Νομίζω ότι η οικογένειά μου είναι τυπικό δείγμα αυτής τής
μαζικής νεοελληνικής παράκρουσης: δηλαδή, τού να ζει κανείς σε ένα φαντασιακό
παράδεισο, εν μέσω κόλασης.
Κατά τη δεκαετία τού εξήντα, δεν είχαμε, καλά-καλά, βρακί να
βάλουμε στον πισινό μας, κι ενώ η γιαγιά, κατά παραγγελία, έπλεκε μάλλινες
κουβέρτες για να ζήσουμε, μάς έλεγε και ιστορίες για τα αυτοκίνητα του παππού, που
μετέφεραν τον Βασιλιά στο Μπιζάνι, αλλά και για την (ξεχαρβαλωμένη πλέον)
τραπεζαρία όπου, επί χρόνια, τις Κυριακές ερχότανε να φάει μαζί τους ο ποιητής Χατζόπουλος.
Μα κι η μάνα μου δεν πήγαινε πίσω στις παραμυθίες. Είχε
λόγους να θυμάται περασμένες δόξες, για το μεγαλογαιοκτήμονα πατέρα της, του οποίου όμως την τεράστια
περιουσία κάνανε σκόνη τα πολλά παιδιά του, όταν εκείνος...
Βέβαια, μεγαλώνοντας, δεν άργησα να καταλάβω ότι όλος εκείνος ο εμμονικός οικογενειακός μας μεγαλοϊδεατισμός, που κρατούσε χρόνια και χρόνια,
εν τέλει διέλυσε τον (μέθυσο) πατέρα μου κι εξάρθρωσε ψυχολογικά εμάς τους μικρούς που για καιρό τη βρίσκαμε να ζούμε σε αδράνεια,
αρκούμενοι στις αφηγήσεις τής γιαγιάς...
Η μάνα μου συνήλθε κάπως νωρίς, όταν, πριν ακόμη διοριστεί,
για να έχουμε ψωμί στο σπίτι, πήγαινε στα χωριά να πουλήσει σεντόνια που
κουβαλούσε στην μικροκαμωμένη της πλάτη. Μια φορά, λίγο έξω από την Άρτα, τη
ρωτάει ένας νοικοκύρης (και μάλλον από οίκτο αγοραστής):
- Και πώς σε λένε, κόρη μου. - Έτσι κι έτσι, του λέει. - Μα, εσύ, η κόρη τού Κωσταντή, βγαίνεις και πουλάς σεντόνια στα χωριά!
Και σ΄ αφήνει η πατέρας σου; Πού είναι τώρα; - Πέθανε, του λέει. Πέθανε πριν
τέσσερα χρόνια...
Η γιαγιά όμως συνέχισε απτόητη. Ήταν η μόνη που είχε (;)
γνωρίσει πλούτη και... πλούτιζε κι εμάς με το κουβεντολόι. Με αποτέλεσμα όλοι,
για καιρό, να νιώθουμε αδικημένοι, ξεπεσμένοι, αλλά... αλλά.... ανώτεροι από
τους... άλλους ξεβράκωτους τής γειτονιάς, δηλαδή γελοίοι.
Μετά τιμής,
Κάπα