Επί μήνες με εκλιπαρούσε να πάμε βόλτα στο πάρκο (δυο βήματα πιο πέρα από το σπίτι μας) και της απαντούσα "αργότερα". - "Πότε αργότερα, μπαμπά μου, πότε;" αγωνιούσε. - "Την άνοιξη, καρδούλα μου", την παρηγορούσα. "Την άνοιξη που δεν κάνει κρύο". - "Εντάξει, μπαμπά μου, την άνοιξη", συμφωνούσε λυπημένα, επαναλαμβάνοντας την υπόσχεσή μου: "...την άνοιξη που δεν κάνει κρύο..."
Η περασμένη Κυριακή έμοιαζε βγαλμένη από ανοιξιάτικο παράδεισο: μέρα γλυκιά, καταγάλανη, απαλή, χωρίς ζέστη, ούτε και αέρα, ό,τι έπρεπε για βόλτα στον παιδότοπο του διπλανού μας πάρκου, μετά από τόσους μήνες εγκλεισμού, μετά από τόσες μήνες φυλακής και μοναξιάς...
Το είχα αποφασίσει, μέσα μου, να την πάω εν αναγκη και μόνος μου (γιατί η μανούλα είχε ένα κάρο δουλειές, εν όψει του επικείμενου ταξιδιού τους στις ΗΠΑ) και το έπραξα εντελώς αστόχαστα, αφού ένα παιδί με επιληψία και αστάθεια χρειάζεται μαζί του οπωσδήποτε δύο συνοδούς, έναν για να στηρίζει το παιδάκι και να το τρέχει παντού κι άλλον έναν για να κουβαλάει το καροτσάκι με τις Πρώτες Βοήθειες και καλού κακού να είναι, ανά πάσα ώρα και στιγμή, έτοιμος για τα πάντα...
Η μανούλα έντυνε την κορούλα μας που παραμιλούσε από τη χαρά της, φτιάχνοντας απίθανες ιστορίες με τη Χιονάτη, το... Σκρούτζ, τα Στρουμφάκια και τον... κακό λύκο που αγαπάει όλα τα παιδάκια στο.. πάρκο που παίζουνε και τώρα θα πάμε να τους βρούμε...
Καθώς την ανασήκωσα για να κάτσει στο αυτοκίνητο και να τη βάλω τη ζώνη, ένιωσα την καρδιά της και το σφυγό στο λαιμό της να χτυπάνε τόσο δυνατά, που παραλίνο να πανικοβληθώ. "Άντε", σκέφτηκα, "να βιαστώ λιγάκι, μη μας πάθει και τίποτε μέσα στο αυτοκίνητο από την ανυπομονησία". Μα το κακό επιδεινώθηκε όταν παρκάραμε και είδε από μακριά τα παιδάκια, άλλα να κυλάνε στις τσουλήθρες, άλλα να εκσφενδονίζονται στις τραμπάλες κι άλλα στο γρασίδι να κλωτσάνε μπάλες και να κυνηγιούνται, ξεφωνίζοντας ευχτυχισμένα.
Στο αριστερό μου χέρι κρατούσα τις αγαπημένες της δύο μπάλες (μια πλαστική και μία δερμάτινη - το ποδόσφαιρό είναι η αδυναμία της) και με τη δεξιά παλάμη την κρατούσα να μη μου φύγει, γιατί με τραβούσε πολύ δυνατά και με ενθουσιασμό, τόσο που με παρέσυρε κι εμένα στο κατηφορικό πλακόστρωτο...
Και να ΄σου μια κουκουνάρα θεόρατη, μπροστά μας, δεν πρόλαβα... την πάτησε, γύρισε το αριστερό πόδι και μαζί του γύρισε κι όλος ο παιδότοπος προς το μέρος μας, απ΄ τα ουρλιαχτά της κόρης μας που ακόμα τα ακούω σα μαχαιριές στην καρδιά...
Γιατί δεν έκλαιγε μονάχα από το φριχτό πόνο του αστράγαλου που δίπλωσε. Ούρλιαζε με κραυγιές πόνου, γιατί δεν μπορουσε πια να φτάσει ως το πάρκο, όπου την περίμεναν η... Χιονάτη, ο... Σκρούτζ, τα Στρουφμάκια και ο... κακός ο λύκος για να παίξουν μαζί της...
Η περασμένη Κυριακή έμοιαζε βγαλμένη από ανοιξιάτικο παράδεισο: μέρα γλυκιά, καταγάλανη, απαλή, χωρίς ζέστη, ούτε και αέρα, ό,τι έπρεπε για βόλτα στον παιδότοπο του διπλανού μας πάρκου, μετά από τόσους μήνες εγκλεισμού, μετά από τόσες μήνες φυλακής και μοναξιάς...
Το είχα αποφασίσει, μέσα μου, να την πάω εν αναγκη και μόνος μου (γιατί η μανούλα είχε ένα κάρο δουλειές, εν όψει του επικείμενου ταξιδιού τους στις ΗΠΑ) και το έπραξα εντελώς αστόχαστα, αφού ένα παιδί με επιληψία και αστάθεια χρειάζεται μαζί του οπωσδήποτε δύο συνοδούς, έναν για να στηρίζει το παιδάκι και να το τρέχει παντού κι άλλον έναν για να κουβαλάει το καροτσάκι με τις Πρώτες Βοήθειες και καλού κακού να είναι, ανά πάσα ώρα και στιγμή, έτοιμος για τα πάντα...
Η μανούλα έντυνε την κορούλα μας που παραμιλούσε από τη χαρά της, φτιάχνοντας απίθανες ιστορίες με τη Χιονάτη, το... Σκρούτζ, τα Στρουμφάκια και τον... κακό λύκο που αγαπάει όλα τα παιδάκια στο.. πάρκο που παίζουνε και τώρα θα πάμε να τους βρούμε...
Καθώς την ανασήκωσα για να κάτσει στο αυτοκίνητο και να τη βάλω τη ζώνη, ένιωσα την καρδιά της και το σφυγό στο λαιμό της να χτυπάνε τόσο δυνατά, που παραλίνο να πανικοβληθώ. "Άντε", σκέφτηκα, "να βιαστώ λιγάκι, μη μας πάθει και τίποτε μέσα στο αυτοκίνητο από την ανυπομονησία". Μα το κακό επιδεινώθηκε όταν παρκάραμε και είδε από μακριά τα παιδάκια, άλλα να κυλάνε στις τσουλήθρες, άλλα να εκσφενδονίζονται στις τραμπάλες κι άλλα στο γρασίδι να κλωτσάνε μπάλες και να κυνηγιούνται, ξεφωνίζοντας ευχτυχισμένα.
Στο αριστερό μου χέρι κρατούσα τις αγαπημένες της δύο μπάλες (μια πλαστική και μία δερμάτινη - το ποδόσφαιρό είναι η αδυναμία της) και με τη δεξιά παλάμη την κρατούσα να μη μου φύγει, γιατί με τραβούσε πολύ δυνατά και με ενθουσιασμό, τόσο που με παρέσυρε κι εμένα στο κατηφορικό πλακόστρωτο...
Και να ΄σου μια κουκουνάρα θεόρατη, μπροστά μας, δεν πρόλαβα... την πάτησε, γύρισε το αριστερό πόδι και μαζί του γύρισε κι όλος ο παιδότοπος προς το μέρος μας, απ΄ τα ουρλιαχτά της κόρης μας που ακόμα τα ακούω σα μαχαιριές στην καρδιά...
Γιατί δεν έκλαιγε μονάχα από το φριχτό πόνο του αστράγαλου που δίπλωσε. Ούρλιαζε με κραυγιές πόνου, γιατί δεν μπορουσε πια να φτάσει ως το πάρκο, όπου την περίμεναν η... Χιονάτη, ο... Σκρούτζ, τα Στρουφμάκια και ο... κακός ο λύκος για να παίξουν μαζί της...