Τέτοια εποχή, πριν τρεις δεκαετίες, διάβαινα αμέριμνος με τη
μηχανή, πίσω από το Εθνικό Μουσείο και το Πολυτεχνείο, αλλά ένα αυτοκίνητο,
παραβιάζοντας το κόκκινο, με έστειλε να... φιλήσω το... μαρκούτσι που εξείχε
από τον προφυλακτήρα ενός παλιού VW.
Κι έγιναν όλα… κάτασπρα και χωρίς πόνο. Πρέπει όμως να
έτρεχε πολύ αίμα από το πρόσωπο, γιατί άκουγα πανικόβλητες φωνές και ουρλιαχτά
περαστικών και αργότερα ψύχραιμες οδηγίες τραυματιοφορέων. Προφανώς ήμουνα σε
κατάσταση σοκ ή και σε προσωρινό κώμα.
Όμως εκείνη τη στιγμή, όντας παράλυτος, αδύναμος, ανήμπορος,
παραιτημένος στο κράσπεδο, πίστεψα ότι πέθαινα και χάρηκα γιατί δεν πονούσα
καθόλου. Όσο για το θολό άσπρο χρώμα που με περιτριγύριζε, θα ήταν μάλλον το
τίποτε που με περίμενε ήρεμα και γαλήνια εκεί έξω.
Αλλά, για καλή τύχη τής μάνας και τού αδελφού μου, συνήλθα.
Και τότε άρχισαν οι πόνοι, οι επεμβάσεις, οι πλαστικές κάτω από τα χείλη και
τον ουρανίσκο, τα ράμματα, τα πολλά διαστρέμματα κι ο ατελείωτος πόνος που επί
βδομάδες δεν με άφηνε να κοιμηθώ τις νύχτες.
Συχωράτε με που παραλληλίζω εκείνον τον τραυματισμό με την
βαθιά πληγή που βιώνει η αγρίως στραπατσαρισμένη ελληνική κοινωνία, η οποία μου
δίνει την εντύπωση ότι εδώ και μήνες βρίσκεται σε κώμα, ανήμπορη, πεσμένη στα
κράσπεδα της Ιστορίας, παραλυμένη.
Με τη διαφορά ότι για την κοινωνία μας δεν είναι οι
περαστικοί που κραυγάζουν με αγωνία, αλλά τα εντόσθιά της που τα νιώθει σαν
ξένα, φορτικά. Κλεισμένα, ανεπαισθήτως, από τον κόσμον έξω...
Μετά τιμής,
Κάπα