτισμένο πανωφόρι και η μητέρα τού είπε ότι θα το ράψει για εκείνον γιατί
έρχεται χειμώνας και δεν έχει κάτι να τον προστατεύσει από τον κρύο. Κατάλαβε
όμως ότι η ελεημοσύνη τού Παπαδήμα προκάλεσε δυσφορία στον Άγγελο, ο οποίος
όμως στο τέλος φάνηκε να υποτάσσεται στην ανάγκη.
Σε λίγο ήλθε ο φίλος του
επαρχιώτης, ο Πετρόπουλος, που τον φιλοξενούσε ο θείος και προστάτης του,
δικηγόρος και πολιτευτής φιλοβασιλικός. Βγαίνοντας έξω για βόλτα, έδειξε στον
Άγγελο το ναπολεόνι που του έδωσε ο θείος του και του εκμυστηρεύτηκε πονηρά ότι
με αυτό θα πάει σε ένα… κορίτσι.
Ο Άγγελος έδειξε να μην
καταλαβαίνει και σύντομα ομολόγησε ότι δεν έχει «αγοράσει» ακόμη έρωτα, κάτι
που στάθηκε αφορμή για να τον κοιτάξει ο Πετρόπουλος με… οίκτο.
Ύστερα τον δηλητηρίασε
λέγοντάς του ότι χτες η Δάφνη ρίχτηκε για τα καλά στο Στέργη. Ο Άγγελος έκρυψε
τον πόνο του, αλλά ο Πετρόπουλος συνέχισε τα σχόλιά του.
Συνέχισαν τη βόλτα και ο
Άγγελος ήλπιζε ότι θα τον κερνούσε ο Πετρόπουλος γλυκό, αλλά εκείνος προτίμησε
να κάτσουν σ΄ ένα παγκάκι και να κοιτάνε τα περαστικά κορίτσια.
Εκεί ο Πετρόπουλος
φλυαρούσε για το θείο του που τον συμβούλευε να μην πάει να σπουδάσει ιατρική
αλλά νομική, αφού τα νομικά ανοίγουν
πόρτες, και για το κορίτσι που θα πλήρωνε για έρωτα με το ναπολεόνι.
Το μυαλό του Άγγελου
ήταν στη Δάφνη. Ένιωθε ότι δεν της αξίζει αφού δεν έχει χρήμα και ομορφιά. Όμως
ήταν αφόρητο να του το λέει ο Πετρόπουλος, έμμεσα βέβαια αλλά κατάμουτρα και
γύρισε σπίτι να δει πώς στην ευχή θα πορευτεί.
Δεν είχε τις δυνατότητες
και τη μεθοδικότητα του Πετρόπουλου που εκμεταλλευότανε τις ευκαιρίες και είχε
στη ζωή του προοπτικές.
Στο μυαλό του
ερχόντουσαν εικόνες σκόρπιες: το ναπολεόνι του Πετρόπουλου, μία αίσθηση γυμνού
κορμιού και ανεκπλήρωτου πάθους αλλά και τα ονειρικά και απλησίαστα μάτια της
Δάφνης…
Τώρα ένιωσε φυλακισμένος
μέσα στην κάμαρή του και πνιγόταν από την αίσθηση ότι δεν είχε ελπίδες με τη
Δάφνη, αφού ο ίδιος ζούσε στη φτώχια και την απόγνωση.
Βγήκε στο δρόμο να
γλιτώσει από τις μαύρες σκέψεις του κι είδε τη γειτόνισσά του, μία ξένη δασκάλα
που αγαπούσε. Ήταν καλή ψυχή, εντελώς ξεκομμένη από την πατρίδα της και
παρέδιδε μαθήματα ζώντας συνεχώς μέσα στο αλκοόλ.
Πιο πέρα καθόταν ένα
παραδοσιακό κορίτσι που κεντούσε τα σχέδιά του σ΄ ένα στεφάνι. Απέναντι έμενε
μία ιδιότροπη και καταπιεστική γυναίκα που 15 χρόνια δεν έλεγε να δώσει
διαζύγιο στον άντρα της. Είχε δυο κορίτσια πολύ συμπαθητικά που ξυπνούσαν τη
σεξουαλικότητα του Άγγελου.
Προχωρώντας προς τις
φτωχογειτονιές συνειδητοποίησε ότι υπάρχουν και πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι από
εκείνον εκτός εάν ήταν η ιδέα του, σκέφτηκε, όταν είδε τον επαρχιώτη αλλά φτωχό
Πασπάτη με την καλή καρδιά που πήγαινε στη προτελευταία τάξη και για να τα
βγάλει πέρα δούλευε εδώ κι εκεί. Αλλά συμπτωματικά το δωμάτιό του το χτυπούσε ο
ήλιος και οι άλλοι ζηλεύανε την τύχη του Πασπάτη…
Ο Πασπάτης ψωμοζούσε.
Ήταν πολύ ψηλός και αδύνατος αλλά είχε όραμα και αυτοπεποίθηση καθώς ήλπιζε να γίνει εύελπις, ο ψηλότερος.
Έβγαζε πολύ λίγα χρήματα
αντιγράφοντας σελίδες από βιβλία για άλλον κόσμο. Ήταν καλλιγράφος και αυτό
βοηθούσε.
Αντέγραφε με πολύ κόπο
και σημειώσεις παλαιοτέρων φοιτητών για τους νεότερους. Ο Άγγελος ήθελε να του
ζητήσει παρόμοια δουλειά αλλά δεν τολμούσε. Στο παρελθόν είχε κάνει μια
απόπειρα, αλλά ή μάνα του τον απέτρεψε για να του προστατεύσει την υγεία του.
Σε λίγο ακούστηκαν οι
νότες τού πιάνου μιας κοπέλας από ευκατάστατη οικογένεια και ο Πασπάτης είπε
στο Γιαννούζη ότι τέτοιο σπίτι, σαν της κοπέλας, θα αποκτήσει. Ο Άγγελος του
είπε για τον Πετρόπουλο αλλά ο Πασπάτης έβγαλε τον Πετρόπουλο ψεύτη και
καυχησιάρη.
Από δίπλα ακουγόταν ο
βήχας ενός κοριτσιού με φυματίωση που ο Πασπάτης και οι άλλοι θέλανε να διώξουν
από το σπίτι για να μην τους κολλήσει. Η κοπέλα αυτή για να ζήσει δίπλωνε
συνεχώς ατελείωτες στοίβες χαρτιού.
Ο Άγγελος δεν άντεξε και
έφυγε με τρόπο. Έμμεσα θαύμασε τον Πασπάτη για το κουράγιο του.
Μετά του απέσπασε την
προσοχή μία περαστική ευωδιαστή κοπέλα και ταυτόχρονα θυμήθηκε το κορίτσι με τη
φυματίωση και του μπήκε η ιδέα πως τώρα θα αρχίσει να βήχει κι αυτός και θα αρρωστήσει και θα πεθάνει.
Επέστρεψε σπίτι
απελπισμένος. Η μητέρα του τον παρηγόρησε χαϊδεύοντάς τον στα μαλλιά. Ο αδελφός
του μπρούμυτα, έφτιαχνε σχέδια με σπίρτα και οι σόλες του έχασκαν τρύπιες.
Το βραδάκι πέρασαν ο
Στέργης, ο Πετρόπουλος, η Δάφνη και ο αδελφός της ο Χριστοφίλης που ανησυχούσαν
για τη Λένα γιατί αρρώστησε βαριά. Βγήκαν όλοι μαζί να περπατήσουν.
Η παρέα τους ήταν
γιατρικό για όλους. Τώρα όμως που τη ζύγωσε ο θάνατος ο καθένας άρχισε να
κλείνεται στα δικά του: ο Νίκος να πλησιάζει τη Δάφνη που τον ήθελε και ο
Άγγελος να μην τολμάει να πει τον πόνο του στον Πετρόπουλο, λόγω της παρουσίας
του Χριστοφίλη.
Αλλά ο Πετρόπουλος του
θύμισε την κουβέντα τους για τη Δάφνη και το Νίκο κι ο Άγγελος αναστέναξε. Οι
άλλοι απέδωσαν την κακοκεφιά του στην ιδιοτροπία του. Ο Στέργης τον χάιδεψε στο
μάγουλο,
η Δάφνη προσπάθησε να
του φτιάξει το κέφι κι εκείνος διχάστηκε. Τελικά δεν άντεξε και έφυγε προς
έκπληξη τον υπολοίπων.
Επέστρεψε στη γεμάτη
στέρηση και πίστη κάμαρη του Πασπάτη και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει στις
αντιγραφές. Δεν είχαν άλλη πένα και ο Άγγελος επιμένοντας με πείσμα, πήρε τη
θέση του Πασπάτη για να τον ξεκουράσει, όπως είπε. Πάντως ο ίδιος ένιωθε πως
εδώ ήταν η θέση του και όχι μέσα στη ξέγνοιαστη παρέα του Νίκου, της Δάφνης,
του Χριστοφίλη και του Πετρόπουλου.
V
Το καλοκαίρι του 1919 τα
παιδιά τελειώνανε πια το Γυμνάσιο και άπλωναν τα φτερά τους.
Ο χειμώνας αρρώστησε τη
Λένα και τη Στέλλα που παραλίγο να πεθάνει. Η Δάφνη παράσταινε τη μελαγχολική
και δεν ήθελε να δώσει πολύ θάρρος στο Στέργη.
Στις αρχές τού χρόνου ο
πατέρας έμεινε χωρίς δουλειά και η οικογένεια του Άγγελου κυριολεκτικά
πεινούσε. Πουλήσανε το φτωχονοικοκυριό τους για να ζήσουν αλλά και πάλι… Έτσι ο
Άγγελος αναγκάστηκε να ζητήσει 300 δραχμές δανεικά από το Στέργη, κρύβοντας τον
πραγματικό λόγο, αλλά σιχάθηκε τον εαυτό του από την ταπείνωση που υπέστην.
Την άνοιξη ο πατέρας
ξανάπιασε δουλειά που όμως δεν μπορούσε να ξεπληρώσει το χρέος κι έτσι ο
Άγγελος ένιωσε υποταγμένος στο Στέργη.
Το Μάη η Σμύρνη ήταν
ελληνική και το όραμα της Μεγάλης Ιδέας έδειχνε να παίρνει σάρκα και οστά. Ο
κόσμος άρχισε να ελπίζει πως τώρα που η πατρίδα μεγάλωσε, θα ερχόντουσαν
καλύτερες μέρες για όλους.
Τα παιδιά διάβαζαν για
τις εξετάσεις. Ο Άγγελος αισιοδοξούσε πως θα μπορούσε επιτέλους να βρει μια
δουλειά και να ξεπληρώσει το χρέος του. Ο Πασπάτης είχε ακόμη μία χρονιά. Το
κορίτσι με τη φυματίωση, ένα κέρινο ομοίωμα, έφυγε για το χωριό της με τη
μάταιη πεποίθηση ότι θα επέστρεφε.
Τον Ιούλιο τελείωσαν οι
εξετάσεις και «άρχιζε η ζωή». Ο Άγγελος
ήταν πλέον πολύ αισιόδοξος για το μέλλον του και τη Δάφνη. Αισθανόταν ότι τώρα
μπορούσε να βασιστεί στις δυνάμεις του και να προκόψει.
Ο Στέργης κάλεσε τα
παιδιά στο κτήμα. Παντού γέλια και χαρά!
Τα νιάτα γιόρταζαν το
ξεκίνημά τους!
Το κτήμα ήταν πανέμορφο
και η νύχτα τούς πλησίαζε φορτωμένη γλύκα και ερωτισμό.
Μονάχα ο περιβολάρης τα
έχασε γιατί τού χαλάσανε τη σειρά.
Το μεθύσι τής φύσης
έσμιξε με το κρασί που ήπιαν τα δροσερά νιάτα.
Ο Στέργης αισιοδοξούσε:
ο κόσμος είναι δικός μας! Την ίδια ώρα που το κορίτσι της φυματίωσης
αργοπέθαινε και ο Πασπάτης χάραζε τη νικηφόρα πορεία του, ο Άγγελος ένιωσε μια
γλυκιά φωνή να τον τυλίγει τρυφερά, μόνο που δεν μπόρεσε να προσδιορίσει την
προέλευσή της και ύστερα ένα φιλί από γυναίκα που χάθηκε στη νύχτα.
Μα ποια ήταν αυτή η
γυναίκα; Ή μήπως ήταν πλάσμα της φαντασίας που μόνο η θλίψη και η μοναξιά επινοούν;
Το δίχως άλλο ο Άγγελος
ήταν στ΄ αλήθεια μεθυσμένος αλλά και πάλι, δεν μπορεί μία τέτοια αίσθηση να
ήταν ολότελα πλαστή!
Τα παιδιά βρέθηκαν στις
κούνιες. Ο Στέργης σπρώχνει τη Δάφνη προς τον ουρανό και της μιλάει για αγάπη
κι εκείνη ανταποκρίνεται θετικά αλλά αόριστα και σχεδόν ποιητικά. Η δύναμή του
είναι υπερβολική και σώζει τη Δάφνη, που φωνάζει τρομαγμένη, πιάνοντάς την στον
αέρα.
Τα παιδιά μαζεύονται
εκεί κοντά και η αστροφεγγιά τα συνεπαίρνει.
Αν και νιώθουν πως η
ξέγνοιαστη παρέα και η συντροφιά τους δεν έχουν πλέον πολύ μέλλον, ωστόσο
θέλουν να αναζητήσουν το αστέρι του ο καθένας, αλλά ο Άγγελος τους αποθαρρύνει:
«Πέρασε η νύχτα. Δεν είναι όλα τα αστέρια στον ουρανό...».
Όμως ο Χριστοφίλης
μίλησε για το άστρο που διάλεξε και του υποσχόταν στη ζωή πολλά ταξίδια.
Ο Στέργης είπε ότι το
αστέρι της Δάφνης ήταν η Αφροδίτη, το άστρο της αγάπης, ο Άγγελος τον αποπήρε,
ο Χριστοφίλης απέδωσε την επιθετικότητα του Άγγελου στο μεθύσι, τα παιδιά
σώπασαν και η Στέλλα, που δεν ήταν η πιο όμορφη της παρέας είπε πως πέρασε
είναι αργά και πρέπει να φύγουν.
Πάνω που τα παιδιά
σηκώθηκαν, ο Πετρόπουλος τούς έδειξε ένα καράβι στη θάλασσα που ξύπνησε στη
Λένα το αίσθημα της φυγής για κάπου μακριά.
Τα κορίτσια ξάπλωσαν
αλλού και τα αγόρια αλλού μα ο Άγγελος αγρυπνούσε με την σκέψη της Δάφνης και
του άστρου της αγάπης.
Σηκώθηκε και κατέβηκε
στο περιβόλι και του πέρασε από το νου να πεθάνει, αφού η ζωή του στέρησε μαζί
με όλα τα άλλα και την αγάπη.
Προσπάθησε να φύγει.
Σκαρφάλωσε σε ένα τοίχο και μάτωσαν τα χέρια του. Τα σκυλιά ξύπνησαν τον
περιβολάρη κι εκείνος βρήκε τον Άγγελο. Του περιποιήθηκε τις πληγές και τον
ρώτησε τι έκανε εκεί.
Ο Άγγελος του αποκάλυψε
ότι ήθελε να φύγει από εκεί με τα πόδια και ο περιβολάρης απόρησε με τον
παραλογισμό του, αφού η απόσταση τής επιστροφής είναι πολλά χιλιόμετρα.
Καθίσανε να πιουν κρασί
με πρωτοβουλία του περιβολάρη και ο Άγγελος του εκμυστηρεύτηκε ότι νιώθει μόνος
και απελπισμένος και δεν θέλει οι άλλοι να τον λυπούνται.
Ο περιβολάρης κατάλαβε
ότι το παιδί είναι ερωτοχτυπημένο και
γύρεψε να το συνεφέρει όπως ξέρουνε οι σκληραγωγημένοι άνθρωποι της αγροτιάς
(«θες ένα χέρι ξύλο»). Ο Άγγελος που αισθάνθηκε ότι η κουβέντα του έκανε καλό,
τον ευχαρίστησε και πήγε για ύπνο.
Το πρωί τα παιδιά
λυπήθηκαν, και η Δάφνη πιο πολύ, που είδαν τα χέρια του Άγγελου σε κακό χάλι.
Εκείνος δικαιολογήθηκε πως ήταν ατύχημα, ότι έπεσε στους θάμνους. Μετά όλοι
κατεβήκανε και παίζανε στη θάλασσα. Μόνο ο Άγγελος που καθότανε παράμερα,
ανυπομονούσε να φύγει. Δεν άντεχε τις ευτυχίες των φίλων του.
VI
Ο πατέρας του Άγγελου,
με δραματικό τρόπο, ομολογεί την αδυναμία του να ζήσει από εδώ και πέρα την
οικογένειά μόνος του και ζητά τη βοήθεια του Άγγελου, παροτρύνοντάς τον μάλιστα
να επιδιώξει διορισμό στο δημόσιο που εγγυάται σταθερό μισθό και ο Άγγελος τον
διαβεβαιώνει ότι θα βγει στην αγορά εργασίας. Όλοι τους είναι αισιόδοξοι για το
μέλλον.
Ο πατέρας του τού έδωσε
πολλές συστάσεις και τον συμβούλεψε να θυμίζει στους ανθρώπους που έχουνε
γνωριμίες ότι πλέον τελείωσε το Γυμνάσιο. Ο Άγγελος πήρε τους δρόμους χτυπώντας
πόρτες και πόρτες, ζητώντας δουλειά ή και διορισμό. Αλλά δεν έβρισκε
ανταπόκριση.
Ο πατέρας του τον
συμβούλευε να κάνει υπομονή, να μη χάνει το κουράγιο του, να πηγαίνει και να
ξαναπηγαίνει στους δυνατούς ζητώντας τη μεσολάβησή τους, εκείνοι φυσικά του
έδιναν κούφιες υποσχέσεις και ο Άγγελος άρχισε να συνειδητοποιεί πως όλη αυτή η
διαδικασία τον ευτέλιζε, του έπληττε την αξιοπρέπεια. Αλλά ο πατέρας του
επέμενε…
Παρά ταύτα ο Άγγελος
συνέχισε να επισκέπτεται διάφορα πρόσωπα που υποτίθεται είχαν γνωριμίες με
υπουργούς και εκείνοι πάλι συνέχιζαν την κοροϊδία.
Ώσπου η μητέρα του τού
θύμισε το φίλο του το Στέργη που τον αγαπά και του οποίου ο πατέρας έχει
επιχείρηση. Ο Άγγελος ντρεπόταν γιατί δεν του είχε εξοφλήσει ακόμη τα δανεικά
αλλά η μητέρα του τού είπε ότι θα τα ξοφλήσει όταν πιάσει δουλειά.
Κι ο φίλος του ο
Πασπάτης συμφώνησε να πάει στο Στέργη γιατί τώρα που τελείωσε το Γυμνάσιο και
ενηλικιώθηκε αρχίζουν τα δύσκολα και καλά θα κάνει να αφήσει τις ντροπές.
Ο ξέγνοιαστος Νίκος τον
υποδέχτηκε καλόκαρδα και του υποσχέθηκε ότι θα μιλήσει στον πατέρα του κι ότι
θα κάνουνε ό,τι μπορούνε. Ο Άγγελος τον ευχαρίστησε και έφυγε.
Ο Στέργης δεν
ανταποκρινόταν και ο Άγγελος πιεζόμενος από τη μητέρα τον επισκέφτηκε πάλι.
Εκείνος τον πήρε μαζί του και του είπε καλύτερα να πάνε να μιλήσει ο ίδιος ο
Άγγελος στον πατέρα του.
Ο Λύσανδρος Στέργης τον
καλοδέχτηκε μέσα στο χώρο της επιχείρησής του και του είπε πως θέλει παιδιά
τίμια και εργατικά σαν αυτόν. Ο Άγγελος έφυγε πανευτυχής και ύστερα από ένα
μήνα οδυνηρής ανυπομονησίας, ο Νίκος του έφερε τα καλά νέα. Το ίδιο βράδυ ο
Λύσαντρος Στέργης του έδωσε τις πρώτες οδηγίες στο σπίτι του όπου ο Άγγελος τον
επισκέφτηκε με το Νίκο.
Τη νύχτα ο Άγγελος
ένιωθε πως δεν άντεχε να είναι υπάλληλος και εξαρτημένος από το Στέργη. Ήταν
και η σκέψη της Δάφνης που τον έτρωγε…
Η πρώτη αίσθηση ήταν
απογοητευτική. Του δώσανε να καταγράφει αποδείξεις σε ένα κατάστιχο. Δίπλα του,
ένας πρόωρα γερασμένος υπάλληλος τον συμβούλεψε να μην πάθει ό,τι και ο ίδιος
που αρχικά ήθελε να δουλεύει για να σπουδάσει, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τις
σπουδές και συνήθισε το μηνιάτικο και το κατάστιχο. Η συνήθεια είναι αρρώστια,
τον προειδοποίησε.
Το διπλανό άρρωστο
κορίτσι που πνιγόταν στα χαρτιά και η μυωπία του τμηματάρχη έπειθαν τον Άγγελο
ότι η ζωή που έψαχνε απείχε πολύ από το μπουντρούμι όπου εργαζόταν.
Αυτοί οι τέσσερις
υπάλληλοι εργάζονταν σε ένα μουχλιασμένο και ανήλιαγο περιβάλλον από το οποίο,
που και που, ο Λύσαντρος Στέργης με πολύ ευχάριστο τρόπο ζητούσε κάποια
πληροφορία, χρήσιμη για εκείνον..
Ο Άγγελος άρχισε να
συνειδητοποιεί ότι ο φίλος του ο Νίκος με το περιποιημένο παρουσιαστικό στο
σχολείο, πραγματικά και τότε ανήκε σε άλλη κλάση και τώρα, αφού βρισκόταν σε
ένα ολοφώτεινο γραφείο γεμάτο ζωή και ήταν δέκτης σεβασμού. Κάποτε τον έβλεπε
τυχαία μόνο ήταν φεύγανε και δεν λέγανε κάτι περισσότερο από τα τυπικά.
Έτσι ο Άγγελος αντάμωνε
με τον Πασπάτη και του έλεγε τα σώψυχά του, όπως τότε που ο Νίκος και η Δάφνη
τον περιεργάστηκαν στο θλιβερό εργασιακό του περιβάλλον και φεύγοντας του
αφήσανε τη δυστυχία, που τους είδε ευτυχισμένους να βαδίζουν προς τον έρωτα.
Ο Πασπάτης προφανώς
γύρεψε να τον συνετίσει με το ρεαλισμό του και παρ΄ ότι ο Άγγελος μέσα του
έγινε πυρ και μανία, ωστόσο βγήκε μαζί έξω στην καλοκαιριάτικη πνιγερή νύχτα,
όπου ακούγονταν οι νότες του πιάνου ενός κοριτσιού με κοκκαλιάρικα δάχτυλα.
Η αφοσιωμένη ραφρτούλα, τα πεινασμένα
φτωχόπαιδα γύρω από το τραπέζι, ο νέος που
διαβάζει, ο άρρωστος στο κρεβάτι και τόσος άλλος κόσμος γύρω…
Όλοι οι άνθρωποι
πονούνε, μονολογούσε ο Πασπάτης. Εσύ, λέει στον Άγγελο ονειρεύεσαι τη Δάφνη,
άλλος το ψωμί, άλλος το ένα κι άλλος το άλλο, ο καθένας τα δικά του.
Αντιγράφοντας χιλιάδες σελίδες έμαθα, ότι η σοφία δεν δίνει ευτυχία και κακώς
βιάζεσαι να τα κερδίσεις όλα μονομιάς, θα σπάσεις το κεφάλι σου.
Μια βδομάδα μετά, ο
Πασπάτης έκανε την πρώτη του αιμόπτυση. Ο Άγγελος τον βρήκε στο κρεβάτι
ανήμπορο και δίπλα του ήταν ένα φοιτητής της νομικής, ο γιατρός και η
σπιτονοικοκυρά.
Ο Πασπάτης αρνήθηκε να
γράψουνε στους δικούς του, τη στιγμή που είχε ανάγκη από βοήθεια, αν ήθελε να
αναρρώσει κάποτε. Προφανώς τον σακάτεψε το γράψιμο και ο εγκλεισμός του.
Ο Άγγελος συγκλονισμένος από την άδικη μοίρα
του Πασπάτη δεν βρίσκει παρηγοριά στη θρησκεία. Επιστρέφοντας στο σπίτι
αμίλητος και σε κακή κατάσταση, κατατρόμαξε τους γονείς του. Κουβαλούσε
στη σκέψη τον άρρωστο
Πασπάτη και τα χαμένα του όνειρα και την τύχη του φυματικού κοριτσιού. Θυμήθηκε
τον καταφερτζή Πετρόπουλο που επέκρινε τον Πασπάτη για το αντίθετο κι αμέσως
ένιωσε τύψεις που δεν άφησε χρήματα στον Πασπάτη. Έτρεξε νυχτιάτικα στο σπίτι
του και τον βρήκε πάλι να αντιγράφει τα ματωμένα χειρόγραφα.
Δάκρυζαν κι
αγκαλιάστηκαν. Τον έβαλε πάλι να ξαπλώσει και του έδωσε τις δέκα δραχμές που
είχε όλες κι όλες, λέγοντας ψέματα ότι είχε κι άλλα χρήματα.
Η φιλία και η αγάπη του
Άγγελου έφερε στον Πασπάτη γαλήνη και ύπνο και ο Άγγελος έφυγε με μία γλύκα
στην καρδιά του που έκαμε το καλό.
Κι όμως, του έτρωγε το
νου ότι ο Πασπάτης θα πεθάνει όπως πεθαίνουν όλοι οι άνθρωποι και να σου η
Δάφνη πάλι στην σκέψη του που είναι τόσο όμορφη και δεν είναι σωστό να πεθάνει!
Γυρνώντας στο σπίτι
βρήκε ένα κομμάτι χαρτί, μία πρόσκληση της Δάφνης και της παρέας να πάει στο
Φάληρο, όπου τελικά δεν πήγε αλλά κράτησε το χαρτάκι, για να έχει κάτι από τη
Δάφνη...
Θυμήθηκε ένα βράδυ που
τα παιδιά είχανε χωριστεί σε ζευγάρια και η Δάφνη χαριεντίζονταν δίπλα του
κόβοντάς του την ανάσα. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι η Δάφνη απλώς παίδευε το
Στέργη γιατί είχανε μαλώσει κι ούτε που νοιάστηκε για το πόσο υπέφερε και ο
Άγγελος.
Ύστερα του ξαναήλθανε
στο νου δειλές, ερωτικές φαντασιώσεις με αφορμή τότε που έπεσε ένα κουμπάκι της
μπλούζας της Δάφνης ή όταν αναφώνησε πως την πόνεσε το πόδι της. Και στις δυο
περιπτώσεις ο Άγγελος παραδόθηκε στην έκσταση της ιδεατής γυναικείας σάρκας η
του γυμνού ποδιού της που νοερά ξεγύμνωνε με ξαναμμένη απληστία.
Ο ετοιμοθάνατος Πασπάτης
και η διάχυτη θλίψη του κόσμου από τη μια, η ομορφιά της Δάφνης από την άλλη
και πιο πέρα το μακάριο ροχαλητό του πατέρα τού Άγγελου που αποπνέει μία
αίσθηση γαλήνης και που θα ήθελε και ο Άγγελος να κατακτήσει, ώστε να αποδεχθεί
την υφιστάμενη τάξη του κόσμου που ισορροπεί με όλα τούτα μέσα του.
Η εξωτική γοητεία της
νύχτας αδιαφορεί για την μοίρα του Πασπάτη και ο Άγγελος θα προτιμούσε να μη
θυμάται τίποτε, μα πλησιάζοντας στο παράθυρο, τα βλέφαρα κλείνουν και τα μάτια
της φαντασίας του γεμίζουν με αλλόκοτες εικόνες: τον φίλο του να κατεβαίνει στη
γη σαν άγγελος και την ανάερη Δάφνη μισόγυμνη να λικνίζεται ανάμεσα σε χαρά και
θλίψη.
VΙΙ
Το φθινόπωρο,
εμφανίστηκε ο Πετρόπουλος ανανεωμένος και… διορισμένος. Επισκεπτόμενος τα
γραφεία τού Στέργη, τάχα παραπονιέται (προκλητικά βεβαίως) μπροστά στον Άγγελο
που δουλεύει σκυμμένος, ότι όλη μέρα στο
δημόσιο κάθεται σε μια καρέκλα, ενώ ο Άγγελος έχει και δικό του γραφείο και
εργασιακές υποχρεώσεις. Επρόκειτο, φυσικά, για επίδειξη και υποκρισία. Αυτός
ήταν άλλωστε ο καταφερτζής Πετρόπουλος, ο οποίος τώρα, μαζί με το Νίκο το
Στέργη, πέρασαν στο άνετο γραφείο του Νίκου και μιλάνε για… γυναίκες.
[Η παθολογία του
ελληνικού δημοσίου που προσλαμβάνει υπαλλήλους αλλοπρόσαλλα.]
Προς το μεσημέρι πέρασε
και ο Αργύρης (αδελφός τής Δάφνης) πολύ απογοητευμένος που δεν κατάφερε ακόμη
να μπαρκάρει με το θείο του, μα ο Πετρόπουλος τού είπε ότι καλύτερα έτσι γιατί
εδώ τον χρειάζεται η πατρίδα.
Αργότερα, και οι τρεις
τους πήραν τον Άγγελο και βγήκαν να περπατήσουν. Ο Πετρόπουλος δεν έδειξε να
συγκινείται με την ασθένεια τού Πασπάτη. Αγωνιούσε για την υγεία τού θείου του
τον οποίο συνεχώς εγκωμίαζε, σε πείσμα τής αδιάφορης συντροφιάς του.
Ο Άγγελος ανατρίχιασε
σαν άκουσε το Στέργη να λέει ότι τώρα θα βλέπονται πιο συχνά και ότι θα
έρχονται μαζί τους και τα κορίτσια. [Είχε τον καημό τής
Δάφνης…]
Στο πανεπιστήμιο άρχισαν
να καταφθάνουν φοιτητές γεμάτοι αισιοδοξία. Τα παιδιά τής συντροφιάς έκαναν τις
επιλογές τους: η Στέλλα στη φιλολογία, η Λένα οικιακά, η Δάφνη στα γαλλικά, ο
Αργύρης για μηχανικός πλοίων, ο Πετρόπουλος και ο Νίκος νομικά και ο Άγγελος ήθελε
τα πάντα και τίποτε.
Αλλά στο τέλος ο πατέρας
του τον παρακίνησε να διαλέξει τη
φιλολογία η οποία και δεν κόστιζε και διορισμό θα του έδινε. Εξάλλου είχε κλίση
στα γράμματα. Ο Λύσαντρος Στέργης τού έδωσε άδεια να παρακολουθεί τα πρωινά μαθήματα
(δουλεύοντας περισσότερες ώρες τα απογεύματα) και ο Άγγελος τώρα χάρηκε λίγο
που μπορούσε να σπουδάζει και παράλληλα να βοηθάει κάπως την οικογένειά του.
Ωστόσο ο Άγγελος, από το
πρώτο μάθημα ένιωσε μεγάλη δυσφορία. Του φάνηκαν όλα στραβά: οι συμφοιτητές του
και ο χώρος διδασκαλίας δίχως ζωή, ο καθηγητής του ανιαρός, μικρόψυχος και
κακεντρεχής και οι συνάδελφοί του ανυπόφοροι. «Χαμένος χρόνος» το πανεπιστήμιο,
συλλογιόταν όλο και πιο έντονα.
Τον προσέγγισε ένας
κοντός, φτωχός αλλά φιλόδοξος δευτεροετής φοιτητής, που επιζητούσε την προσοχή
των άλλων επιδεικνύοντας υποτίθεται την πολυμάθειά του, κάτι που έπεισε ακόμη
πιο πολύ τον Άγγελο ότι το πανεπιστήμιο ήταν «χαμένος χρόνος».
Στην αίθουσα διδασκαλίας
(αμφιθέατρο) ο Άγγελος ένιωθε σαν ξένος ή ότι τίποτε από αυτά δεν τον αφορούσε.
Η φίλη του Στέλλα, η
οποία τώρα έγινε και συμφοιτήτριά του, δεν έβλεπε κάτι το παράξενο στη
φιλολογία. Όλα τής φαινόντουσαν σωστά. Αντίθετα, ο Άγγελος ήτανε τόσο
απελπισμένος που τα έβλεπε όλα εκεί μέσα μαύρα και νεκρά, ακόμη και τη Στέλλα
την έβλεπε σαν τη νεκρή αδελφή του. Η επιστήμη του τον γέμιζε θλίψη και νόμιζε
πως έτσι θα ένιωθαν και οι συμφοιτητές του, αφού σπούδαζαν κάτι που βιωνόταν
(από τον ίδιο) ως ματαιότητα και βάσανο.
Έβλεπε τον Πετρόπουλο
και το Στέργη χαλαρούς και άνετους, που σχεδίαζαν να τελειώσουν το νομικά
όπως-όπως και τους ζήλευε που ήταν χαρούμενοι φοιτητές.
Ο Αργύρης Χριστοφίλης
(αδελφός της Δάφνης) σύστησε στον Άγγελο την γειτόνισσά του Έρση που σπούδαζε
νομικά και ήταν φιλενάδα της Δάφνης. Η Έρση στην αρχή δεν έδειξε ενθουσιασμό
(προφανώς δεν ήταν του γούστου της η παρέα τού Στέργη με την ελαφρότητά της)
αλλά μετά κατάλαβε ότι ο Άγγελός ήταν διαφορετικός και τα βρήκανε μαζί. Δώσανε
ραντεβού στο «Μαύρο Γάτο», ένα μακρόστενο καφενείο, στέκι διανοουμένων και προβληματισμένων
νέων που είχανε μέσα τους μία φλόγα και όχι
ρηχές βλέψεις και τα συνηθισμένα,
αυτονόητα και αναμενόμενα όνειρα του συρμού Εκεί ένιωσε σα στο σπίτι του, ότι τού
ταίριαζε η ατμόσφαιρα, το πνευματικό
περιβάλλον.
Οι θαμώνες του «Μαύρου
Γάτου» δεν είχαν ως προτεραιότητά τους το πτυχίο. Ατημέλητοι αλλά καλόκαρδοι,
φτωχοί αλλά και εραστές τής ζωής, επίδοξοι ποιητές και καλλιτέχνες, αργόσχολοι
οραματιστές και θεατρίνοι, όλοι τους νέοι με στόχο έναν κόσμο καλύτερο.
Εκεί ο Άγγελος ένιωσε
ότι βρέθηκε σε οικείο χώρο, με τόσους συνομηλίκους και συνοδοιπόρους που είχαν
μέσα τους το σπόρο τής αναζήτησης και του αφοσιωμένου προβληματισμού.
Ο Πετρόπουλος τον
επέκρινε για την επιλογή του αυτή (το διέδωσε και στην παρέα προφανώς για να
τον δυσφημίσει) και του θύμισε πως αν θέλει να πάει μπροστά, θα χρειαστεί γερές
γνωριμίες και όχι παρέες με «χασομέρηδες».
Ο Άγγελος θύμωνε πλέον
με τις επικρίσεις τού Πετρόπουλου που είχε ψυχή παράσιτου και αποζητούσε να
ανέβει ψηλά με κάθε τρόπο.
Από την άλλη, ήταν
φανερό πια ότι η αλλοτινή σχολική συντροφιά είχε παρακμάσει. Ο καθένας τραβούσε
το δρόμο του και έφτιαχνε τις δικές του συντροφιές, το δικό του κύκλο. Εκείνος
όμως που έδειχνε να ξεκόβει πια ολότελα, ήταν ο Άγγελος. Όσα έβλεπε (ρούχα και
στολίδια) και άκουγε (για ταξίδια,
γυναίκες κοκ) από το Νίκο και τον
Πετρόπουλο, ήταν για εκείνον μία παραφωνία.
Ήταν βέβαιος ότι τον
συνέπαιρναν ο αγέρας τού «Μαύρου Γάτου» και ο αδελφός τού ιδιοκτήτη με τα
βιβλία και τους στίχους του, ο οποίος
δέσποζε στον κύκλο τών… χασομέρηδων, όπως αποκαλούσε (ο επιτήδειος Πετρόπουλος)
αυτούς τους ανιδιοτελείς και πνευματικά ανήσυχους νέους.
Τα χειμωνιάτικα βράδια,
ήταν κάποτε χαρά ανείπωτη να πηγαίνει με την Έρση στο στέκι των διανοουμένων
και των καλλιτεχνών να τους ακούει να μιλάνε για ποίηση, θέατρο και ζωγραφική
και για τα μελλοντικά τους σχέδια τα οποία όμως παρέμεναν σχέδια επί χάρτου…
Επί ώρες μιλούσαν και
έκριναν άλλους φτασμένους δημιουργούς και ζούσαν σε κατά φαντασίαν πελάγη
πνευματικού οίστρου. Ειδικά ο θεατρίνος ερμήνευε ακούραστος μονολόγους τού
Σαίξπηρ και του αρκούσαν οι επευφημίες και τα γενναιόδωρα σχόλια για να ξεχάσει
την πείνα, το κρύο και τη φτώχεια του. Τι υπέροχες βραδιές! Τι όμορφη ζωή!
Ένα βράδυ, ήλθαν δυο
τρεις άσχετοι. Ένας ψηλός (το χλωμό παιδί), που διάβαζε ρωσική λογοτεχνία και
μιλούσε για Ντοστογιέφσκι και το Ρασκόλνικωφ [είναι ο ήρωας στο
Έγκλημα και Τιμωρία], ψιθύρισε πως είναι χαφιέδες και ότι τον
παρακολουθούν, όπως και αποδείχτηκε, γιατί ο ψηλός, χάθηκε για έναν καιρό.
Οι θαμώνες αναζήτησαν το
χλωμό παιδί στη φτωχογειτονιά του
όπου όμως επίσης αγνοούνταν. Όταν επανήλθε στο στέκι, ήταν σκιά του εαυτού και
σιωπηλός. Ο Άγγελος τον συμπόνεσε και προβληματίστηκε για την τύχη αλλά και για
την αδικία που υπέστην ο ψηλός.
[Προφανώς η Ασφάλεια συνέλαβε τον ψηλό και ίσως
τον τρομοκράτησε ή και τον βασάνισε για τις (ανατρεπτικές του) ιδέες.]
Κάποτε, ο Άγγελος
βρισκότανε με την παλιά παρέα, όπου τον καλοδεχόντουσαν, αλλά ο ίδιος ένιωθε
την ευγένειά τους σαν τέχνασμα, ότι τον θέλανε μαζί τους από οίκτο, ότι ποτέ
δεν τους αγάπησε και δεν τον αγάπησαν, ότι εκείνοι είχαν το αστέρι τους που
τους οδηγούσε ενώ αυτός…
Μια βραδιά, η Δάφνη
πέρασε από το καφενείο για να βρει την Έρση κι εκείνη την ώρα ερχότανε ο
Άγγελος με ένα ποίημά του στο χέρι.
[Ακολουθεί παρέκβαση για
το πώς προέκυψε το ποίημα.] Από
καιρό ο Άγγελος, σε ένα μικρό τετράδιο αποτύπωνε τα συναισθήματά του. Τελευταία
όμως όλο και πιο έντονα έβλεπε μια συγκίνηση να σμιλεύει την ψυχή του με
στίχους για ένα κορίτσι που έχει κάτι από την καλοσύνη τής μάνας του, την αγνότητα
της αδελφής του, τη χάρη τής Δάφνης και τον ερωτισμό μιας γειτονοπούλας που
διάβαζε στην αυλή του σπιτιού του κάτω
από τη μουριά. Η ερωτική έξαψη τού Άγγελου δεν είχε ακόμη προσωποποιηθεί
στ΄ αλήθεια, με εξαίρεση τον ένοχο έρωτα που αγόραζε από (τα απρόσωπα) κορίτσια
της ανάγκης (που εμπορεύονταν το κορμί τους για να ζήσουν).
Ώσπου μια νύχτα το
πλάσμα τής ερωτικής του φαντασίας έλαβε ποιητική υπόσταση από μια έμπνευση με
καρδιά μεθυσμένη, θλιμμένη και ηδονική.
Ο Πασπάτης, που
αντιστεκόταν ακόμη (στη φυματίωση του), ήταν αρκετά προσγειωμένος για να νιώσει
την ερωτική ένταση των στίχων τού Άγγελου. Η Έρση τούς διάβασε συγκλονισμένη. Η
Δάφνη όμως τούς περιγέλασε και ο Άγγελος, που αρχικά ντράπηκε, προσπάθησε να
αποποιηθεί την πατρότητα του ποιήματος, κατόπιν όμως, αφού εκείνη συνέχισε
να τον πειράζει, της θύμωσε, την
κακολόγησε και έφυγε.
Η Έρση έδειξε συμπόνια
και επέκρινε τη Δάφνη η οποία δεν της αποκρίθηκε. [Δεν
φάνηκε να αντιλαμβάνεται το σφάλμα της; Ή μήπως ήταν πολύ εγωίστρια για να το
παραδεχτεί;] Κατόπιν η Έρση τής έδειξε ένα λίγο μεγαλύτερό της
αλλόκοτο καλλιτέχνη και της είπε ότι είναι ο καλύτερος τής γενιάς τους και ότι
γράφει όμορφους στίχους.
Μα η Δάφνη δεν έδειξε
ενδιαφέρον ούτε της απάντησε αν αγαπάει το Στέργη, όταν η άλλη την ρώτησε, παρά
μόνο έφυγε χαριτωμένα και σχεδόν χορευτικά όπως συνήθιζε.
Τώρα η Έρση, που
συλλογιόταν τον Άγγελο, έσπευσε και τον πέτυχε πιο κάτω. Προφανώς το ποίημά του
τής είχε αγγίξει την καρδιά. Τον εγκωμίασε. Του ξαναδιάβασε το ποίημα
συγκινημένη και ο Άγγελος την ευχαρίστησε.
Ενόσω προχωρούσαν προς
το Ζάππειο, η Έρση του μιλούσε ζεστά και τρυφερά, μα στου Άγγελου τη σκέψη ήταν
έντονα παρούσα η αίσθηση τής Δάφνης με την συντριπτική γοητεία της και ομορφιά.
Άκουσαν δυο περαστικούς
που μιλούσαν για τον πόλεμο που δυνάμωνε και ο Άγγελος νοστάλγησε τη μέρα που
είχε τελειώσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, τότε που νόμισαν ότι τελείωσαν τα δεινά τού κόσμου και
πως επιτέλους όλοι μπορούσαν να ελπίζουν σε καλύτερες μέρες – και να που τώρα
ήλθε πάλι το κακό [ο πόλεμος].
Η Έρση αντέταξε την
αισιοδοξία της μα ο Άγγελος πνίγηκε στην απαισιοδοξία του και την καλλιτεχνική του αυτοκαταφρόνηση,
καλοτυχίζοντας, ακόμη μια φορά, τον Πετρόπουλο και το Στέργη που αντίς να
χάνονται στις σκέψεις, προσχωρούν μπροστά.
Λίγο πιο κάτω, προς τον Ιλισό,
σαν είδαν ένα ζευγάρι που φιλιόταν, ο
Άγγελος αναστέναξε μέσα του, η Έρση, η οποία βιαζόταν να επιστέψει στο σπίτι
της, τον ρώτησε ευθέως αν αγαπά τη Δάφνη, εκείνος είπε πως όλοι αγαπούν τη
Δάφνη και η Έρση απάντησε πως γι΄ αυτό δεν έπρεπε να την αγαπήσει κι εκείνος. Ο
Άγγελος στη συνέχεια πάντως απέφυγε να απαντήσει εάν έγραψε το ποίημα για τη
Δάφνη. Η Έρση τον καληνύχτισε και ο Άγγελος έμεινε μόνος.
Η ερωτική του μοναξιά
τον συνεπήρε ξανά. Αμφιταλαντεύτηκε για τον εάν η καρδιά του πεθυμούσε τη Δάφνη
ή την Έρση και γύρεψε να παρηγορηθεί με κάποιο από τα κορίτσια της οδού
Κεραμεικού, μα είχε ελάχιστα χρήματα. Λίγο πιο κάτω όμως κοιτάχτηκε με ένα
φτωχοκόριτσο που συμπόνεσε τη φτώχεια αλλά και τη ευθύτητά του αφού του ζήτησε
ως αντάλλαγμα να της αγοράσει μονάχα ένα κουλούρι.
Όχι και τόσο
συμπτωματικά, αφού εκεί κοντά έμενε η Δάφνη, ο Άγγελος την είδε από μακριά με
το Στέργη και τον Πετρόπουλο που την πήγαιναν σπίτι της.
Αυτό τον έκανε ακόμη πιο
αποφασιστικό: η νύχτα είναι δική μας, πάμε στο σπίτι σου, είπε στο
φτωχοκόριτσο.
VIII
Μια μέρα, το χλωμό παιδί που ασχολούνταν με τον
Ρασκόλνικωφ*, και είχε μείνει άνεργος, [ο θαμώνας του Μαύρου
Γάτου που είχε απαχθεί και μάλλον κακοποιηθεί από την αστυνομία για τις
σοσιαλιστικές ιδέες του] επισκέφτηκε τον Άγγελο στη δουλειά ο
οποίος, κουβεντιάζοντας με τον πρώτο, συνειδητοποίησε ότι ο μισθός που παίρνει
αντιστοιχεί στην αξία μιας… εισαγόμενης γραβάτα του Νίκου Στέργη.
* Ο Ρασκόλνικωφ είναι κεντρικός ήρωας
στο ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ του Ντοστογιέφσκι, όπου τίθεται ο προβληματισμός κατά
πόσον μία εγκληματική πράξη, όπως ο φόνος, μπορεί να δικαιωθεί εάν έχει ηθικό
κίνητρο, πόσο ηθικό είναι να διεκδικείς βίαια την κοινωνική δικαιοσύνη ή ένα
ηθικό σκοπό. [Προσωπικά,
το θεωρώ ανήθικο.]
Ο εν λόγω πρωταγωνιστής του Ντοστογιέφσκι
είναι ένας νεαρός φοιτητής της νομικής που ζει υπό συνθήκες μεγάλης ένδειας
στην Αγία Πετρούπολη, δεν μπορεί να πληρώσει για τις σπουδές του, αποφεύγει να
πληρώσει το νοίκι στην ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος (υποστηρίζει
ότι το δωμάτιο επιδεινώνει την κατάθλιψή του), τρώει σπάνια, ενώ έχει μια
«ιδιαίτερη» άποψη για την ανθρώπινη κοινωνία και την πορεία του ανθρώπου προς
το «μεγαλείο».
Το βιβλίο αφηγείται την κάθοδό του προς
την τρέλα καθώς δολοφονεί μια γριά τοκογλύφο για τα χρήματά της με σκοπό να τα
χρησιμοποιήσει για «καλές πράξεις» ξεπλένοντας με αυτό τον τρόπο τις ευθύνες
του για το φόνο. Λίγο πριν προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του στο δωμάτιο
μπαίνει η αδερφή της τοκογλύφου την οποία ο Ρασκόλνικωφ αναγκάζεται να
σκοτώσει.
Στην πορεία της εσωτερικής του
αναζήτησης και τρέλας, υποκινούμενης από την πείνα και την εξαθλίωση, ο ήρωας
του Ντοστογιέφκσι πραγματεύεται ζητήματα αυτοδικίας και κοινωνικής δικαιοσύνης,
εκτιμώντας ότι ανήκει σε μια ξεχωριστή ομάδα ανθρώπων που μπορούν να λειτουργήσουν
εκτός των νόμων του δικαίου με στόχο το κοινό καλό και την «απαλλαγή» της
κοινωνίας από εκείνους που εκμεταλλεύονται τους συνανθρώπους τους, όπως η
γυναίκα τοκογλύφος.
Προς το μεσημέρι βγήκαν
οι δυο τους και περπάτησαν πολλή ώρα, κουβεντιάζοντας ένα σωρό πράγματα που
αναστάτωσαν την ψυχή και το πνεύμα του Άγγελου ο οποίος δεν μπόρεσε να ησυχάσει
ούτε όταν επέστεψε σπίτι του, καθώς θυμήθηκε το χαμό τής αδελφής του και τις
οικογενειακές του συμφορές.
[ Υποθέτω ότι η κουβέντα
που άνοιξε το χλωμό παιδί θα είχε να κάνει με την κοινωνική αδικία, την
φτώχεια, τις ανισότητες και την ευθύνη των ισχυρών που αφήνουν τους
ανυπεράσπιστους να υποφέρουν. Εξ ου και οι θλιβερές οικογενειακές μνήμες τού
Άγγελου.]
Ύστερα τον κυρίευσε πάλι
η ιδέα ότι θα πεθάνει, ότι η μουσική που έπαιζε ο βιολιστής τής γειτονιάς ήταν
η μελωδία τού θανάτου, και έκανε να φύγει από το σπίτι. Βγαίνοντας, τον
σταμάτησε το βογγητό του ογδοντάχρονου «κυρίου Νικολάκη» που υπέφερε από άσθμα.
Ο κύριος Νικολάκης
καταγόταν από τους Παξούς και ήλθε στην Αθήνα για σπουδές, αλλά διορίστηκε στην
εφορία και έστελνε καλλιγραφημένες επιστολές στην αδελφή του.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ,
αλλά το σκεφτότανε ακόμη και… τώρα. Οι κουβέντες του ήταν μόνο για τη δουλειά που έκανε κάποτε, για την
ακρίβεια και την… καθαριότητα, αν και ο ίδιος ζούσε στη βρόμα.
Γεροπαράξενος, που
κρατούσε λογιστικά βιβλία για τα… μικροέξοδά του και μοναχικός έως
αντικοινωνικός όπως δείχνει και το περιστατικό με την ομπρέλα που δάνεισε σε
μια νεοφερμένη γειτόνισσα και την επομένη φιλοτέχνησε στην πόρτα του «Το
τουφέκι, η γυναίκα και η ομπρέλα δε δανείζονται».
Η μοναξιά του φαίνεται
και από την παρέα που είχε: μία κότα που όταν δεν την είχε δεμένη από το πόδι,
την έπαιρνε αγκαλιά και τη χαϊδολογούσε σαν μωρό.
Ο Άγγελος
προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει, εκείνος άνοιξε την πόρτα, αλλά ο επτανήσιος
τον αντιμετώπισε στην αρχή με επιφυλακτικότητα, κατόπιν με καχυποψία και στο
τέλος με επιθετικότητα.
Ο Άγγελος επέμενε να του
παρασταθεί, αλλά ο ηλικιωμένος ασθματικός στο τέλος τον πέταξε έξω, παρά τα
χάλια που είχε η υγεία του, αφού σκεφτόταν περισσότερο το… κομπόδεμά του
(φοβόταν μην τον κλέψει ο Άγγελος, αν και ήξερε ότι ήταν από τίμια οικογένεια).
Η Άγγελος εξεπλάγην, η
γειτόνισσα από δίπλα ξύπνησε και ο Άγγελος φεύγοντας απλώς την καληνύχτισε.
Την επομένη διηγήθηκε το
περιστατικό στο χλωμό παιδί που
γέλασε. «θα σε πήρε για τον Ρασκόλνικωφ», αστειεύτηκε και του υποσχέθηκε να του
δανείσει σύντομα τον σχετικό βιβλίο.
[Θυμίζω ότι πρόκειται
για το ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ του εμβληματικού ρώσου συγγραφέα Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι.]
Ήταν έξω από το
καφενεδάκι όταν είδε τη Δάφνη, σωστή νεράιδα, τυλιγμένη από μελωδικό
φωτοστέφανο ερωτισμού και χάρης, να απομακρύνεται. Μεγάλη θλίψη τού προξένησε η
οπτασία της και τον πλημμύρισε μια ανεξέλεγκτη τάση για φυγή από τα πάντα προς
σε έναν κόσμο έρημο μα οικείο – ίσως εννοεί το θάνατο.
Από τους πεισιθάνατους
οραματισμούς τον απέσπασαν οι καλλιτέχνες τού καφενείου, ιδίως ο θεατρίνος με
την απαγγελία στίχων από την «Δωδεκάτη νύχτα» του Σαίξπηρ και η ομάδα που έκανε
πρόβες και στην οποία η Έρση είχε υποσχεθεί να μετάσχει. Ο θεατρίνος ψιθύριζε
στον Άγγελο εγκώμια για τη γοητεία που ασκούσαν η φωνή και τα μαλλιά τής Έρσης, σε σημείο που να μη χρειάζονται
σκηνικά.
Ο Άγγελος απολάμβανε την
αφοσίωση του θεατρίνου στην τέχνη του.
Ερχόμενος σπίτι, βρήκε
μία ευρηματική πρόσκληση – τον αποκαλούσαν καλόκαρδα (;) λιποτάκτη ποιητή – από
την αλλοτινή σχολική παρέα η οποία τον καλούσε στο κτήμα (του Στέργη) τη μέρα
των Χριστουγέννων.
Ενόσω από δίπλα ο
πατέρας του λογάριαζε τη φτώχεια του ηττημένος, ο Άγγελος αποφάσισε να μην
αποδεχθεί την πρόσκληση, μάλλον διαστρεβλώνοντας το χιούμορ και παρεξηγώντας
τις προθέσεις των φίλων του.
Η μητέρα του Άγγελου
θύμωσε με τον Παπαδήμα που πέρασε από το σπίτι και τους τάραξε με τη θεοφοβία
του, αφήνοντας όμως στο τέλος κάποια βοήθεια την οποία δέχτηκαν από ανάγκη.
Αυτό εξόργισε τον
Άγγελο. Καταδέχτηκαν πάλι την ελεημοσύνη ενός φαρισαίου και δεν το άντεχε άλλο
η φιλοτιμία του.
Σχόλιο: Τέτοιες
αντιδράσεις δεν είχε ως μαθητής. Τώρα μεγάλωσε και βγάζει γλώσσα ή μήπως αποκτά
κοινωνική συνείδηση, εξ ου και η δίκαιη οργή του;
Οι γονείς του
προσπάθησαν να τον πάρουν με το καλό αλλά εκείνος επέμεινε φουρκισμένος και
τους είπε ότι σιχαίνεται τους ανθρώπους σαν το Παπαδήμα.
[Σχόλιο: «Φταίει ο
γάιδαρος και δέρνει το σαμάρι»…]
Σε λίγο τον έζωσαν οι
ενοχές για τη συμπεριφορά του. Κακώς βασάνιζε τους βασανισμένους και
αγαπημένους του. Δεν ήταν θύτες αλλά θύματα. Αλλά τι να έκανε; Η καθημερινή του
στεναχώρια τον πονούσε συνεχώς.
Κάθισε να φάει με ένα
βιβλίο δίπλα του και ο πατέρας του βρήκε την ευκαιρία να του πει ότι ντρέπεται
που ο γιος του γράφει ποιήματα, ότι με αυτά ασχολούνται οι χαμένοι και
ελαφρόμυαλοι.
Ο Άγγελος αιφνιδιάστηκε.
Αστειεύτηκε, αρχικά, θυμίζοντάς του τον Όμηρο και το Σοφοκλή. Μα ο πατέρας του
αποκρίθηκε πως άλλο το τότε κι άλλο το τώρα. Τώρα η κοινωνία γελάει με τους
ποιητές και τους θεατρίνους και ο ίδιος ως πατέρας λυπάται που ο γιος του, όπως
τον ενημέρωσε ο Παπαδήμας, συναναστρέφεται με άτομα της κακιάς ώρας.
[Σχόλιο: Παρόμοια
αντέδρασε και η γιαγιά μου, όταν άρχισα να παίζω μπουζούκι: με αυτά ασχολούνται
τα κατακάθια της κοινωνίας…]
Του ήλθε να τα σπάσει
όλα εκεί μέσα. Ωστόσο κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία του και να του
απαντήσει, περιφρονητικά, ότι σε λίγα χρόνια που θα καταξιωθεί, θα τα πούνε.
[Προϊδεασμός: ο αφηγητής
μας προετοιμάζει ψυχολογικά για την σταδιακή εσωτερική αποδιοργάνωση του ήρωα ο
οποίος εν τέλει θα ενδώσει στην αψιθυμία. ]
Ο πατέρας κλείστηκε στην
στεναχώρια του και δεν αποκρίθηκε. Στο σπίτι απλώθηκε θλιμμένη σιωπή. Τα Χριστούγεννα
πλησίαζαν αλλά για τους καταφρονεμένους και στερημένους δεν μπορούσαν να είναι
γιορτινά.
[Αψιθυμία: Ισχυρή
διατάραξη του θυμικού από εξωτερικές παραστάσεις ή ερεθίσματα. Εκδηλώνεται με
ερυθρίαση ή ωχρίαση, ανικανότητα κυριαρχίας, σπασμωδικές συσπάσεις του προσώπου
κ.ά. Γενικά το άτομο που κατέχεται από αψιθυμία. χάνει την ψυχική του ισορροπία
και τον έλεγχο του εαυτού του. 1) Το να είναι κανείς οξύθυμος, ευερέθιστος. 2)
Έντονο συναίσθημα, σφοδρή ψυχική συγκίνηση και ταραχή.]
Ο Άγγελος απέδωσε τον
αποκλεισμό της οικογένειάς του (από την κοινωνία και το Θεό) στην αγριότητα που
κρύβεται μέσα στον άνθρωπο: «φύγαμε από τη ζούγκλα όπου ζούσαμε, αλλά εκείνη
ζει ακόμη μέσα μας.
Του άρεσε αυτή του η
σκέψη του, την εκμυστηρεύτηκε στη Έρση (μαζί με την πηγή έμπνευσής του) και η
Έρση τάχα αποδοκίμασε τούτη τη φιλολογική του προσέγγιση – ουσιαστικά την
εγκωμίασε.
Είδε και τη Στέλλα η
οποία του θύμισε πως δεν πρέπει να λείψει από το κτήμα.
Ανήμερα των
Χριστουγέννων ο πατέρας μοίρασε το χριστόψωμο.
Μετά το φαγητό, τους
έφερε ένα γλυκό το κορίτσι που
έβλεπε ο Άγγελος να διαβάζει κάτω από τη
μουριά, στην αυλή. Ξεχάστηκε με την ζεστή παρέα τής μαθήτριας, μάλλον
επειδή ήταν ευχάριστη και ντυμένη με ένα φόρεμα που ασφυκτιούσε μέσα στο
γελαστό κορμί της, προκαλώντας του ρίγη.
Κατέβηκε το κορίτσι να
φύγει και να σου οι άλλοτε εφηβικοί του
φίλοι καλοντυμένοι. Και η Δάφνη, αλίμονο, μαζί τους…
Μπήκαν στο αυτοκίνητο
αλλά ο Άγγελος ένιωσε ξανά ότι ανήκε αλλού.
Το αυτοκίνητο πήρε το
δρόμο για το κτήμα. Στις δυο άκρες ο Νίκος και ο Άγγελος και στη μέση η
ευλογημένη των θεών της νιότης και του έρωτα, η Δάφνη, που μοσχοβολούσε με το
χαμόγελο και το κορμί της .
Μας έλειψες, του είπε ο
Στέργης. Φταίνε η Έρση και τα ποιήματα, είπε ο Πετρόπουλος αλλά του έκοψε τη
φόρα η Δάφνη, επικρίνοντάς τον έμμεσα για αδιακρισία. Ο Άγγελος ένιωσε πολύ
άσχημα.
[Σχόλιο: Μάλλον θα ήθελε
να πει στη Δάφνη ότι εκείνη αγαπάει και όχι την Έρση, όπως υπονόησε ο
Πετρόπουλος κι επειδή δεν τα κατάφερε, έλιωσε μέσα του. ]
Αυτή η βραδιά ήταν
ολότελα διαφορετική από εκείνη την καλοκαιρινή τής αστροφεγγιάς. Ο Άγγελος
έδινε την εντύπωση ξένου σώματος, γι΄ αυτό άλλωστε και ο Πετρόπουλος είχε πει
να μην τον καλέσουν. Γενικά, τα παιδιά ήταν πιο συμμαζεμένα, ιδίως προς τον
Άγγελο, προσέχοντας μην τον θίξουν. Εκείνος απλώς σιωπούσε.
Οι φλόγες στο τζάκι και
το ωραίο κρασί τού οικοδεσπότη δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τη θέρμη των
κοριτσιών που έγιναν γυναίκες και τη μέθη της ερωτοκουβέντας η οποία προκαλούσε
σιωπηρά εκκωφαντικές εσωτερικές εκρήξεις.
Ο Πετρόπουλος έλεγε
ερωτοαστεία, η Δάφνη ήταν κολλητά με το Νίκο και τον συγκρατούσε μονάχα η
παρουσία του αδελφού της. Τώρα
στην παρέα δεν έβλεπες
ρομαντικά σχολιαρόπαιδα, αλλά άντρες που ήξεραν τι γύρευαν από τις γυναίκες,
και γυναίκες που γνώριζαν πώς να ελκύουν συγκρατημένα έναν άντρα. Ο Πετρόπουλος είχε τα κέφια του γιατί ο
κολωνακιώτης θείος πανηγύριζε (υποσχόμενος ρουσφέτια) που ο Βενιζέλος έχασε [στις
μοιραίες εκλογές του Νοέμβρη του 1920] και έφυγε, και ο
βασιλιάς Κωνσταντίνος επέστρεψε από την εξορία.
Η Δάφνη δεν ήταν
ολιγαρκής σαν τον αδελφό της τον Αργύρη Χριστοφίλη που ονειρευόταν να γίνει
ταξιδευτής. Η Δάφνη ήθελε τη στεριά και τις ανέσεις της, ωραία ζωή, λούσα,
διασκεδάσεις και αυτά μόνο ο Στέργης μπορούσε να της τα προσφέρει.
Ο Άγγελος τώρα
διαπίστωσε ότι τα αλλοτινά σχολιαρόπαιδα είχαν βρει τους ρόλους τους, το δρόμο
τους. Εξάλλου δεν είχαν βάσανα. Εν αντιθέσει προς τον ίδιο ο οποίος και
ταλαίπωρος ήτανε και ακαταστάλακτος.
Με πρωτοβουλία του
Πετρόπουλου άρχισαν να παίζουν χαρτιά, κάτι που συνήθιζαν τελευταία. Τους άρεσε
αυτή η αγωνία. Εξάλλου τα χρήματα που παίζανε δεν τους λείπανε.
Σύντομα παρέσυραν και
τον απρόθυμο, άμαθο και άφραγκο Άγγελο που αρχικά δίστασε για ευνόητους λόγους.
Ώσπου μπήκε στο παιγνίδι
και είδε να διπλασιάζεται το χάρτινο πεντόδραχμό του. Σε λίγο το παιγνίδι τον
συνάρπασε.
Στο τέλος όμως τα μάζεψε
όλα ο Πετρόπουλους που νωρίτερα έβριζε (στα… γαλλικά).
Οι άλλοι το πήραν στα
σοβαρά, άνοιξαν το πορτοφόλια, παθιάστηκαν και νίκησαν τον Πετρόπουλο που τώρα
ξέχασε τα… γαλλικά και χυδαιολογούσε στα ελληνικά, προς τέρψιν της παρέας αλλά
και του Άγγελου που συνεχώς κέρδιζε ξανά και ξανά, δοκιμάζοντας πρωτοφάνερα
συναισθήματα.
Τη σειρά του χαμένου
πήρε ο Νίκος. Μια μικρή περιουσία που είχε σε χαρτονομίσματα, κατέληξαν στα
χέρια του Άγγελου ο οποίος έκανε όνειρα (να πάει στα κορίτσια της Κεραμεικού,
να δώσει χρήματα στη μάνα του και να αγοράσει ένα κοστούμι της προκοπής) και
πήρε τόσο θάρρος ώστε κοίταξε και τη Δάφνη στα μάτια.
Ο Στέργης παραιτήθηκε
και επανήλθε ο Πετρόπουλος ο οποίος με το Χριστοφίλη γύρισαν το παιγνίδι υπέρ
τους αλλά σύντομα η τύχη τους εγκατέλειψε. Ο Στέργης προσπαθούσε να χάσει από
ευγένεια, αλλά δεν τα κατάφερνε. Διέκοψε όμως το παιγνίδι όταν είδε τον
Πετρόπουλο να έχει ξεφύγει εντελώς.
Ο Άγγελος κέρδισε 1530
δραχμές και από τη χαρά του έφτασε να νιώθει θλίψη!!! Αφάνταστη ευτυχία!
Οι άλλοι τον κοίταξαν με
συμπόνια, αλλά για τον Άγγελο είχε βρεθεί επιτέλους ένα δρόμος με απίστευτες
υποσχέσεις!
Τρελάθηκε από τη χαρά
του και δεν μπορούσε κοιμηθεί. Ονειρευόταν ότι ήταν πλούσιος και ξυπνούσε από
τον εφιάλτη ότι οι φτωχοί τον κυνηγούσαν για να του κλέψουν το χρυσάφι!
Την επομένη, διηγήθηκε
το περιστατικό στο χλωμό παιδί που
με πικρία τού αποκρίθηκε ότι πρέπει να του φέρει τον «Παίχτη*» τού Ντοστογιέφσκι.
Θα τον ωφελήσει.
[*Εκεί ο ήρωας καταρρέει
από δύο πάθη: τον έρωτα και τον τζόγο. Ο αρχικός τίτλος ήταν
«Ρουλέντεμπουργκ».]
ΙΧ
Επιτέλους ξεμπάρκαρε ο
θείος τού Χριστοφίλη, φέρνοντας πολύτιμα δώρα στον Αργύρη και τη Δάφνη.
Ο θείος, σα γνήσιος κοσμογυρισμένος
ναυτικός, που είχε δει πολλά και είχε μάθει περισσότερα, προκαλούσε δέος ακόμη
και στον Πετρόπουλο που είχε καταπιεί τη γλώσσα του.
Ο Αργύρης αδημονούσε να
ταξιδέψει. Ο θείος του γύρεψε να δει την αποφασιστικότητά του.
Τον ρώτησε τι θα απογίνει
η μάνα του που είναι χήρα και ο Αργύρης του είπε ότι η Δάφνη αξίζει πέντε
αγόρια.
Ύστερα τού είπε ότι δεν
θα τον αφήσει το κράτος να ταξιδέψει, ότι πρέπει πρώτα να κάνει δύο χρόνια
στρατό. Αλλά ο Αργύρης επέμεινε πως ο θείος μπορούσε να βρει τη λύση. Εξάλλου
είχε δύο χρόνια προϋπηρεσία σε ένα καΐκι.
Ο θείος δεν έβρισκε
τρόπο να του ξεφύγει!
Στη φαντασία τού Αργύρη,
ο εμποροπλοίαρχος θείος του ήταν μυθικός καπετάνιος σε ένα θαυμαστό ατμόπλοιο
με τρία φουγάρα, βγαλμένος από κουρσάρικα παραμύθια και πανάρχαια σεντούκια
γεμάτα μυστήριο. Είχε, λοιπόν, δυνάμεις υπεράνθρωπες, άρα μπορούσε να ξεπεράσει
κάθε εμπόδιο και να πάρει μαζί του τον ανεψιό του!
Ο Άγγελος κατέβηκε στο
λιμάνι να θαυμάσει το «Αουρόρα» [Στη ρωμαϊκή μυθολογία, η Aurora είναι η προσωποποίηση τής Αυγής] που
κατάφερε να γλιτώσει από τον πόλεμο αν και ταξίδευε με εγγλέζικη σημαία. Ο
Άγγελος πόθησε να φύγει για την Τζαμάικα τών βιβλίων, όπου θα δούλευε κάτω από
μια ψάθα και η Αθήνα με τα κοριτσίστικα χαμόγελα θα τον επισκεπτόταν μόνο που
και που σαν όνειρο. Ήθελε να ξεφύγει από την γενιά του που ζούσε καταδικασμένη
κάτω από το ζυγό τής στέρησης και της αναξιοκρατίας.
Νύχτωνε μα στο λιμάνι
φορτώνονταν νέα παιδιά, πολεμοφόδια και σάπιες ρέγγες και γαλέτες για το
στρατό. Μοναδική παραφωνία η γλυκιά, παραδεισένια μυρωδιά τών πορτοκαλιών που
ερχόντουσαν από τα νησιά.
Από τις ταβέρνες
ερχόντουσαν τραγούδια για τον έρωτα. Καράβια σάλπαραν κι άλλα γεμίζαν το λιμάνι
– μια μεθυσμένη γεωγραφία. Σαν γύρισαν στην Αθήνα, ο Άγγελος, συγκινημένος,
ενθάρρυνε τον Αργύρη να ταξιδέψει, κι όταν εκείνος έφυγε, ο Άγγελος έκλαψε που
δεν θα ξανάβλεπε αυτό το καλοσυνάτο παιδί.
Δυο μέρες μετά έγινε και
εκείνη παράσταση της «Δωδεκάτης Νύχτας*», σε μια παλιά αποθήκη, δίχως σκηνικά,
μόνο τα λόγια, μπροστά σε εκατό περίπου επιφυλακτικούς φοιτητές, σκηνοθετημένη
και διασκευασμένη από τον θεατρίνο, τον Αλέξη, που πρωταγωνιστούσε και δίπλα
του είχε την Έρση.
*«Αν
είναι η μουσική τροφή του έρωτα, μη σταματάτε!» Έτσι αρχίζει η Δωδέκατη Νύχτα,
μια από τις πιο δημοφιλείς κωμωδίες του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
Ναυαγώντας
σε μια άγνωστη χώρα, η Βιόλα αναγκάζεται να μεταμφιεστεί σε νεαρό άντρα και
παίρνει το όνομα Σεζάριο προκειμένου να υπηρετήσει στην Αυλή του δούκα Ορσίνο.
Σύντομα ερωτεύεται τον Ορσίνο, αλλά, αλίμονο, εκείνος αγαπά την κόμισσα Ολίβια,
και ούτε που υποψιάζεται ότι η Ολίβια όχι μόνο τον περιφρονεί, αλλά τελικά θα
ερωτευτεί τον ευγενικό Σεζάριο! Θα μπορέσει ποτέ η δύστυχη Βιόλα να αποκαλύψει
την αληθινή της ταυτότητα; [ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΛΙΒΑΝΗ]
Ακολουθεί ένα
διασκεδαστικό σχόλιο/κριτική τού αφηγητή: θα ήταν προτιμότερο ο Αλέξης και η
Έρση απλώς να διάβαζαν το εκπληκτικό αυτό έργο τού Σαίξπηρ. Ο θεατρίνος, δηλαδή
ο Αλέξης, όχι μόνο απέτυχε ως διασκευαστής, σκηνοθέτης και ερμηνευτής, επιπλέον
γελοιοποίησε το έργο και γελοιοποιήθηκε και ο ίδιος, αφού όλοι οι θεατές
πλάνταξαν στο… γέλιο. Μοναδική
παραφωνία, ο Άγγελος που είχε ταυτιστεί με τον αγώνα τού θεατρίνου να
καταξιωθεί ως καλλιτέχνης.
Ο βασικός λόγος της
αποτυχίας δεν ήταν μόνο το ακαταλαβίστικο και
κουτσουρεμένο έργο, αλλά η…
τραγική διάσταση που έδινε ο Αλέξης στους χαρακτήρες της κωμωδίας. Με άλλα λόγια, ο Αλέξης πράγματι
πρωτοτύπησε, άθελά του όμως, αφού παρήγαγε μία… παρωδία που έβγαλε αβίαστο,
γνήσιο και ξεκαρδιστικό γέλιο στους…
καλλιτεχνικά αμύητους.
Αυτό ο Αλέξης το εξέλαβε ως βάναυση
αποδοκιμασία και βαθιά προσβεβλημένος αρπάχτηκε με έναν θεατή.
Ο καβγάς γενικεύτηκε και
η κωμωδία που αρχικά μετατράπηκε σε παρωδία, τώρα εξελίχτηκε σε δράμα με πολύ
ξύλο, πόνο και δάκρυα στη σκηνή και τα παρασκήνια.
Ο Άγγελος έτρεξε τουλάχιστον να σώσει την Έρση που έκλαιγε με το
φιάσκο και τη συμπόνεσε, όπως συναισθάνθηκε και το Αλέξη που απέτυχε παταγωδώς
στο πρώτο του αυτό καλλιτεχνικό εγχείρημα.
Την άλλη μέρα, στο Μαύρο
Γάτο, η Έρση πάλεψε να παρηγορήσει το θεατρίνο.
Ήλθε και ο χλωμός νέος και όλοι μαζί
συμφώνησαν ότι δεν φταίει το κοινό που δεν κατάλαβε, αλλά η ανωριμότητά του.
Όμως οι ίδιοι δεν έχουν
τα μέσα να αφυπνίσουν τα νιάτα και να τα διαπαιδαγωγήσουν καλλιτεχνικά. Είναι
φτωχοί και ανήμποροι. Δυστυχώς.
Ο Πετρόπουλος είχε
ενοικιάσει δυο κάμαρες στο Λυκαβηττό – ήταν το... «ασκηταριό» του – και τώρα
τις είχε μετατρέψει σε ιδιωτική χαρτοπαικτική λέσχη όπου σύχναζαν ο Στέργης, η
Δάφνη, ο Άγγελος και κάποιοι άλλοι, φοιτητές και υπάλληλοι.
Ο Πασπάτης δεν έβλεπε με
καλό μάτι το μπλέξιμο του Άγγελου με τα χαρτιά, αφού έχανε, κέρδιζε,
δανειζόταν, ξανακέρδιζε, ξαναέχανε και ξαναδανειζόταν, φαύλος κύκλος.
Ο Πετρόπουλος εκεί
σχολίαζε τις εξόδους τής Δάφνης, αν και η Δάφνη με το Νίκο ήταν πλέον ολοφάνερα
ζευγάρι.
Γι΄ αυτό και η Δάφνη
πληγώθηκε πολύ όταν είδε μια κοπέλα στο γραφείο του Νίκου με πολύ θάρρος... Ο
Πετρόπουλος προσπάθησε να καλύψει τον Νίκο, αλλά με τον τρόπο του τον εξέθεσε
ακόμη περισσότερο στα μάτια της Δάφνης. Ψυχράνθηκε μαζί του γιατί κατάλαβε ότι
ο Νίκος δεν της ήτανε πιστός.
Ο Πετρόπουλος ένα βράδυ
ήταν πιωμένος και φλέρταρε ανοιχτά τη Δάφνη, εξοργίζοντας το Νίκο που του
ζήτησε το λόγο.
Σχεδόν αρπάχτηκαν και
αντάλλαξαν βαριές κουβέντες από αυτές που λένε όσοι μισούνται.
Την άλλη μέρα όμως ο
Πετρόπουλος ζήτησε συγγνώμη, δώσανε τα χέρια, συμφώνησαν να περιορίσουν το
χαρτοπαίγνιο και το πολύ ποτό. Το γυαλί όμως είχε πλέον ραγίσει στην ψυχή τής
Δάφνης, αφού ο Νίκος δεν υπερασπίστηκε τη σχέση τους.
Ο Άγγελος άφησε το
χαρτοπαίγνιο και ξαναρίχτηκε στο διάβασμα και στο στίχο. Η φαντασία και η
καρδιά του αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στη θέα του θανάτου και της ζωής, της
αγάπης και της θλίψης. Αισθανόταν ότι δεν κυβερνούσε τη ζωή του, αλλά ότι βίωνε
μία προσωρινή ψευδαίσθηση αυθυπαρξίας.
Ενώ ένας λογιστής, αν
τον ρωτήσεις, είναι βέβαιος ότι υπάρχει και ζει στην εποχή του.
Ποιος άραγε έχει δίκιο;
Ο Άγγελος, ο ποιητής ή ο λογιστής, ο ρεαλιστής που εκπροσωπεί το μέσο άνθρωπο
της εποχής;
Για την Έρση, οι
άνθρωποι τού πνεύματος είναι λίγοι και παιδεύονται σε κάθε εποχή, αλλά αργά ή
γρήγορα αφήνουν το στίγμα τους στην Ιστορία, δικαιώνονται.
Ο Στέργης ζήτησε το
κλειδί της καμαρούλας από τον Πετρόπουλο. Εκείνος τον παρακολούθησε και τον
είδε που συναντήθηκαν εκεί μέσα με τη Δάφνη και άφρισε από τη ζήλια του και
μέθυσε.
Σκέφτηκε ακόμη και να εκδικηθεί, στέλνοντας ανώνυμο γράμμα στη
μητέρα της Δάφνης.
Ο Αργύρης έστειλε ένα
γράμμα όπου με ενθουσιασμό περιέγραφε τούς τόπους που επισκέφτηκε και κυρίως
την Ιταλία με τα αξιοθέατα κοντά στην Νάπολι.
[Τζιμπεράλτα είναι το
Γιβραλτάρ]
Από το γράμμα του ήταν ολοφάνερο
πως ο Αργύρης δεν έπλεε μόνο στη θάλασσα αλλά και σε πελάγη ευτυχίας που ζούσε
το όνειρό του και σύντομα θα γινότανε καλός ναυτικός, όπως του είπε και ο θείος
του.
Το γράμμα πέρασε από
χέρι σε χέρι και έφτασε στον Άγγελο. Εκείνος το διάβασε στο ταλαίπωρο Πασπάτη ο
οποίος αν και είχε τα μαύρα του τα χάλια αρνήθηκε την πρόταση του Στέργη να τον
στείλει στην Πάρνηθα, στο σανατόριο.
Ο Πασπάτης μετακόμισε
αλλού, γιατί η σπιτονοικοκυρά του δεν ήθελε χτικιάρηδες. Δούλευε συνέχεια ο
καημένος, αρνούμενος την αρρώστια του, αλλά τον μετέπεισαν ο αιμοπτύσεις του.
Παρά ταύτα δεν το έβαζε κάτω. Ήλπιζε.
Ο Άγγελος δεν άντεχε να
μένει ώρα με τον άρρωστο Πασπάτη. Προτιμούσε τον ήλιο που δεν έβλεπε ο
στερημένος, ανήμπορος και εγκαταλειμμένος Πασπάτης…
Βράδιαζε. Τέλη
Φεβρουαρίου. Κρύο. Βγαίνοντας από το καφενεδάκι έπεσε πάνω στη Δάφνη και στο
Στέργη που βγαίνανε από «το ασκηταριό» τού Στέργη, κουρασμένοι και
ευτυχισμένοι.
Τον καλησπέρισαν.
Ολοφάνερα ήταν εραστές.
Πήγαν και οι τρεις τους
ως την Ομόνοια και άραξαν σε ένα γαλατάδικο για να πιουν σοκολάτα.
Εκεί του διάβασε ο Νίκος
μία επίσημη επιστολή από την εταιρία του ότι ο μισθός του αυξανόταν κατά 100
δραχμές, χώρια τους επαίνους!
Ο Άγγελος συγκινήθηκε
από το απροσδόκητο δώρο αλλά αντέδρασε αψυχολόγητα, σηκώθηκε και βγήκε έξω…
Ο Στέργης και η Δάφνη
τον ξαναπλησίασαν αδελφικά και τον ρωτούσαν τι είχε. Εκείνος προσπαθούσε να
τους μιλήσει ειλικρινά αλλά δεν τα κατάφερνε…
Συνέχισαν την κουβέντα
με το Στέργη και μετά που έφυγε η Δάφνη.
Δεν μπορούσε να του
μιλήσει ευθέως. Αλλά ο Στέργης τον προσέγγισε με την αγάπη του, του είπε ότι
πάει καλά, ότι κακώς αντέδρασε έτσι στην αύξηση. Τώρα μπορεί να βοηθάει
περισσότερο την οικογένειά του, να τελειώσει τις σπουδές τους, να διοριστεί.
Όλοι βασανίζονται στη ζωή, μα ο Άγγελος είναι καλλιεργημένος, έχει προοπτικές.
Του είπε αλήθειες.
Μα ο Άγγελος αποκρίθηκε
ότι δεν έπρεπε να είναι φίλοι, ο ίδιος είναι φτωχός ενώ εκείνος πλούσιος,
βλέπουν τη ζωή και την κοινωνία αλλιώς αφού ο ίδιος έχει πεινάσει και έχει
καταφρονεθεί ενώ ο Νίκος όχι.
Κι εγώ έχω πονέσει, του
είπε ο Νίκος. Έχασα τη μητέρα μου παιδί, ανεχόμουνα τις γυναικοπαρέες του
πατέρα μου, τώρα είμαι με τη Δάφνη και δεν τη θέλει η οικογένειά μου. Είμαι
φτωχός. Δεν έχω άλλο τίποτε άλλο εκτός από το κτήμα που μου άφησε η μάνα μου…
Μα έχεις τη Δάφνη, του
απάντησε ο Άγγελος! – Αχ! Ποιητή, ποιητή, είπε ο Νίκος, ικανοποιώντας τον
Άγγελο που ωστόσο έμεινε απορημένος…
Ύστερα ήλθε ο πόλεμος. Ο
Πετρόπουλος πολεμούσε από το… Κολωνάκι, ο Στέργης από τη… Θεσσαλονίκη. Ο
Άγγελος ήταν στην πρώτη γραμμή, ο Πασπάτης στο σανατόριο, ο θεατρίνος στα
πυροβόλα, το χλωμό παιδί σε κάποια φυλακή, η Έρση νοσοκόμα, η Δάφνη σε νέες
παρέες, η Στέλλα στο πανεπιστήμιο, ο
Αργύρης στη θάλασσα.
Η εκστρατεία στη Μικρά
Ασία είχε ξεκινήσει με αισιοδοξία αλλά εξελισσόταν όλο και περισσότερο σε μία
μάταιη αιματοχυσία.
Βρισκόμαστε πλέον στον
Αύγουστο του 1922. Εδώ ο αφηγητής περιγράφει την έλευση της Μικρασιατικής
Καταστροφής με τις δεκάδες χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες, τις εκατοντάδες
χιλιάδες σφαγμένους, τις σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο ξεριζωμένες ψυχές, τους
πρόσφυγες. Απέραντη εθνική θλίψη.
Χ
Χειμώνας του 1922 και ο
Άγγελος τρέμει από τον κρύο και την πείνα σε μια σκηνή με άλλους δυο επίσης
εξουθενωμένους και καταπτοημένους φαντάρους που ήταν κι εκείνοι φοιτητές.
Εκείνο το βράδυ ο
Άγγελος έκανε την πρώτη του αιμόπτυση – ξέρασε αίμα πηχτό που τρόμαξε τους
συντρόφου του,
Ένας από τους συντρόφους
του, ο ψύχραιμος Γερμενής, έτρεξε μέσα στο σκοτάδι, τη βροχή και το κρύο να
φωνάξει το γιατρό.
Ο άλλος, ο Σκαμπαβίας,
ένιωσε τρόμο μένοντας δίπλα στο βαριά άρρωστο Άγγελο. Πήρε θάρρος, φιλώντας τη
φωτογραφία τής αγαπημένης του. Και πάλι όμως, μονολογούσε «πάει, πέθανε το
παιδί»…
Η άνοιξη τού 1922
βρίσκει τον Άγγελο να αναρρώνει στο νοσοκομείο, στη Σμύρνη, σε ένα παράρτημα,
ανάμεσα στους ελάχιστους φυματικούς εκ των οποίων οι περισσότεροι αν και ετοιμόρροποι, ήλπιζαν ότι θα
επέστρεφαν στην πατρίδα, έστω και τσακισμένοι…
Μπροστά στο μεγάλο κακό
τού πολέμου, ο Άγγελος ένιωθε πως τα προσωπικά του αδιέξοδα ήταν ασήμαντα.
Νοσταλγούσε τούς δικούς του και περίμενε να επιστρέψει για να γίνει δάσκαλος,
αλλά ο γιατρός τον προειδοποίησε ότι τα πνευμόνια του είναι αδύναμα για τέτοια
δουλειά που τον θέλει να μιλάει πολλές ώρες την ημέρα.
Τουλάχιστον θα μπορούσε
να γυρίσει στην παλιά του δουλειά, σκεφτόταν ο Άγγελος, ο οποίος άκουγε το
τέλος του πολέμου να πλησιάζει ουρλιάζοντας.
Πρόλαβε και έφυγε. Στο
σπίτι όλοι τον καλοδέχτηκαν με αγωνία και κάμαν έξοδα. Ήλθε και το κορίτσι του καλοκαιριού.
[Στις 31 Αυγούστου
πυρπολήθηκε η Σμύρνη ]
Ο Άγγελος δεν ήθελε να
διηγηθεί τον πόλεμο, αυτήν την τρέλα.
Στο σπίτι του ήταν να
ξένος. Τον πόλεμο τον έζησε σα νεκρός και τώρα σα να ξαναγεννήθηκε σε ξένο
τόπο, όπου όμως τίποτε δεν
είχε αλλάξει, με
εξαίρεση το κορίτσι του καλοκαιριού
που δεν είχε γεράσει.
Οι δικοί του τον
ενημέρωσαν ότι ο κυρ-Νικολάκης (ο ηλικιωμένος με την κότα) πέθανε και τα
πράγματά του τα πήραν οι γείτονες.
Τους ρώτησε πώς τα
περάσανε εκείνοι και του είπαν τα ίδια.
Ανέβηκε στην Πάρνηθα κι
αντίς για τον Πασπάτη τού έδειξαν τον τάφο του φίλου του.
Στο Μαύρο Γάτο
αναγνώρισε μόνο τον ποιητή και το θεατρίνο. Είχαν έλθει νέα πρόσωπα.
Ρώτησε για την Έρση και έμαθε ότι υπηρετούσε σε κάποιον νοσοκομείο στη Σμύρνη.
Επέστρεψε στο γραφείο
και είχε πάλι την ίδια αίσθηση, ότι εκεί μέσα αργοπέθαινε.
Ο γέρος προϊστάμενος τον
δέχτηκε καλόκαρδα όπως και ο Λύσανδρος Στέργης.
Ο Νίκος θα ερχόταν από
τη… Θεσσαλονίκη με… αναρρωτική, αν κρίνουμε από το ξεροβήξιμο τού πατέρα του,
όταν ο Άγγελος τον ρώτησε πώς είναι ο γιός του.
Μετά από μέρες, ο
Άγγελος βρήκε τη σειρά του: σπίτι, γραφείο, καφενείο και πανεπιστήμιο με στόχο
να πάρει το δίπλωμα.
Αντάμωσαν και με το Νίκο
ο οποίος, φυσικά, ήταν υγιέστατος και είχε τον αέρα τού γυναικά. Τον ρώτησε για
τη Δάφνη κι εκείνος έκανε σα να είχε χάσει την επαφή μαζί της από καιρό.
Το φθινόπωρο [του 1922]
αντάμωσαν τυχαία με τη εκθαμβωτική Δάφνη, αγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε. Τώρα
τον έβλεπε τον Άγγελο η Δάφνη, ύστερα από τόσα χρόνια.
Χαθήκαμε, σκορπίσαμε,
είπε στον Άγγελο που δεν ήθελε αν συνέλθει από τον σφιχταγκάλιασμα.
Αντάλλαξαν σκόρπιες
κουβέντες. Του είπε ότι ο Αργύρης είναι στον Καναδά και πιο κάτω χωρίσανε σαν
ξένοι. Το φιλί που είχε λαχταρήσει από τη Δάφνη, του ήλθε τώρα, μα δεν ένιωσε
κάτι όμορφο.
Αντάμωσε και με τον
Πετρόπουλο, ο οποίος τον πληροφόρησε ότι συζήσανε με τη Δάφνη έξι μήνες και
χωρίσαν γιατί δεν άντεχε τα νεύρα και τις προστυχιές της. Ότι η Δάφνη τούς
έκανε παρέα μόνο για τον Νίκο, αλλά την αγαπήσανε όλοι, και την αγαπάνε άλλοι,
αφού η Δάφνη είναι ο έρωτας.
Ο Άγγελος πλέον άρχισε
μέσα του να θρηνεί το χαμό τής νιότης που πέθανε μαζί με το ξέφτισμα της
Δάφνης. Αν ήταν δυνατόν να πεθάνει κι ο ίδιος σαν τον Πασπάστη!
Τον πλημμύρισαν η
απογοήτευση και η θλίψη.
Γύρισε σπίτι και έσκισε
το χαρτάκι τής Δάφνης και τα τραγούδια που είχε γράψει. Ήθελε να τα κάνει όλα
κομμάτια κι έπειτα να πεθάνει…
Η Ανατολή ξερνούσε (η
μικρασιατική εκστρατεία οδήγησε σε εθνική τραγωδία), μαυρολόγησαν τα νησιά (τα
νησιά γέμισαν από νεκρούς και τραυματίες), αποκαΐδια στη Σμύρνη (η Σμύρνη
πυρπολήθηκε), η Μικρασία στην ακροθαλασσιά (οι Έλληνες της Μικράς Ασίας
πεζοπορούν ως τις ακτές τού Αιγαίου με στόχο να περάσουν απέναντι), καράβια
φορτωμένα με τα απομεινάρια της (επιβιβάζονται σε πλοία και βάρκες σαν τους
σημερινούς πρόσφυγες που έρχονται από την Τουρκία και περνούν στη Μυτιλήνη),
ανιστόρητο πράγμα (πρωτόγνωρη η εθνική
και ανθρωπιστική καταστροφή), ο κόσμος της Ιωνίας, οι νικημένοι στρατιώτες,
μερμήγκιασαν οι δρόμοι πονεμένο ανθρωπολόι, «τι θ΄ απογίνουμε»
αναρωτιούντουσαν…
Και τα καράβια αδειάζαν
νέους πονεμένους δίπλα και πάνω στους παλιούς κι όλοι τους ρωτούσαν τις σας
φταίξαμε.
Κι απάνω από τους
ζωντανούς περνούσαν μιλιούνια οι νεκροί και οι αγνοούμενοι, σαν τα μαύρα πουλιά
που τα σέρνει ανεμοφύσημα προς τη δύση.
Ο Άγγελος και ο
Πετρόπουλος κατέβηκαν στο λιμάνι. Ο Πετρόπουλος χώθηκε σε μια επιτροπή και ο
Άγγελος καθηλώθηκε από το δράμα της προσφυγιάς.
Ο αφηγητής μας ξεναγεί
στη μαύρη όψη τής απελπισίας των ξεκληρισμένων μέσω της ευαισθησίας του Αγγέλου
ως παρατηρητή, και στη σκοτεινή πλευρά τών διεφθαρμένων που κοίταζαν πώς να
εκμεταλλευτούν τις ραγισμένες από τη πείνα και τη δυστυχία ψυχές, μέσα από τη
συμπεριφορά του αχρείου Πετρόπουλου.
Λίγο πιο πέρα, ένας
στρατιώτης που επιβάλλει την τάξη με το
βίαιο παρουσιαστικό του, αδιαφορεί για τα πεινασμένα στόματα, όχι όμως και για
τη δική του σεξουαλική πείνα (έχει βάλει στο μάτι ένα κοριτσόπουλο και το
φλερτάρει).
Τρεις μεσόκοπες κυρίες,
μάλλον ευκατάστατες, ήλθαν να δουν το θέαμα τής ξεμπαρκαρισμένης φρίκης ,
μοιράζοντας ως αντίτιμο πενήντα γαλέτες ελεημοσύνης και τόνους υποκριτικού
οίκτου.
Ο Πετρόπουλος ήταν στο στοιχείο του: μπήκε σε
κάποια επιτροπή υποτίθεται ανακούφισης τών προσφύγων και επιλεκτικά μοίραζε, σε
άλλους παραινέσεις για υπομονή, στα κορίτσια φιλοδωρήματα (από το δημόσιο χρήμα
που διαχειριζόταν αυθαίρετα και χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο) και στους
περισσότερους πουλούσε μούρη και εξουσία διατάζοντάς τους να περιμένουν τη
σειρά τους. [Μέγα
σίχαμα αυτός ο Πετρόπουλος]
Μπράβο στον
Παναγιωτόπουλο που καταφέρνει με ελλειπτικές σκηνές γιομάτες κίνηση και με
αυτούσιες διαμαρτυρίες τού κοσμάκη (λες και παρακολουθείς ζωντανές σκηνές τής
εποχής) να καταδείξει το πόσο αναξιόπιστος μπορεί να γίνει κι εκείνος που
ζητάει βοήθεια και πόσο τιποτένιος ο άλλος που τη διαχειρίζεται, όταν επικρατεί
ανοργανωσιά η οποία ευνοεί τη διαφθορά τών αξιωματούχων.
Εδώ βλέπουμε τον άθλιο
και διεφθαρμένο Πετρόπουλο που αντίς να μοιράσει δίκαια και ισότιμα 5 χιλιάδες,
τις σκόρπισε άνισα και στην τύχη, αφήνοντας όμως στην άκρη για λογαριασμό του
μισό χιλιάρικο.
Βλέπουμε και την
ανεντιμότητα των δικαιούχων, σαν εκείνο τον πολίτη που έλεγε ότι του δώσανε
μόνο 5 δραχμές, αλλά είχε σουφρώσει 25. [Ντοκιμαντερίστικη η
οπτική του Παναγιωτόπουλου.]
Έπεται ένας
αποκαλυπτικός διάλογος ανάμεσα στον Πετρόπουλο (που μόλις το έσκασε από το
γραφείο με ένα πεντακοσάρικο κλεμμένο, αφήνοντας σύξυλο τον κόσμο που περίμενε
βοήθεια) και στον Άγγελο που δεν μπορεί να διανοηθεί ότι ο φίλος του είναι τόσο
πολύ απαίσιο υποκείμενο ώστε να φτάσει στο σημείο να γεμίζει την τσέπη του,
εκμεταλλευόμενος την εξαθλίωση τού κοσμάκη.
Ο Πετρόπουλος κακολογεί
τους πρόσφυγες, ότι βρομάνε, ότι ενάμισι εκατομμύριο από δαύτους έχουν
καταλάβει όλους τους διαθέσιμους στεγασμένους χώρους, ότι έχουν εξαντλήσει τους
πόρους τής φτωχής χώρας και ότι κακώς φύγανε από τον τόπο τους. Απ΄την άλλη, ο
Άγγελος τούς υπερασπίζεται, λέγοντας την αλήθεια, ότι εμείς ευθυνόμαστε για τη
συμφορά τους, για τον εξολοθρεμό τους (υπονοώντας ότι η Ελλάδας έχει καθήκον να
τους φροντίσει).
Φτάσανε στο γιαπί. Από
από παντού έβαζε
βροχή και αέρα. Ένα σωρό
μετέωρες ψυχές στα κουρέλια και στο λασπωμένο χώμα. Ο Πετρόπουλος τους ρωτούσε
με προσποιητικό ενδιαφέρον αν κοιμηθήκανε καλά, ενώ οι άνθρωποι ήταν ήδη μία
μέρα χωρίς συσσίτιο.
(Όπως θα δούμε πιο κάτω,
ο Πετρόπουλος κουβέντα έκανε, περαστικός
ήτανε από εκεί κι ο κοσμάκης κρεμόταν από τα χείλη του. Στην πραγματικότητά ο
λόγος της επίσκεψής του ήταν απαίσιος.)
Ο Πετρόπουλος είχε το
μυαλό του στη Μαριορή, μια πολύ
όμορφη κοπέλα. Την κάλεσε να της δώσει ένα πενηντάρικο αλλά εκείνη αρνήθηκε με
αξιοπρέπεια. Όπως περνάνε οι άλλοι θα περάσω κι εγώ, του είπε.
Μα ο Πετρόπουλος ήταν
αισιόδοξος πως αργά ή γρήγορα θα την πήγαινε στο ασκηταριό. Ως πότε η Μαριορή
θα άντεχε να υποφέρει τόση στέρηση; [Ελεύθερος Πλάγιος
λόγος]
Ο Άγγελος αηδίασε σαν
άκουσε και κατάλαβε ότι ο Πετρόπουλος είχε κάνει την επίσκεψη αυτή, μόνο και
μόνο για να ρίξει τη Μαριορή στο κρεβάτι. Τον άκουσε επίσης να το παίζει και
πατριώτης που ζητούσε δικαιοσύνη και ότι πρέπει να πέσουν κεφάλια για να
χαράξει μία νέα πατρίδα!!!
Ο… κουρασμένος
Πετρόπουλος πρότεινε στον Άγγελο να πάνε κάπου να αράξουν μα ο Άγγελος έφυγε να
γλιτώσει από την αναγούλα που του προκάλεσε ο… καθάριος νους τού… Πετρόπουλου,
ο… νέος άνθρωπος που καρτερούσε η ελληνική κοινωνία!!!
Σε λίγο είδε ένα
ταλαίπωρο, αν και οργανωμένο, τάγμα της επανάστασης* να περνάει με όλον του τον
οπλισμό κι αναρωτήθηκε κι αυτός με πόνο (όπως αναρωτιόντουσαν οι πρόσφυγες) τι
θ΄ απογίνουμε.
Απέναντι ήταν και η
Δάφνη μπροστά στην ίδια θλιβερή παρέλαση κι ενώ
προς στιγμήν ο Άγγελος πάσχιζε να δει αν την αγαπούσε ακόμη, παραδόθηκε
στη γενικευμένη κατήφεια του πλήθους που
ήταν γύρω του.
* Στα στρατιωτικά τμήματα που είχαν διασωθεί και είχαν περάσει στη Χίο και
τη Λέσβο, καθώς και στις μονάδες του Ναυτικού της περιοχής, η αγανάκτηση είχε
κορυφωθεί. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, ξέσπασε Κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού στη Χίο και τη Λέσβο και σχηματίστηκε Επαναστατική
Επιτροπή από τους πρωτεργάτες της, τους Συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα, ως εκπρόσωπο του
στρατού της Χίου, και Στυλιανού Γονατά, ως εκπρόσωπο του
στρατού της Λέσβου, και τον Αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, ως εκπρόσωπο
του Ναυτικού. Η στρατιωτική ήττα και η καταστροφή του ελληνικού στοιχείου στην Μικρά Ασία, είχαν συγκλονίσει το πανελλήνιο και
είχαν προκαλέσει τη γενική κατακραυγή εναντίον των υπευθύνων. [Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ]
ΧΙ
Εκτέλεσαν έξι υπευθύνους
(υποτίθεται), μα ο μηχανισμός τής διαφθοράς παρέμενε ίδιος. Οι πρόσφυγες
πάλευαν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν και συχνά αναπολούσαν το βιος τους
και τις ανέσεις που είχαν ως πρόσφατα και ήλπιζαν ότι θα αποζημιωθούν ή ότι
κάποτε θα ξαναγυρίσουν τον τόπο τους όπου τους περίμεναν οι θησαυροί που είχαν
κρύψει στο χώμα. Κι οι μέρες του χειμώνα περνούσαν πάνω στα βρεγμένα τσουβάλια
και τα μουσκεμένα σανίδια.
Άλλοι έβλεπαν το κακό σα
θεία τιμωρία, ότι το χτες πέρασε, δεν θα ξαναέλθει και πως αυτό που επείγει
τώρα είναι να δουν πώς θα τα βολέψουν.
Οι εργολάβοι θησαύριζαν
πάνω στις ανάγκες της προσφυγιάς, οι προαγωγοί έσπρωχναν τα κορίτσια στην
πορνεία, το πολιτικό κατεστημένο αλληλοσπαρασσόταν και για να εξιλεωθεί στα
μάτια της αφελούς κοινής γνώμης, εκτέλεσε έξι αξιωματούχους που ήταν τάχα
υπεύθυνοι για το κακό.
Ο Λύσανδρος Στέργης
συνέχιζε να πλουτίζει και στον πόλεμο πουλώντας σίδερο και τώρα πάλι θησαυρίζει
στην ειρήνη με τις τόσες χρείες του κόσμου και του κοσμάκη. Ξέρει το συμφέρον
του και στρέφεται προς την αγορά γης, προβλέποντας τις οικιστικές ανάγκες της
πόλης, που κάποτε θα μεγάλωνε, και τα χωράφια που τώρα αγόραζε φτηνά, αύριο θα
τα πουλούσε για χρυσάφι. Ο Νίκος τον θαύμαζε για τη διορατικότητά του.
Νίκος και Λύσαντρος
Στέργης προχωρούσαν μαζί. Ο Νίκος ήταν το δεξί του χέρι. Η εταιρία βέβαια έδειχνε να έχει πτώση, όμως τα χρήματά
της ο Στέργης, πονηρά και δόλια, τα διοχέτευσε στην απόκτηση γης. Τι νόημα είχε
να δουλεύει για την εταιρία του που ήταν μετοχική και μέγα μέρος τού κεφαλαίου
ανήκε στους μετόχους, δηλαδή σε άλλους; Εκείνο που έχει σημασία είναι να
γεμίζεις την τσέπη σου κι άσε τους άλλους…
Τώρα, με την ακίνητη
περιουσία που αποκτούσε, θα μπορούσε επιτέλους να γίνει ο ίδιος πάμπλουτος,
επενδύοντας αργότερα σε πλοία και εργοστάσια ολότελα δικά του! Και μετά θα
άρπαζε εφημερίδες και πολιτική επιρροή, θα το έπαιζε και φιλάνθρωπος κι θα ήταν
μια χαρά!
Κι όλες αυτές οι
(άνομες) χιλιάδες περνούσαν από τα χέρια του Άγγελου που τις κατέγραφε στα
κατάστιχα.
Η παρέα επανήλθε στο
Μαύρο Γάτο, λες και ήταν χτες, και η συντροφιά μεγάλωσε και δυνάμωσε με την
παρέα ενός θανατολάγνου βραβευμένου ποιητή. [Πρόκειται για τον Κώστα Καρυωτάκη., 1896-1928. Δες τη
φωτογραφία, κάτω.]
Η Στέλλα και ο Άγγελος
βάδιζαν για το πτυχίο, η ορφανή πλέον Έρση υπέμενε σε μια συγγένισσά της, η
Λένα δούλευε στην τράπεζα και ο χειμώνας [του 1923] ήταν ανεκτός μέσα στη θαλπωρή
του καφενείου και για εκείνους που δεν είχαν ρούχα και κρύωναν και για τους
άλλους που ζεσταίνονταν με τα κονιάκ.
Ο θανατολάγνος ποιητής
μόνος του πάλευε την απελπισία του γιατί οι θαμώνες ανακάλυπταν κι άλλα
ποιήματα και άλλους καλλιτέχνες που κοιτούσαν κατά το μέλλον και μιλούσαν για
έρωτα. Παίρναν δυνάμεις κι ύστερα επέστεφαν σπίτια τους συλλογισμένοι.
Μια τέτοια βραδιά αντάμωσαν τυχαία ο Άγγελος με τη Δάφνη και
κάθισαν κάπου να μιλήσουν. Ήταν μαζί του πολύ τρυφερή και εκδηλωτική αλλά και
μετανιωμένη που κάποτε νόμιζε ότι ήτανε βασίλισσα και χαιρόταν να την αγαπούνε
όλοι και ο Άγγελος φυσικά. Πόνεσε η καρδιά του Άγγελου και έτρεμε η ψυχή του
σαν είδε, για πρώτη φορά, ένα ράγισμα στον καθρέφτη της ομορφιάς της. Κατάλαβε
ότι αιτία ήταν ο Στέργης και του το επιβεβαίωσε η Δάφνη η οποία τώρα φρόντιζε
την κατάκοιτη μητέρα της. Ήταν μια νύχτα παράξενη, όπου ο ένας χαιρόταν την
ευτυχία του άλλου για τούτη την αναπάντεχη εγκαρδιότητα και ειλικρίνεια και
χώρισαν με ένα βιαστικό φιλί της Δάφνης, έξω από το σπίτι της.
Ο Αλέξης ο θεατρίνος πούλησε την πατρική του κληρονομικά και
έφτιαξε ένα θέατρο. Είχε πολλά όνειρα για σκηνοθεσίες και παραγωγές, εξάλλου
δίπλα του ήτανε ένα μεγάλο στήριγμα, η ενθουσιώδης Έρση αλλά και μέλη της
παρέας μας όπως ο η Στέλλα και η Λένα, ο Άγγελος παραδίπλα και ένα σωρό άλλα
νέα παιδιά με φιλοδοξίες και όνειρα.
Στο τέλος, πείστηκε και η Δάφνη προς μεγάλη θλίψη του Άγγελου που
τον έπνιγε η ντροπή και η ζήλια τώρα που θα έβλεπε τη Δάφνη να χαριεντίζεται
μπροστά σε τόσον κόσμο!
Το θέατρο άνοιξε με το σαιξπηρικό έργο
«Ο έμπορος της Βενετίας». Παταγώδης αποτυχία!
Οι κριτικοί έθαψαν το
σκηνοθέτη και συμπόνεσαν αυτά τα νέα παιδιά. Μα ο Αλέξης δεν έκανε πίσω.
Εμείς, έλεγε, παίζουμε
για το λαό και πράγματι ο κοσμάκης γέμιζε το θέατρο που είχε σκέπαστρο από
τέντα αλλά δεν ήταν…. αδιάβροχο.
Με τις λιακάδες ο κόσμος
ξαναρχόταν. Βρήκαν και την κατάλληλη ώρα, έξι με οχτώ το βράδυ.
Το μονόπρακτο που
ερμήνευσε η Δάφνη άφησε καλές εντυπώσεις κι αυτή της η επιτυχία ήταν για τον
Άγγελο σκέτος θάνατος, κυρίως όταν είδε στην πρώτη σειρά το Στέργη, τον
Πετρόπουλο, την αδελφή του Στέργη, την Τζένη
και τις φιλενάδες της, όλοι τους κομψοί μέσα στη… φτώχεια τους.
Η Δάφνη, αν και
περισσότερο ρητόρευε παρά έπαιζε, ωστόσο η ομορφιά της ήταν καθηλωτική. Η παρέα
του Στέργη όρμησε στα παρασκήνια.
Η Έρση πλησίασε τον
Άγγελο και του ζήτησε να μείνει μαζί της, υπονοώντας ότι η Δάφνη θα έβγαινε με
το Στέργη, κάτι που δεν συνέβη.
Ο Αλέξης είδε τη θλίψη
τού Άγγελου και πάνω στην ώρα ήλθε και η Δάφνη που ρώτησε τον Άγγελο γιατί δεν
πήγε μέσα απόψε.
Πήγαν πρώτα τη Δάφνη στο
σπίτι, μετά την Έρση και ύστερα ο Αλέξης τους οδήγησε σε μια υπόγεια ταβέρνα,
κάτι σαν έκπληξη.
Εκεί ήταν ένας ποιητής
και ένας πεζογράφος με πολλούς νέους γύρω τους και πολύ περισσότερο κρασί στο
τραπέζι.
Ο Αλέξης, ψιθύρισε στον
Άγγελο, ότι αυτοί εκεί μέσα είναι οι φτασμένοι δημιουργοί, καταξιωμένοι μεν,
απένταροι δε.
Πρόσθεσε ότι ξέρει πως
γράφει και τον ενθάρρυνε να προχωρήσει στα ποιήματά του. Ο Άγγελος είπε ότι από
άρρωστους γραφιάδες δεν βγαίνει τίποτε και ο Αλέξης του απάντησε ότι τα πιο
όμορφα τα γράφουν οι ταλαίπωροι.
Μετά σιμώσανε στο
τραπέζι κι εκεί όλοι τούς καλοδέχτηκαν, μια αποδοχή/καταξίωση που ουδέποτε είχε
βιώσει στο γραφείο τού Στέργη και ήταν όλη ετούτη η πνευματική ατμόσφαιρα τόσο
ζεστή, τόσο οικεία. Βάλσαμο στην
πνευματική του και καλλιτεχνική αξιοπρέπεια!
Κάποιο νέο παιδί διάβασε
σκόρπιους στίχους, χωρίς νόημα, που όμως απέπνεαν μία μουσικότητα και άρεσε
πολύ στον καταξιωμένο ποιητή με την καλοσυνάτη ψυχή. Από δίπλα ο πεζογράφος
έλεγες συνεχώς αστείες ιστορίες.
Ο Άγγελος επέστρεψε
σπίτι αργά τη νύχτα, μουσκεμένος. Ο πατέρας του ήταν πάλι άνεργος και τον
προέτρεψε να πάρει σύντομα το πτυχίο, να διοριστεί για να πάνε σε καμία επαρχία
να ζήσει κι αυτός λίγο άνετα.
Το πρωί τον περίμενε στο
γραφείο ο Νίκος ο Στέργης που προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει οικονομικά τον Αλέξη
στα θεατρικά του, κάτι που δεν άρεσε στο Άγγελο, αφού υποψιάστηκε ότι στόχος
του ήταν η Δάφνη και όχι η στήριξη ενός πρωτοπόρου της τέχνης, με την οποία
άλλωστε ο Νίκος δεν είχε πολλά πάρε-δώσε.
Ο Στέργης συνέχισε να
του απευθύνεται πατερναλιστικά, και να
επιμένει πως απλώς θέλει να βοηθήσει το θέατρο κάτι που εξόργισε τον Άγγελο
αφού ήξερε πως ο Νίκος δεν ενδιαφερόταν για το θέατρο αλλά για τη Δάφνη.
Η κουβέντα πήρε πολύ
άσχημο δρόμο όταν ο Νίκος μίλησε περιφρονητικά για τη Δάφνη.
Ο Άγγελος βγήκε εκτός
εαυτού, γρονθοκόπησε το Νίκο και υπέβαλε την παραίτησή του.
Κατεβαίνοντας στο
Μοναστηράκι, πέτυχε και τη Μαριορή, κεφάτη και καλοντυμένη, γεμάτη πακέτα και ο
νοών νοείτω… [Η φτώχεια δεν αντέχει πολύ τη στέρηση και κάποτε
λυγίζει στην εκμετάλλευση και στη διαφθορά.]
Αποφάσισε να επισκεφτεί
τη Δάφνη η οποία είχε πολλά κέφια γιατί πήρε γράμμα από τον Αργύρη που θα
ξεμπάρκαρε σε δυο τρεις μήνες στον Πειραιά.
Εκεί μέσα ο Άγγελος έχασε
πάλι τον έλεγχο, όταν διηγήθηκε στη Δάφνη τι έγινε με το Νίκο και εκείνη του
είπε ότι ο Νίκος είναι καλό παιδί και ότι κακώς παραιτήθηκε και…
Αυτή η μεταστροφή τής
Δάφνης του άναψε τα λαμπάκια (τον έβγαλε εκτός εαυτού) και θέλησε να τη δείρει,
της επιτέθηκε, αλλά σαν την προσέγγισε, το κορμί της τον συνεπήρε, εκείνη
αντέδρασε στην απρόσμενη σεξουαλικότητά του, από μέσα η μάνα της ρώτησε τι
γίνεται και η… παράσταση ευτυχώς έληξε χωρίς περισσότερα δράματα και θύματα.
Επέστρεψε σπίτι μετά από
πολύωρη άσκοπη περιπλάνηση και βρήκε επιστολή τού Νίκου που τον συγχωρούσε και
του ζητούσε να επιστρέψει στη δουλειά. Προβληματίστηκε έντονα με την καλοσύνη
του, αλλά…
Οι γονείς του ένιωσαν
χαμένοι, γιατί ο Άγγελος είχε φτάσει να παίρνει μισθό δυόμιση χιλιάδες, και τώρα;
Τους είπε ότι θα
πουλήσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν και με τα λεφτά που θα εισπράξουν θα τη
βγάλουνε για δύο μήνες, ώσπου να πάρει το δίπλωμα, και μετά θα πάνε στην
επαρχία, σαν την Στέλλα που είχε διοριστεί στην Κέρκυρα και ήταν πανευτυχής. Η
εξοχή ίσως ήταν το τέλος του δρόμου που είχε διανύσει. Αυτό το τέλος όμως έλαβε
άλλες διαστάσεις όταν έφτυσε στο μαντήλι του λίγο αίμα. Θυμήθηκε τον Πασπάτη.
[Ο αφηγητής μας
προϊδεάζει, μας προετοιμάζει ψυχολογικά για το τέλος του Άγγελου το οποίο
πλησιάζει.]
ΧIΙ
Στο θεατράκι του Αλέξη
λιγόστεψε πάλι η πελατεία, παρά τη μόνιμη και ενθουσιώδη παρουσία του Στέργη
(για τη φιλάρεσκη Δάφνη) και του Πετρόπουλου (για την Έρση η οποία δεν ήθελε
σούρτα-φέρτα με τέτοιους ανθρώπους). Αυτοί, σαν είδαν ότι δεν προχωράει το θεατρικό
εγχείρημα, πρότειναν στο θεατρίνο να τον χρηματοδοτήσουν, να επενδύσουν σε ένα
θέατρο της προκοπής. Εκείνος ήταν διστακτικός. Σύντομα όμως κατάλαβε τις
προθέσεις τους όταν η Δάφνη… αρρώστησε τάχα. Ουσιαστικά τον εκβίαζαν. Η Έρση το
κατάλαβε και ο Αλέξης φυσικά. Τώρα το θεατράκι έμεινε χωρίς τη φίρμα του.
Ανέβασαν πρόχειρα μία
τραγωδία η οποία επόμενο ήταν να εξελιχθεί σε κωμωδία, ή καλύτερα σε φάρσα. Ο
Αλέξης απέδωσε την αποτυχία του ακόμη μια φορά στην αμάθεια του κοινού που είχε
διαφθαρεί από την ελαφρότητα τών επαγγελματικών θιάσων, και εγκατέλειψε την
προσπάθεια. Ανέθεσε στον ταμία να πουλήσει τα πάντα και να μοιράσει ό,τι μπορεί
στο προσωπικό που τον στήριξε και τους καληνύχτισε: «δεν μπορώ άλλο πια». Τα
παιδιά που τον αγαπούσαν έβαλαν τα κλάματα. Η Έρση έδειξε να μην πτοείται, μα η
αυλαία τού Αλέξη και του πειραματικού του θεάτρου είχε πέσει, ή μάλλον, είχε
σωριαστεί.
Οι αποκαμωμένοι
θεατρίνοι βγήκαν στη βροχή και κατέληξαν σε ένα καφενεδάκι όπου παρατηρούσαν
τούς απλούς ανθρώπους με τη συνηθισμένη τους ζωή που τους φάνηκε πεζή, αλλά
ένας νέος εκεί μουρμούρισε πως η ζωή είναι όμορφη και οι γυναίκες, όλες οι
γυναίκες του κόσμου υπέροχες. Κι εσύ έχεις τα βάσανά σου, αποκρίθηκε ο Αλέξης
και έφυγε μόνος και πτοημένος στο σκοτάδι.
Μια μέρα, στο Μαύρο
Γάτο, ο Άγγελος έμαθε από την Έρση ότι ο θεατρίνος έφυγε για την επαρχία με ένα
θίασο τού ελαφρού θεάτρου (της επιθεώρησης). Καλύτερα να αυτοκτονούσε, είπε ο ποιητής. Όχι, είπε η Έρση. Πρέπει να
ζήσει και να ξανάρθει εδώ! Ο Άγγελος θαύμασε το ακατανόητο θάρρος και το πείσμα
της Έρσης από την οποία, έμαθε ότι η Δάφνη τα βρήκε πάλι με το Στέργη και τον
Πετρόπουλο. Επίσης του υποσχέθηκε να του
βρει δουλειά σε ένα συμβολαιογραφείο.
Ο ποιητής Κώστας
Καρυωτιάκης αυτοκτόνησε στο Βαθύ Πρέβεζας το 1928. Λέγεται ότι είχε προσβληθεί
από σύφιλη.
Ο Άγγελος δεν μπορούσε
να διανοηθεί από πού πηγάζει το ενδιαφέρον τής Έρσης κι εκείνη του είπε ότι
πιστεύει πως οι άνθρωποι πρέπει να αγαπιόμαστε και να στηρίζουμε ο ένας τον
άλλο.
Ο ποιητής, που ήταν και μισογύνης, από δίπλα εξέφρασε την αντίρρησή
του με δύο στίχους: «Ρίξε το όπλο και
σωριάσου πρηνής // όταν ακούσεις ανθρώπους», μα η Έρση του αποκρίθηκε με
στίχους αγάπης.
Κ. Καρυωτάκης
– ΥΠΟΘΗΚΑΙ (1927)
Όταν οι
άνθρωποι θέλουν να πονείς, // μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο
και σωριάσου πρηνής, // όταν ακούσεις ανθρώπους.
Όταν ακούσεις
ποδοβολητά // λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου
με μάτια κλειστά // και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον
τόπο μυστικό, // στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Όταν οι άνθρωποι
θέλουν το κακό, // του δίνουν όψη ν’ αρέσει.
Του δίνουν
λόγια χρυσά, που νικούν // με την πειθώ,
με το ψέμα,
Όταν οι
άνθρωποι διαφιλονικούν // τη σάρκα σου και το αίμα.
Όταν έχεις μια
παιδική καρδιά // και δεν έχεις ένα φίλο,
Πήγαινε βάλε
βέρα στα κλαδιά, // στη μπουτονιέρα σου φύλλο.
Άσε τα γύναια
και το μαστροπό // Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα*.
Σε βάραθρο
πέφτοντας αγριωπό, // κράτησε σκήπτρο και λύρα.
Ο Φιλύρας ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του.
Μεγαλομανής, «γόης» και καταχτητής οραμάτων. Η ποίησή του κινιέται κατακόρυφα
προς τα ύψη· και του Καρυωτάκη κάθετα προς τον τάφο. (Κώστας Βάρναλης)
Ο Άγγελος ένιωσε πάλι τη
φυματίωσή του να τον πλησιάζει και βγήκε έξω με την καλόψυχη Έρση να
περπατήσουν.
Ο Πετρόπουλος και ο
Στέργης πήραν το πτυχίο τους με ψέματα, δηλαδή χαριστικά. Τάχα μου είχαν πάει
στον… πόλεμο. Προφανώς είχαν κάποιο μεγάλο μέσον. Τρελοί από χαρά, μπήκαν σε
μία μπυραρία της Ομόνοιας για να γλεντήσουν. Νωρίτερα είχαν βρει το διστακτικό
Άγγελο και τον ενοχλούσαν με ερωτήσεις – για τη Δάφνη, κουβέντα.
Οι νεαροί «επιστήμονες»
έφεραν και δύο γυναίκες στο τραπέζι τους, τους χάρισαν και λουλούδια και σε
λίγο κάλεσαν ένα αμαξά να τους πάει όλους μαζί στο ασκηταριό, κουβαλώντας και
δυο μπουκάλες ποτό.
[Σχόλιο: Τι να κάνουνε
τα καημένα τα παιδιά! Πολεμούσαν τόσα χρόνια για την πατρίδα, αρρωστήσανε,
διάβαζαν κι όλας για το πτυχίο… Άντεξαν από θαύμα… Τώρα που επιτέλους ήλθε η
ώρα τής επιβράβευσης, της ανταμοιβής των
κόπων τους, κακό είναι να το γλεντήσουνε με γυναίκες και ποτό; Ε; Κακό είναι;]
Η Έρση σύστησε τον (επί
πτυχίω φοιτητή τής φιλολογίας) Άγγελο σε ένα συμβολαιογράφο ο οποίος τον
προσέλαβε να γράφει καθαρά τα συμβόλαια, δίπλα σε μια κοπέλα που είχε τελειώσει
το γυμνάσιο.
Εκεί ο Άγγελος θυμήθηκε
τη λύσσα τού Λύσανδρου Στέργη για την απόκτηση γης.
Προς το βράδυ έκλεισε το
συμβολαιογραφείο και ο Άγγελος βγήκε στο δρόμο με την κοπέλα και μέχρι να
χωρίσουν οι δρόμοι τους τον είχε ενημερώσει για την οικογενειακή της κατάσταση:
επαρχία, προϊστάμενος, υπόγειο στη Βάθη(ς), μητέρα, δύο αδέλφια φοιτητές.
Ο Άγγελος σκέφτηκε πρώτα
να περάσει από το Μαύρο Γάτο, όταν, άξανφνα, από το δρόμο, ο αναψοκοκκινισμένος
Στέργης τον κάλεσε να ανέβει στη… μεθυσμένη άμαξα με τον Πετρόπουλο και τις δύο
λουλουδάτες γυναίκες τής μπυραρίας οι οποίες συμμετείχαν στο ξεφάντωμα των νέων
πτυχιούχων που τα κατάφεραν χωρίς διάβασμα αφού τα… παιδιά είχαν πάρε μέρος
στον… πόλεμο. Το αλκοόλ είχε κάνει το Νίκο υπέρ το δέον αγαπητό, ευσυγκίνητο
και εκδηλωτικό.
Ο Άγγελος προσπάθησε να
φύγει αλλά το μεθύσι και η φρενιασμένη επιμονή τού Νίκου, στο τέλος τον
στρίμωξαν πάνω στην άμαξα, δυσαρεστώντας την υπόλοιπη παρέα η οποία μάλλον είχε
άλλα σχέδια.
Σαν φτάσανε στο
ασκηταριό τού Πετρόπουλου, εκείνος έδιωξε απότομα τον Άγγελο, για να μη χαλάσει
τη δουλειά με τις γυναίκες, μα ο Νίκος φώναζε μεθυσμένος κραυγάζοντας
επίμονα και σπαραχτικά συγγνώμη από τον
Άγγελο, τον αδελφό του, για τότε που τον στεναχώρησε και του χάριζε και τη
Δάφνη κι όλον τον κόσμο, σπαράσσοντας –Άγγελε, άγγελε, αδελφέ μου!
Δυο βδομάδες μετά, πήρε
και ο Άγγελος το πτυχίο του. Η Αθήνα γιόρταζε την πρώτη αβασίλευτη δημοκρατία*
(1924) σε μια ατμόσφαιρα βαριά. Ο Αλέξης διεκτραγωδούσε με επιστολή του στην
Έρση ότι έπαιζε σε άθλιες οικονομικές και καλλιτεχνικές συνθήκες,
διασκεδάζοντας τους επαρχιώτες, και του ερχόντανε να κρεμαστεί.
Το γράμμα έκλεινε με την
ομολογία του ότι ντρέπεται πλέον να πιάσει το Σαίξπηρ στα χέρια του!
*Στις 25 Μαρτίου
1924 η Συνέλευση κατήργησε το θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα, ανακήρυξε ως
πολίτευμα της Ελλάδας την αβασίλευτη δημοκρατία, κήρυξε έκπτωτη τη ελληνική
δυναστεία και απαγόρευσε με ψήφισμα της τη μόνιμη διαμονή των μελών της στην
Ελλάδα και στις 13 Απριλίου του 1924
έγινε το δημοψήφισμα με αποτέλεσμα 69,95% υπέρ
της αβασίλευτης Δημοκρατίας.
ΧΙΙΙ
Με τη βοήθεια του
Άγγελου, που δούλευε σκληρά στο συμβολαιογραφείο, το καλοκαίρι του 1924, ο
μικρός βαριά άρρωστος αδελφός του και η
μητέρα του πήγαν στην Αίγινα, σε μιας γειτόνισσας το σπίτι που τους συμπόνεσε,
ελπίζοντας στις θεραπευτικές δυνάμεις
τού καθαρού αέρα και της θάλασσας.
Τώρα έμειναν στην Αθήνα
ο Άγγελος και ο πατέρας του και τα βράδια πηγαίνανε σε ένα οικονομικό ταβερνάκι
και τα λέγανε σα φίλοι.
Έτσι ήλθαν πιο κοντά και
ο Άγγελος συνειδητοποίησε πως ο πατέρας του δίχως την πίστη στο Θεό θα είχε
λυγίσει με τόσα βάσανα που τον βρήκαν.
Ο πατέρας του ανέμενε να
τον σώσει το διορισμός τού Άγγελου στην επαρχία, μα ο Άγγελος ένιωθε τα
πνευμόνια του πολύ πιο αδύναμα από πριν.
Ο Νίκος ο Στέργης πήγε
στο Παρίσι για σπουδές και με την αδελφή του (την Τζένη) περνούσαν μια χαρά. Ο
Πετρόπουλος ζήλευε και πίεζε το θείο του να πάνε κι αυτοί στο Παρίσι, αφού είχε
τόσα χάλια η πατρίδα, μα ο θείος του ήταν… αισιόδοξος γιατί έβλεπε τους στρατιωτικούς να ορέγονται την εξουσία
(ετοίμαζαν πραξικοπήματα και τελικά, δέκα χρόνια μετά θα επαναφέρουν το βασιλιά).
Ένα Σαββατοκύριακο ο
Άγγελος και η Έρση (που δεν έπαψαν να
ανησυχούν για τον Αλέξη) επισκέφτηκαν στην Αίγινα τη μητέρα του και τον αδελφό
του που ανάρρωνε στο σπίτι της γειτόνισσας. Για να μη σκανδαλίσουν τους σπιτονοικοκύρηδες,
ο Άγγελος σύστησε την Έρση ως ξαδέλφη, προκαλώντας και σ΄ εκείνη και στη μητέρα
του μεγάλη αμηχανία ιδίως όταν την ενημέρωσε ότι με την Έρση ήταν απλώς φίλοι
μεταξύ τους.
Πάει, το ΄χασα κι αυτό
το παιδί, σκέφτηκε η μητέρα [προϊδεασμός]. Αλλά και η γειτόνισσα απόρεσε. Παρά
ταύτα τους φιλοξενήσανε. Το βραδάκι, πήραν και την Αριάδνη, τη ραφτρούλα (την
κόρη της γειτόνισσας) μαζί τους και κατέβηκαν στην ακρογιαλιά όπου θυμήθηκαν το
«Όνειρο Καλοκαιρινής νύχτας».
Ήταν ωραία η βραδιά, με
τους φωνογράφους που τραγουδούσαν, τον πολύ τον κόσμο που καλοπερνούσε και τις
δυο κοπέλες δίπλα του, οι οποίες, ερωτικά, κάθε άλλο παρά αδιάφορες τού ήταν
κάτω από το ζεστό φεγγαρόφωτο που συνωμοτούσε πώς να ξελογιάσει τα νιάτα.
Επέστρεψαν σπίτι και το
μυαλό τού Άγγελου αναζήτησε τη Δάφνη με την κατάκοιτη μητέρα της, το Στέργη
μακριά και τον Αργύρη στις θάλασσες. Είχε άραγε ελπίδες;
Τώρα που ξαναχώρισε με
το Στέργη, η Δάφνη μαράζωσε. Της άρεσε πολύ η έλξη τους. Της έδινε ευτυχία και
τώρα, που ο Στέργης έφυγε ξαφνικά κι ούτε ένα γράμμα, απέμεινε μονάχη κι ο
καιρός περνούσε. Τον ένιωθε. Ήταν και η φροντίδα της μάνας της που την
εξουθένωνε.
Η Έρση της είπε ότι
αρέσκεται να την αγαπούν αλλά η ίδια δεν αγαπάει. Έκανε διάνα, αν κρίνουμε από
το παρατεταμένο χαμόγελο με το οποίο αντέδρασε η γειτόνισσά της Δάφνη.
Ήλθε και ο Πετρόπουλος
κι έπεσε με τα μούτρα πάνω στη μοναχική Δάφνη, μα η Δάφνη δεν ενέδωσε με την
πρώτη. Αν και υπήρξαν εραστές στο παρελθόν, τώρα δεν θα του ξαναδινόταν χωρίς
κόπο και αντίκρισμα.
Η μάνα της, η κυρία
Χριστοφίλη, επέκρινε να νυχτοπερπατήματα της κόρης της, αλλά…
Ήταν και η απουσία τού
Αργύρη που βάραινε πολύ στην ψυχή της. Κι όλα αυτά μαζί την έκαναν να νιώθει
ότι όση ζωή τής απομένει είναι χωρίς σκοπό.
Η Δάφνη είναι τραγικός
άνθρωπος είπε η Έρση στον Άγγελο ο οποίος κάποια στιγμή συναντήθηκε τυχαία στο
δρόμο με τη Δάφνη.
Πόσο θα ήθελα να σε
αγαπήσω, τού είπε η Δάφνη με απεγνωσμένη ενοχή.
Τότε η Δάφνη τού
αποκάλυψε ότι όλη η παρέα τον λυπόταν από παλιά, ότι συχνά μιλούσαν και
γελούσαν πίσω από την πλάτη του, ότι τον περιφρονούσαν, ότι δεν νιώσανε ποτέ
τους ούτε τη φτώχεια του ούτε τον πόνο του ούτε τους καημούς του. Ως και
συμβούλιο είχανε κάνει την πρώτη φορά για να δούνε αν θα τον καλούσαν μαζί
τους!
Για τον Άγγελο θα ήταν
καλύτερα η Δάφνη να μην είχε ανοίξει ποτέ
το στόμα της. Τώρα όμως του μιλούσε ανοιχτά, ειλικρινά και ωμά
επιβεβαιώνοντας όλα όσα ο Άγγελος βίωνε από παιδί, επί χρόνια. Αυτό δεν
μπορούσε να της το συγχωρέσει.
Τώρα ένιωσε να πεθαίνει
η νιότη του, εξαιτίας της Δάφνης, για δεύτερη φορά, αφού η ωμή αποκάλυψή της,
ότι δεν ήταν για την παρέα και για την ίδια τίποτε περισσότερο και τίποτε
λιγότερο από ένα παιγνίδι στα χέρια τους, τού στερούσε πλέον το δικαίωμα ακόμη
και στο απατηλό όνειρο όπου είχε αποθησαυρίσει όλες τις μικρές στιγμές μαζί
της, όλα τα λιγοστά ψίχουλα τής ερωτικής του ουτοπίας.
Η Δάφνη, στην ουσία,
ζητούσε εξιλέωση. Πήρε όμως και μία γεύση ηδονικής θλίψης. Τον εαυτό της
σκεφτόταν πάλι όπως και ο Άγγελος τον δικό του. Της άγγιξε τα χέρια και
ισορρόπησαν μέσα τους και οι δύο.
Το Σαββατόβραδο πήγε
στην Αίγινα και η μητέρα του προσπάθησε να τον πείσει να παντρευτεί την
Αριάδνη. Θα του κάνει καλό ο καιρός της επαρχίας, θα διοριστεί εύκολα, το σπίτι
αυτό θα γίνει δικό του, η Αριάδνη είναι καλό κορίτσι και ο πατέρας του
επιτέλους θα πάψει να βασανίζεται μέρα νύχτα από την αγωνία της φτώχειας και
της στέρησης.
Ο Άγγελος της είπε ότι
είναι άρρωστος κι εκείνη αποκρίθηκε ότι δεν έχει τίποτε και συνέχισε να
παινεύει την Αριάδνη, το χαρακτήρα και την περιουσία της.
[Κριτική:
Είναι περίεργο που ο Παναγιωτόπουλος δίνει μία τέτοια κατεύθυνση στο χαρακτήρα
της μητέρας τού Άγγελου («δεν έχεις τίποτε, γιέ μου») η οποία ήδη έχει χάσει
δύο παιδιά από αρρώστιες, το μικρό της εν ζωή παιδί είναι άρρωστο (εξ ου και η
Αίγινα) και ο Άγγελος, ο οποίος τώρα της λέει ότι είναι άρρωστος, λίγο έλειψε
να πεθάνει από φυματίωση στο στρατό και ανάρρωσε ύστερα από πολλή ταλαιπωρία.
Έτσι θα αντιδρούσε μια καλή μητέρα, εάν το παιδί της την ενημέρωνε ότι ήταν
άρρωστο; Το λογικό και αναμενόμενο σε μια μητέρα σαν τού Άγγελου θα ήταν να
ενδιαφερθεί αμέσως για την υγεία του παιδιού της, οπότε θα μάθαινε ότι ο
Άγγελος υποτροπίασε, ότι άρχισαν οι πρώτες δειλές αιμοπτύσεις. Στο σημείο αυτό
έχω την εντύπωση ότι το «σενάριο» πάσχει, γιατί η μητέρα του Άγγελου δεν είναι
συνεπής προς το χαρακτήρα της, όπως τον έχτισε έως εδώ ο ΙΜΠ.]
Ο Άγγελος σκέφτηκε πως
ένας τέτοιος γάμος θα ήταν το φέρετρο για τα νιάτα του αλλά και για τα βάσανα
που τον ταλαιπώρησαν τόσα χρόνια.
Της είπε ότι δεν μπορεί
να αποφασίσει ακόμη κι εκείνη επέμεινε να το σκεφτεί σοβαρά, είναι καλό κορίτσι
και έτσι έδειχνε.
Ξαναντάμωσαν με την Έρση
και τα λέγανε σαν φίλοι που είναι με κοινές πνευματικές ανησυχίες και τη
χαιρότανε ο Άγγελος την Έρση γιατί συνδύαζε αντιθέσεις και τις μετέτρεπε σε
χαρίσματα.
Η Έρση τον ενημέρωσε πως
έλαβε δεύτερο γράμμα από τον Αλέξη που ανάρρωνε [μάλλον από
κατάθλιψη] στη βόρεια Ελλάδα και διάβαζε Σαίξπηρ.
Περάσανε από το σπίτι
της Δάφνης και η παραδουλεύτρα τούς είπε ότι έφυγε με ένα κύριο, μ΄αυτοκίνητο.
Ο Άγγελος άραξε σε μια
πολυθρόνα στην κάμαρη της Έρσης (ήταν γειτόνισσες με τη Δάφνη) η οποία είχε
εγκαταλείψει τις σπουδές και δόθηκε στις ιδέες της.
Εκεί ο Άγγελος έκανε
μαύρες σκέψεις για την βεβαιότητα ενός πηγαιμού δίχως γυρισμό, σε ένα βαθύ και
ουράνιο προορισμό χαρμολύπης. «Εμένα διάβηκε η ζωή, όλη ένα δάκρυ, απ΄ το πρωί έως την
εσπέρα. Κι άλλο πια δε μου μένει, παρά,
θεοί μου αγαπημένοι, νάθρω εκειπέρα.»
ΟΙ ΣΚΙΕΣ
Άννα ντε Νοάιγ
Μετάφραση: Κ. Καρυωτάκης
Όταν πια θα
’μαι κουρασμένη // εδώ να ζω μόνη και
ξένη // χρόνους αβίωτους,
θα πάω να δω τη
χώρα που ’ναι // οι ποιητές και καρτερούνε // με το βιβλίο τους.
Φρανσουά Βιγιόν
σκιά μου φίλη // που ταπεινά καθώς οι γρύλοι //ετραγουδούσες,
πόσο η ψυχήμου
θα σ’επόνει // όταν σ’επρόσμενε η αγχόνη /κι έκλαιαν οι Μούσες!
Τάχα τρεκλίζοντας
ακόμα,// Βερλαίν, κρατάς αυλό στο στόμα, // δεύτερος Παν,
πάντα είσαι
απλός και θείος εσύ, // μεθώντας με οίστρο, με κρασί, // pauvre Lélian;
Και τέτοιο αν
είχες ριζικό, // που άλλο δεν είναι πιο φριχτό, // Ερίκε Χάινε,
ούτ’ έτσι ωραίο
σαν το δικό σου, / στα χέρια μου το μέτωπό σου /γείρε και πράυνε.
Εμένα διάβηκε η
ζωή // όλη ένα δάκρυ, απ’ το πρωί // έως την εσπέρα.
Κι άλλο πια
τώρα δε μου μένει, // παρά, θεοί μου αγαπημένοι, /νά ’ρθω εκεί πέρα.
Ξαφνικά, η Έρση άρχισε
να καλεί τον Άγγελο επίμονα και επιτακτικά. Εκείνος βγήκε με πολύ κόπο από τον
πρόσκαιρο παράδεισο τής μέθης που του προκάλεσε η νοητή αίσθηση τού θανάτου της
θλίψης.
Από το σταματημένο
αυτοκίνητο βγήκαν η Δάφνη με λουλούδια
στην αγκαλιά και ο γελαστός Πετρόπουλος που της κρατούσε το χέρι. Αυτό ήταν! Ο
Άγγελος όρμησε στον Πετρόπουλο που έπεσε με το κεφάλι στο πεζοδρόμιο.
Αφού τους χωρίσανε
απέμεναν και οι δύο σωριασμένοι και αιμόφυρτοι, σαν ξεψυχισμένοι: ο Πετρόπουλος
από τη μανιασμένη και παρ΄ολίγον φονική επίθεση τού Άγγελου και ο Άγγελος από
την υπερένταση της πρωτόγονης οργής του που ξεχείλιζε αφρό και αίμα φυματικό.
Η κατατρομαγμένη και
σοκαρισμένη Δάφνη συνόδεψε τον Πετρόπουλο στο νοσοκομείο. Υποβασταζόμενος ο
σιωπηλός Άγγελος, τον οποίο ακολούθησε η Έρση, κατέληξε στο μουχλιασμένο και
δύσοσμο κρατητήριο.
Ο Πετρόπουλος στο
νοσοκομείο είχε δίπλα του τη Δάφνη και το θείο που ορκιζόταν εκδίκηση.
Ο πατέρας τού Άγγελου
ήταν σα χαμένος στο αστυνομικό τμήμα όπου διαβεβαίωνε τον ανάλαφρο αξιωματικό
ότι μεγάλωσε το παιδί του χριστιανικά.
Τελικά ο Άγγελος
γλίτωσε, αλλά η Δάφνη είχε πλέον χαθεί οριστικά και μάλιστα στην αγκαλιά ποιου;
Του Πετρόπουλου! Αν είναι δυνατόν!!!
ΧΙV
Η κοπέλα τού
συμβολαιογραφείου παντρεύτηκε. Ήρθε και νέος υπάλληλος, οικογενειάρχης, μεσήλικας και πεπειραμένος,
που έκλεβε άφοβα, από το συρτάρι του συμβολαιογράφου, μπροστά στον έκπληκτο
Άγγελο και στην κοπέλα.
Δεν ένιωθε την παραμικρή
ενοχή, αφού ο συμβολαιογράφος ήταν γνωστός άρπαγας και εξαιρετικά ευκατάστατος.
Άρπαγες όμως και με
περιουσία ήταν και κάποιοι από τους πελάτες τού συμβολαιογράφου, οι οποίοι
πλούτισαν (μαυραγορίτες* ήταν) κατά τον αποκλεισμό τού 1916-1917, [όταν
οι σύμμαχοι αγγλογάλλοι, κατά τον εθνικό διχασμό ΄15-17, πίεζαν το βασιλιά να πάρει το μέρος τους
εναντίον των Βουλγάρων και Τούρκων στον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο].
*Μαυραγορίτες
αποκαλούνταν οι αδίστακτοι και σκληρόκαρδοι έμποροι οι οποίοι, εν καιρώ πολέμου
και σε εποχές μεγάλης έλλειψης βασικών αγαθών, αντάλλασσαν λάδι και σιτάρι με
σπίτια και οικόπεδα, δηλαδή αγόραζαν περιουσίες αντί πινακίου φακής, πάμφτηνα.
Έδρασαν κυρίως κατά την περίοδο τού Αποκλεισμού (΄16-΄17) και τής γερμανικής
κατοχής (΄41-΄44)
Ο Άγγελος δούλευε σκληρά
στο συμβολαιογραφείο για χάρη τού άρρωστου αδελφού που ανάρρωνε στη Αίγινα αλλά
και τής μητέρας του η οποία είχε γεράσει
παράκαιρα (πριν την ώρα της).
Για να μη στεναχωρέσει
τους δικούς του, έκανε τεράστια προσπάθεια να πνίγει μέσα του το βήχα που αντίς
για φλέμα έχει πάλι αίμα και του φέρνει στο μυαλό το νεκρό Πασπάτη και την
αίσθηση ότι και η δική του σύντομη ζωή τελειώνει βυθισμένη στις απατηλές
ψευδαισθήσεις της.
Η Έρση τον παρακαλούσε
να φροντίσει τον εαυτό του, να κοιτάξει πώς να γιατρευτεί από τη φυματίωση. Του
παραστεκότανε σα γνήσια φίλη και αδελφή ψυχή – άλλο φίλο δεν είχε. Ο Άγγελος
ανέβαλλε συνεχώς τη νοσηλεία του σε κάποιο σανατόριο γιατί οι δικοί του ήταν
τώρα απολύτως εξαρτημένοι οικονομικά από εκείνον και έπρεπε να φέρνει χρήματα.
Ένα μεσημέρι που
βρεθήκανε οι δυο τους στη Σταδίου, είδαν να κατεβαίνει από το Σύνταγμα μία
διαδήλωση σκελετωμένων ασθενών τού νοσοκομείου «Σωτηρία» κρατώντας μαύρες
σημαίες. Ζητούσαν από την πολιτεία (κι ο ποιητής Ιωσήφ Ραφτόπουλος* ανάμεσά
τους) λίγο φαί και θαλπωρή.
*Ο ποιητής Ιωσήφ Ραφτόπουλος γεννήθηκε το 1890 και πέθανε το 1923 στα
33 του χρόνια από φυματίωση. Ακολουθεί το ποίημά του ΙΤΣΑ
Ίτσα, που νάσαι
αγάπη μου, που νάσαι ωιμένα, ωιμένα !
Ίτσα, μονάχα
μια στιγμούλα γύρισ' απ' τα ξένα,
έτσι μονάχα μια
στιγμή κι' ύστερα φύγε πάλι,
κι' ύστερα
φύγε, κι' άλλη πια φορά μην έρχεσαι άλλη.
Μα γλήγορα σαν
το πουλάκι σχίσε τον αιθέρα,
κι' όπου και
νάσαι πρόφτασε προτού βραδυάση η μέρα.
Όπου και νάσαι,
όπου και νάσαι αχ ! έλα πριν νυχτώση,
γιατί για μένα,
αγάπη μου, πια δε θα ξημερώση.
Η Έρση αναλογίστηκε όλες
τις ταλαίπωρες ψυχές του κόσμου, αρρώστους από φυματίωση και σύφιλη,
αγραμμάτους και πρόσφυγες σαν μια τεράστια διαδήλωση, αλλά σαν γιατρικό δεν
βρήκε τις ιδεολογίες και τα πολιτικά προγράμματα αλλά την ανάγκη ο άνθρωπος να
αγαπήσει το συνάνθρωπο, να αποκτήσει συνείδηση ευθύνης.
Ο Άγγελος διάβασε στα
πρόσωπα των απελπισμένων διαδηλωτών τη δική του μοίρα και ένιωσε να τον
τρομάζει η πικρία τού θανάτου. Αναζήτησε παρηγοριά σε μια σκηνή της γλυκιάς
παιδικής του ζωής στην επαρχία, όταν η μητέρα του ήταν ευτυχισμένη κι έφτιαχνε
γλυκό κυδώνι.
Ο Πετρόπουλος βρήκε
τυχαία την Έρση και της έλεγε ότι θα πάει με το θείο του στο Παρίσι κι ότι είχε
αλληλογραφία με το Στέργη και ήθελε η Έρση να τον βρίσει αυτόν τον Πετρόπουλο.
που δεν σκέφτεται τίποτε άλλο εκτός από την καλοπέρασή του, αλλά δεν ήταν του
χαρακτήρα της.
Εν τω μεταξύ επέστρεψε
και ο Αλέξης από την επαρχία (και τη απελπισία της αποτυχίας που τον είχε κάνει
να σκέφτεται ως και την αυτοκτονία) και βρήκε καταφύγιο στη στοργική Έρση κι
άρχισε πάλι να σκέφτεται πώς να παίξουνε Σαίξπηρ και να αισιοδοξεί.
Η Έρση τον βόλεψε σε ένα
καμαράκι δίπλα από τη δική της κάμαρη και σε λίγο αποκάλυψαν ο ένας στον άλλον
πως αγαπιούνται από χρόνια. Η συγγένισσα τής Έρσης αντέδρασε αρχικά, αλλά μετά
συμπόνεσε τα ερωτευμένα νιάτα που είχαν αφήσει τις ακρότητες. Εξάλλου ο Σαίξπηρ
είχε νικήσει το Βερλαίν (προσωποποίηση του έκλυτου βίου), δηλαδή τα κοινά
σχέδια του ζευγαριού να σπουδάσει στη δραματική σχολή ο Αλέξης και να ζήσουνε
ήσυχα τον βοήθησαν να εγκαταλείψει τούς τυχοδιωκτισμούς.
Ο Άγγελος ένιωσε την
αιμόπτυση να πλησιάζει
και τη μοναξιά του να
επιδεινώνεται μαζί με την υγεία του. Η Δάφνη πλέον είχε φύγει όπως και η φίλη
του η Έρση που ερωτεύτηκε τον Αλέξη, υποτίθεται από συμπόνια, τότε γιατί δεν
ερωτεύτηκε και τον ίδιο από οίκτο; Προφανώς επειδή ο Άγγελος ήταν
καταδικασμένος να πεθάνει.
[Ελεύθερος πλάγιος
λόγος]
Οι γονείς τού Άγγελου
συνειδητοποίησαν ότι το παιδί τους θα πέθαινε δίχως νοσηλεία στο σανατόριο
«Σωτηρία». Ο πατέρας του ζήτησε από το Λύσαντρο Στέργη να μεσολαβήσει κι
εκείνος δεν ήθελε να ξοδέψει το χρόνο του για έναν ανεπρόκοπο και αχάριστο αλλά
για χάρη του γιου του θα προσπαθούσε να βοηθήσει κι έβγαλε κι έδωσε ένα
χιλιάρικο στο πατέρα του που το πήρε σα ζητιάνος.
Κι ο συμβολαιογράφος μην
αντέχοντας το αίμα που έβηχε ο Άγγελος, άρχισε να του μιλάει, ο Άγγελος
προσπάθησε να κρύψει ότι η φυματίωσή του έχει αγριέψει πολύ, μα τα σταγονίδια
με αίμα που άφηνε στο γραφείο και ο πυρετός του δεν ήταν τίποτε μπροστά στον
ξαφνικό βήχα που τον έπιασε πάλι…
Οι άλλοι κοιτούσαν, μα ο
συμβολαιογράφος είχε πλέον αδιάσειστα τεκμήρια, αφού ο ξαφνικός βήχας συντάραξε
το κορμί του δυστυχισμένου γραφιά…
Ο συμβολαιογράφος ήθελε
να διώξει τον Άγγελο όσο πιο γρήγορα γινόταν και του έδωσε τρία χιλιάρικα για
να κοιτάξει την υγεία του.
Ο Άγγελος τους
αποχαιρέτησε και ήταν σα να αποχαιρετάει τη ζωή.
Φτάνοντας στη Σταδίου
είδε τον πρόσχαρο κόσμο. Του ήλθε όμως πάλι αίμα από τα πνευμόνια στο στόμα και
η μοναξιά τον έσπρωξε προς την Ομόνοια.
Δεν είχε πλέον ούτε
φίλους ούτε τίποτε και ήθελε να σταματήσει τον πρώτο ξέγνοιαστο περαστικό και
να του πει τον πόνο της ψυχή του, ότι δεν έχει άλλη ζωή, ότι μετράει τις μέρες
του και πω το μόνο δικαίωμα που του απέμεινε είναι ο θάνατος, ενώ εκείνος , ο
περαστικά είναι υγιής. Δεν θα ζήσει βέβαια κι εκείνος αιώνες, αλλά έχει την
τύχη να μην ξέρει πότε θα πεθάνει, άρα να νιώθει σαν αθάνατος αθάνατος, να
κάνει σχέδια για μια αιώνια ζωή, ενώ τον Άγγελο τον καρτερά ο θάνατος και το
ξέρει, τον βλέπει που ζυγώνει.
Στάθηκε στην Ομόνοια και
μπήκε σε ένα για τη φτωχολογιά απλησίαστο εστιατόριο όπου παρήγγειλε στην τύχη
ένα πιάτο και μια μπουκάλα κρασί, κάτι που υπό κανονικές συνθήκες δεν τολμούσε
ποτέ ένα φτωχός σαν εκείνον.
Τώρα όμως είχε τα τρία
χιλιάρικα στην τσέπη. Και τα πνευμόνια του που φτύναν αίμα, ήθελαν να πάρουν
μία γεύση συμπυκνωμένης ζωής.
Βρήκε τρεκλίζοντας. Απ΄
έξω άκουσε για το θέατρο «Μπαγιαντέρα» όπου ο απολαυστικός ηθοποιός
Παπαϊωάννου* διασκέδαζε το κοινό με κωμειδύλλια και οπερέτες (μουσικοχορευ-τικά
της εποχής).
*Ο Ιωάννης Παπαϊωάνου
ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός του μουσικού θεάτρου και ο σημαντικότερος Έλληνας
θιασάρχης της οπερέτας. Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1869 και πέθανε στην Αθήνα το
1931. Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις Σέρρες το 1892, με το
κωμειδύλλιο "Η Λύρα του γερο-Νικόλα", του Δ. Κόκκου. Ως θιασάρχης
ανέβασε με επιτυχία πλήθος ξένων και ελληνικών οπερετών. Διέθετε μέτρια φωνή,
αλλά εξαιρετικά υποκριτικά προσόντα. Θεωρείται ως ο στυλοβάτης της ελληνικής
οπερέτας, πλάι στο δημιουργό της, Θεόφραστο Σακελλαρίδη.
Οι πλάκες και τα αστεία
εκεί μέσα, τα γυναικεία χαμόγελα και τα κορμιά των χορευτριών ξυπνήσανε την
Κεραμεικού με τα ελεύθερα κορίτσια κι εκεί αποφάσισε να περάσει την υπόλοιπη
νύχτα ο Άγγελος, και ήταν μία νύχτα μαγική, φλογισμένη, ένα ταξίδι στο όνειρο.
Και ύστερα επέστρεψε σπίτι. Απέναντι, στο παραθύρι είχε ξυπνήσει ο βιολιστής και υποδεχόνταν τη δροσιά τής αυγής με μια
πετσέτα στον ώμο, γυμνός.
Ο Άγγελος έπεσε στο
κρεβάτι αφού πρώτα απέφυγε να πει οτιδήποτε στους ανήσυχους γονείς του.
Γαλήνεψε λίγο η ψυχή του
σαν έφερε στο νου πρώτα την Αριάδνη της Αίγινας, το κορίτσι του καλοκαιριού και
προπάντων τη φεγγοβολιά τής Δάφνης. Χαμογέλασε πονεμένα και έγειρε στο
προσκέφαλο τού ονείρου.
Το απομεσήμερο άκουσε
την Έρση και τη μητέρα του που πάσχιζαν να βρουν λύση για τη φυματίωση του
Άγγελου.
Κάποιος μακρινός
συγγενής της Έρσης είχε ένα κτήμα στη Λυκόβρυση όπου το κλίμα είναι ξερό. Η
Έρση ανέλαβε να στήσει εκεί ένα τσαντίρι για τον Άγγελο, που αν και ανέμενε το
θάνατο, συγκατάνευσε.
Συγκινητικός ο
αποχαιρετισμός/προϊδεασμός που σκηνοθετεί ο Παναγιωτόπουλος: ο Άγγελος φεύγοντας από το σπίτι του για το
τσαντίρι (φεύγει από τη ζωή), κατεβαίνει τη σκάλα με το σπασμένο σκαλοπάτι και
χαϊδεύει με τα μάτια του τη γαζία, το παραθύρι του βιολιστή, τη μουριά, το
πηγάδι, χαιρετά τη γειτόνισσα, φιλάει τον αδελφό του στα μαλλιά και σκέφτεται
πως η αυλαία πέφτει (δηλαδή η ζωή του τελειώνει και δεν θα ξαναέλθει εδώ).
Μέσα στο κάρο που τους
πήγαινε για τη Λυκόβρυση, η Έρση προσπαθούσε να διασκεδάσει τον Άγγελο με τα
παθήματα τού Αλέξη σε εκείνο το μπουλούκι τής επαρχίας. Μόνο για την Άγγελο
νοιαζόταν εκείνη την ώρα!
Στήσανε το τσαντίρι
μακριά από το πλουσιόσπιτο του συγγενούς τής Έρσης ο οποίος τους καλωσόρισε με
κατανόηση.
Η Έρση υποσχέθηκε στον Άγγελο ότι θα έρχεται να τον
βλέπει.
Όμορφα είναι εδώ, είπε η
μητέρα και ο Άγγελος συμφώνησε.
Τρεις μέρες μετά ήλθε
και ο πατέρας, φορτωμένος και τσακισμένος από το δρόμο.
Η φυματίωση τού Άγγελου
στη Σμύρνη ήταν πολύ πιο αλαφριά, συγκριτικά με ετούτη τώρα εδώ που του έκοβε
την ανάσα, του έκαιγε με πυρετό το κορμί και δεν τον άφηνε να χαρεί τη φιλία
και την αγάπη της Έρσης και του Αλέξη που τον καλούσαν στη ζωή. Γιατί η
αρρώστια τού Άγγελου ήτανε πολύ πιο δυνατή και τον τραβούσε όλο και πιο μακριά
από τους αγαπημένους του που ξέρανε προς τα πού και σωπαίναν…
Ένα απομεσήμερο η Έρση,
ολοφάνερα ταραγμένη, ενημέρωσε τον έκπληκτο Άγγελο ότι έρχονται να τον
επισκεφτούν ο Αργύρης και η Δάφνη. Ο Άγγελος δεν ήθελε να τον δει ετοιμοθάνατο
η Δάφνη, αλλά δεν μπορούσε και να τη διώξει, εδικά μπροστά στον Αργύρη που δεν
ήξερε τίποτε.
Η Δάφνη πονούσε
ανυπόφερτα, ο ήλιος βασίλευε και μαζί του πλησίαζε και η δύση στα βλέφαρα τού
Άγγελου.
Ο Αργύρης και η Δάφνη
τού υποσχέθηκαν ότι στο εξής θα τον επισκέπτονται συχνά, μα όλοι ξέρανε πως
τούτη ήτανε η στερνή φορά. Ο Άγγελος άπλωσε την παλάμη τού αποχαιρετισμού στη
Δάφνη που έτρεμε και ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που κοιταζόντουσαν τόσο
βαθιά: ένα βλέμμα μνημοσύνης στη ζωή για εκείνη και στο θάνατο για αυτόν.
Εκείνη τη νύχτα ο
Άγγελος δεν κοιμήθηκε.
Μητέρα, μείνε μαζί μου,
μη με αφήνεις μονάχο, της είπε κι εκείνη τού χάιδεψε το πρόσωπο.
Ρώτησε για τον πατέρα
και του είπε ότι κοιμάται στο σπίτι κι αυτός ο βασανισμένος.
Ένα τριζόνι, είπε ο
Άγγελος. Ναι, του αποκρίθηκε η καλόκαρδη μανούλα.
Μια καινούργια μέρα
αρχίζει, είπε ο Άγγελος, μέσα στη σιωπή, και σκέπασε το πρόσωπό του με την κουβέρτα,
κλείνοντας τα μάτια του για πάντα.
ΤΕΛΟΣ
Δημιουργική
σύνθεση σε 29 σελίδες από τον Κωνσταντίνο Καλλίμαχο – Λευκωσία., 2018
Επιστροφή στο FB - Κωνσταντίνος Καλλίμαχος., συγγραφέας-εκπαιδευτικός - Αρχική σελίδα
Επιστροφή στο FB - Κωνσταντίνος Καλλίμαχος., συγγραφέας-εκπαιδευτικός - Αρχική σελίδα