Οι Γερμανοτσολιάδες στήσανε τους 120 και καρτέραγαν τις
τουρτούρες να τους τελειώσουν. Ο πατέρας τού Φώτη είπε στους διπλανούς του ότι
δεν γλιτώνουν και πρότεινε αυτός να πάει ευθεία, οι άλλοι στα πλάγια κι
όποιος γλιτώσει.
Εκείνον που έτρεξε αριστερά τον φάγανε οι ταγματαλήτες, τον
άλλον δεξιά τον χτυπήσανε στο πόδι οι Γερμανοί, αλλά γλίτωσε πέφτοντας στη βαθιά
ρεματιά, ενώ τον πατέρα τού Φώτη δεν τολμήσανε να του ρίξουνε γιατί πέρασε
ανάμεσα στους εκτελεστές και μετά βούτηξε με τα μούτρα κι αυτός στα πυκνά
βάτα, τις σκλήθρες και τα γαϊδουρόγκαθα...
Με τον καιρό όλη η αποδώ μεριά χτίστηκε, κρατώντας όμως
απόσταση από το μονίμως καταπράσινο και "σκοτεινό" ρέμα, ώσπου, λίγο μετά τη
Χούντα, πήρανε απόφαση να το σκεπάσουνε.
Φέρανε μηχανήματα και τότε ο καθένας έβρισκε εκεί μέσα, στις
άλλοτε πανύψηλες, καλυμμένες όχθες, ό,τι μπορούσε να φανταστεί - κυρίως γερμανικά κράνη,
παλιές αραβίδες με σαπισμένα κοντάκια, κούφιες σφαίρες
και το επί τουρκοκρατίας πεζούλι που είχε από... καιρό ξεχαστεί και τώρα το
χαζεύαμε ούλοι, γιατί είχε χτιστεί με πέτρες από κάποιο αρχαίο μνημείο ή κάτι
τέτοιο, λέγανε οι μεγάλοι...
Την ανάσα έκοβε μια πέτρα (όσο ένας μέτριος πίνακας) με ένα
σκαλισμένο λιοντάρι. Ήρθε η Αστυνομία, κακό. Ανεβήκανε πάνω στον
"τουρκότοιχο", τον σακάτεψαν (βοήθησαμε κι εμείς) και βγάλανε το λιοντάρι, που όμως
αποδείχτηκε πολύ νεότερο - από αυτά που βάζανε το 19ο αιώνα οι κληρονόμοι των
τουρκοκοτσαμπάσηδων καπεταναίων και τοκογλύφων στην είσοδο των σπιτιών τους,
μιμούμενοι τάχα ερλαδικά οικόσημα.
Μετά από μήνες ήρθε επιτέλους ένας αρχαιολόγος (μανιακός και ροδοκόκκινος σαν μονίμως μεθυσμένος) που τράβαγε τα
μαλλιά του, γιατί στην προσπάθειά μας να βγάλουμε το άσημο οικόσημο, καταστρέψαμε ένα αρχαίο τοίχο που έφτανε ως απάνω στην τσιμεντένια γέφυρα η
οποία επίσης είχε κάτσει σε ρωμαϊκά θεμέλια.
Μας ρώτησε ποιος σακάτεψε τον τοίχο κι όταν του είπαμε
άρχισε να βρίζει κι εμάς και τις οικογένειές μας και την αστυνομία!!!
"Κωλόπαιδα, γαμώ το σόι σας, γινήκατε κι αρχαιολόγοι, Ουστ από δω, είπα!
Με εκτίμηση,