Μεγάλη Παρασκευή τού 1944
Η Μαρία-Φωτεινή και η μάνα μου (Φωτεινή κι εκείνη) έχουν παρόμοιες
ουλές λίγο πιο πάνω από το αριστερό γόνατο. Η Μαρία-Φωτεινή απ΄ όταν ήταν έξι
μηνών και της σκίζανε (στο νοσοκομείο) το μηρό για να βρούνε αρτηρία να βάλουνε
καθετήρα, και η μάνα μου απ΄ όταν ήταν
πέντε χρονών και…
Το σπίτι τού παππού είχε τεράστια αυλή κι εκεί οι Γερμανοί, απέναντι
από το φυλάκιό τους, στήσανε, με το έτσι θέλω, μια παιδική χαρά (για… ασπίδα, υποθέτω)
με κούνιες και σβούρες, όπου μαζευότανε το παιδομάνι του χωριού, μαζί κι η
πεντάχρονη μάνα μου, την οποία οι στρατιώτες υπεραγαπούσαν (την φωνάζανε με το
μικρό της όνομα Φωτεινή) επειδή είχε μάτια καταγάλανα και μαλλιά κατάξανθα και την πειράζανε «είσαι Γερμανίδα, θα σε πάρουμε στη Γερμανία να σπουδάσεις» κι
εκείνη φοβόταν κι έκλαιγε, αλλά τι να έκανε; να έμενε κλεισμένη σπίτι; έξω
πάλι, ξανά παιγνίδι, πείραγμα και δώσ΄ του κλάματα, γέλια τών στρατιωτών και οργή του παππού
που ψιθύριζε μέσα από τα δόντια του: «κουφάλες, γαμώ το καράβι που σας έφερε
στο σπίτι μας».
Ένα απόγευμα, η μάνα μου χτύπησε λίγο πιο πάνω από το
αριστερό γόνατο - ή μήπως απλώς ένιωσε πόνο και είπε ότι χτύπησε; δεν θυμάται.
Το πόδι πρήστηκε, να περπατήσει δεν μπορούσε και σε λίγο έπεσε του θανατά. Ένας
από τους στρατιώτες που την πείραζε, την αναζήτησε, έμαθε, την επισκέφτηκε,
είδε το πόδι της «τούμπανο» και τα μάτια της να κοιτάνε αλλού, έτρεξε
στο φυλάκιο, έφερε γιατρό κι εκείνος, αφού την εξέτασε, έφυγε βιαστικά κι επέστρεψε με τα χειρουργικά, και χωρίς
αναισθητικό (ούτως ή άλλως ήταν μισοπεθαμένη, δεν ένιωσε τίποτε) έσκισε σε τρεις μεριές τη
σάρκα, βαθιά ως το κόκκαλο, εκεί μέσα στρίμωξε από ένα σωληνάκι
ασημένιο, τύλιξε το μηρό απαλά και την άλλη μέρα η μάνα μου πήρε να συνέρχεται…
Μια μέρα πριν έλθει ο γιατρός να κάνει την αλλαγή, μαθεύτηκε ότι επειδή είχε γίνει ένα
σαμποτάζ στη Σταμνά, δόθηκε εντολή να διακόψει ο στρατός την όποια παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης προς τους αμάχους, και η μάνα μου, μια βδομάδα μετά, άρχισε πάλι να σβήνει. Δεν θα βγάλει άλλη
μέρα, είπε η γιαγιά κλαίγοντας και αργά το βράδυ τής Μεγάλης Πέμπτης, ο παππούς στερέωσε τη Φωτεινούλα σ΄ ένα γαϊδουράκι και ξεκίνησαν για το Αγρίνιο. Φτάνοντας τα χαράματα, άκουγε
από μακριά πυροβολισμούς, κάτι σαν ομοβροντίες και μετά τον αντίλαλό τους. Ξύπνησε
το γιατρό, δεν είχε φέξει ακόμη, εκείνος έλυσε τους επιδέσμους και έριξε μέσα…
πετρέλαιο, η μάνα μου ούρλιαξε από τον άλλον κόσμο, ο γιατρός τη χαστούκισε, ο
παππούς τον γρονθοκόπησε και φύγανε όπως όπως. Βγαίνοντας στην πλατεία είδε και τους κρεμασμένους
και κοψοχολιάστηκε. Παρακάτω άκουσε ότι από τα χαράματα
οι Γερμανοί εκτελούν κόσμο και κοσμάκη πίσω από την Αγία Τριάδα (εκεί εκτελέστηκε κι ένας ξάδελφος τού πατέρα μου, ο Σωτήρης Καλλίμαχος).
Κακήν κακώς έφυγε από το Αγρίνιο, σχεδόν τρέχοντας, κι ούτε που κατάλαβε
για πότε βρέθηκε στο χωριό, όπου τα νέα είχανε φτάσει νωρίτερα (πάνω από εκατό, 117 για την ακρίβεια, είχαν εκτελεστεί και τρεις είχανε κρεμαστεί στην κεντρική πλατεία τού Αγρινίου για αντίποινα), οπότε
σκέφτηκε ότι τώρα είναι που δεν υπάρχει ελπίδα και κάλεσε τον παπά να την
κοινωνήσει. Εκείνος ήλθε, αρχίσανε τις προσευχές, η γιαγιά τις γονυκλισίες και τα κλάματα και ο
παπα-Κώστας είπε ότι θα μείνει ώσπου να φύγει η ψυχή του παιδιού, συμπληρώνοντας με σκυμένο κεφάλι, «Κουράγιο Κωσταντή! Έτσι θέλησε ο Θεός!" Τότε έσπασε και ο παππούς...
Όμως, κατά τα χαράματα, ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος από
την πίσω πόρτα. Παίζοντας κορώνα γράμματα τη ζωή τους, είχαν έλθει ο μικρός στρατιώτης που πείραζε τη μαμά και ο
γιατρός (είχαν μάθει, από τα χωριατόπουλα, για το άδοξο ταξίδι του παππού) ο οποίος επανέλαβε την επέμβαση και τον καθαρισμό (του... πετρελαίου) και ανήμερα τής Ανάστασης αναστήθηκε και
η μάνα μου, που κάθε χρόνο τέτοια εποχή, μας λέει την ίδια ιστορία, ξανά και
ξανά, κι εμείς, αν και την ξέρουμε απ΄ έξω κι ανακατωτά, την ακούμε πάντα με
την ίδια κατάνυξη.
Καλή Ανάσταση σε όλους σας!
Με αγάπη,