Εκείνον τον καιρό τα τουρκικά αεροπλάνα γυρόφερναν πάνω από το νησί. Ο ανύπαρκτος στρατός μας υποχωρούσε κακήν κακώς κι εμείς ο κόσμος (χιλιάδες κόσμος, μια ατελείωτη ουρά σκυθρωπών κι αλαφιασμένων οδοιπόρων) φεύγαμε όπως-όπως για να γλιτώσουμε από βιασμούς και εκτελέσεις, γιατί έτσι μας λέγανε οι άλλοι που ερχόντουσαν από την Κερύνεια. Τραβούσαμε κατά το βουνό Τρόοδος. Ολοι μαζί, ο ένας πιο δυστυχισμένος από τον άλλο κι εμείς οι μικρότεροι φοβισμένοι από την απελπισία που βλέπαμε στα μάτια των μεγάλων.
Τα ορεινά γεμίσανε ανθρώπους και ανθρώπους που μήτε να φάνε είχανε μήτε να πιούνε μήτε να κοιμηθούνε και φυσικά πουθενά τόπος να κανεις την ανάγκη σου. Επρεπε να πας κάπου παράμερα κι ακόμα παρα πέρα. Πήγα κι εγώ σ΄ ενα απόμακρο μέρος γιατί ντρεπόμουνα πολυ. Ξάφνου ακούω, πίσω από κάτι χαλάσματα, ένα θόρυβο παράξενο. Κάτι ανάμεσα σε πνιχτή φωνή ανθρώπου και ξεψυχισμένη κραυγή ζώου. Μια σκιά άρχισε να με πλησιάζει. Κοκκάλωσα.
Βλέπω ένα όρθιο φάντασμα, μέσα στη βρόμα και τα κουρέλια, να σέρνει το πόδι του και να βρυχάται, ν΄ απλώνει τα σκεβρωμένα δάχτυλά του με κατι νύχια τεράστια, γαμψά και κατάμαυρα, να με κοιτάζει κατάματα με ένα πρόσωπο λες και το είχανε σκαμμένο και τυλιγμένο στο χώμα από χρόνια...
Εκανε να ΄ρθει πιο κοντά, μα το ένα πόδι του πλάσματος δεν προχωρούσε γιατι το κρατουσε μια αλυσίδα σκουριασμένη κι ένας χαλκάς χωμένος στο κρέας από χρόνια χρόνια. Γλίτωσα, σκέφτηκα κι ένα ένα βήμα πίσω πέφτοντας στη φωνιά μιας γριάς που βγήκε από τα χαλάσματα και μου ένευσε: "Κόρη, φύε που΄τζιαμαί, εν δαιμονισμένη!!!" Τότε τα χρειάστηκα πραγματικά γιατί με μιάς το πλάσμα έπεσε χαμαί κι άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπιέται... κι ακόμα τρέχω...
Ακόμα τρέχω... Τα χρόνια πέρασαν. Γεννήθηκε το παιδί μου. Στους έξι μήνες διαγνώσθηκε γενικευμένη επιληψία. Πάθαινε σπασμούς και χτυπιόταν σαν το πλάσμα που φοβήθηκα τότε πάνω στα βουνά.
Αχ και να γυρνούσε πίσω το ρολόι, ν΄ αγκάλιαζα το παιδάκι εκείνο όπως τώρα την κορούλα μου!!!