Βικτώρια μου, σπλάχνο μου, κορούλα μου, ψυχή μου, δεν σε
κακίζω που έφυγες μακριά μας για σπουδές κι έπαψες να ρωτάς πώς είναι η μικρή
σου άρρωστη αδελφούλα.
Λες ότι, επιτέλους, βρήκες την ευτυχία, ότι ανακάλυψες τι
σημαίνει ηρεμία, χαρούμενη ζωή, ή, έστω, ζωή χωρίς σκοτούρες, φόβο κι αγωνία!
Λες ότι επιτέλους γλίτωσες από εκείνο το χτυποκάρδι που σού
προκαλούσε η διαρκής απειλή τού επικείμενου θανάτου τής βαριά άρρωστης
αδελφούλας σου με τις τόσες και τόσες αιφνίδιες, τραυματικές και παρατεταμένες
κρίσεις επιληψίας.
Δεν σε αδικώ, ζωή μου, Βικτώριά μου!
Και όταν δάκρυσα, δεν ήταν για αυτά που μού είπες, αλλά
επειδή συνειδητοποίησα πόσο μεγάλωσες, ότι είσαι πια γυναίκα πεντάμορφη σαν τη
μανούλα σου και ότι έχεις κι εσύ δικαίωμα να χαράξεις το δικό σου ταξίδι στον
κόσμο, να γνωρίσεις φίλους και φίλες που στερήθηκες στα μικράτα σου, να
φλερτάρεις με το πέταγμα τών χελιδονιών, να ερωτευτείς στο φλοίσβο τών κυμάτων.
Γι΄ αυτό δάκρυσα. Επειδή όλα αυτά σού τα στερήσαμε όταν
ήσουνα μαζί μας, καθώς μάς έβλεπες μονίμως να αντιστεκόμαστε στο χάρο που
ξημεροβράδιαζε πάνω από το προσκεφάλι τής αδελφούλα σου.
Αχ, Βικτώριά μου, φως μου και πνοή μου, δεν σού θυμώνω!
Θυμώνει η έρημος με τη βροχή και η άνοιξη με τα λουλούδια;
Θυμώνουν τα παιδιά με τη γιορτή και ο έρωτας με τα τραγούδια; Θυμώνει με το
ψωμί ο πεινασμένος, με τη δροσιά ο διψασμένος, με τη χαρά ο λυπημένος, με τον
αέρα ο πνιγμένος, με τη στεριά ο ναυαγός;
Όχι, καρδιά μου. Δεν σού θυμώνω.
Με ρωτάς τί κάνει η Μαρία-Φωτεινή, πώς νιώθει τώρα που είσαι
μακριά της, αν τής λείπεις...
Τώρα, ψυχούλα μου, πώς να σού απαντήσω δίχως να σε
στεναχωρήσω; Θα σού πω. Αλλά μη μαραζώσεις. Σ΄ αγαπάει πολύ και η αγάπη της δεν
πρέπει να είναι λόγος για να λυπηθείς.
Λίγους μήνες μετά που έφυγες, η Μαρία-Φωτεινή απαρνήθηκε το
όνομά της.
Πρώτα θυμήθηκε ότι έχεις κι εσύ δύο ονόματα, ότι σε λένε
Βικτώρια-Άντρεα.
Και μετά άρχισε να μας ρωτάει επίμονα, πώς τη λένε την
αδελφούλα σου; για να την ρωτήσουμε κι εμείς, πώς τη λένε την αδελφούλα σου; Κι
απαντούσε: τη λένε Μαρία-Φωτεινή!!!
Κι εσένα, πώς σε λένε, τη ρωτούσαμε. Και μας απαντούσε: με
λένε Βικτώρια-Άντρεα!!!
Τώρα πια δεν ακούει όταν την λέμε Μαρία-Φωτεινή. Αντιδράει
άσχημα.
Για να πιει νερό, πρέπει να την παρακαλέσουμε:
Βικτώρια-Άντρεα, πιες νερό.
Για να φάει το φαγητό της, πρέπει να την ικετεύσουμε:
Βικτώρια-Άντρεα, φάε το φαγητό σου.
Για να πιει τα δέκα οχτώ της φάρμακα και σκευάσματα, πρέπει
να την καλοπιάσουμε: Σε παρακαλώ, Βικτώρια-Άντρεα, πιες τις βιταμίνες σου.
Βικτώρια-Άντρεα, πιες και την καρνιτίνη σου. Πιες κι αυτό το φάρμακό σου,
Βικτώρια-Άντρεα...
Α, συνέβη και το άλλο: από τότε που έφυγες, ζήτησε να την
πηγαίνουμε συχνά στο σούπερ-μάρκετ, στο Μετρό τής γειτονιάς μας, όπου πηγαίνατε
μαζί.
Εκεί, από το προσωπικό, λάτρεψε τέσσερις υπαλλήλους τις
οποίες συνεχώς αποζητά και όταν τις πετυχαίνει, τις αγκαλιάζει θερμά και τις
φιλάει με πάθος.
Πρόκειται για την Αρετή, τη Μαργαρίτα, την Ειρήνη και τη
Μαρία. Ξέρει τα ονόματά τους, αλλά αρνείται να τα πει. Τις βάφτισε κι αυτές...
Βικτώριες και... Άντρεες... Χα χα χα!
Έτσι σε θέλω, καρδούλα μου, Βικτώριά μου, να γελάς!!!
Σ΄ αγαπώ μέχρι τον ουρανό, όπως σάς λέει και η μανούλα σου.
Γεια σου, αγαπούλα μου!
ΥΓ.1 Δεν έχουμε άλλη κόρη. Η Μαρία-Φωτεινή είναι το
μοναχοπαίδι και μοναχοκόρη μας. Ωστόσο αληθεύει η μισή ιστορία, ότι η
Μαρία-Φωτεινή αυτοαποκαλείται πλέον Μάριον, Βικτώρια και Άντρεα. Η Μάριον και η
Άντρεα είναι ξαδελφούλες της. Η Βικτώρια, παιδική της φίλη. Πραγματικά είναι
επίσης και τα πρόσωπα της Αρετής, της Μαργαρίτας, της Ειρήνης και της Μαρίας
που εργάζονται στο Μετρό (στο Πλατύ Αγλαντζιάς). Πραγματική και η... αναβάπτισή
τους σε Βικτώριες και Άντρεες. (Όλο το προσωπικό τού Μετρό έχει αγκαλιάσει τη
Μαρία-Φωτεινή με απέραντη στοργή και τους ευγνωμονούμε!)
ΥΓ.2 Η φανταστική αυτή επιστολή αφιερώνεται στα αδέλφια τών παιδιών
με ειδικές ανάγκες και βαριά νοσήματα.