Η Ελλάδα τού… χθες σε… 10 χρόνια
Στις αρχές τού ΄80, συγκατοικούσα με το Βαγγέλη στα Πατήσια,
μεταξύ Καυταντζόγλου και Σαρανταπόρου, ανάμεσα στη στάση του Αγίου Ελευθερίου
και την Πατησίων. Δεν ήμασταν πάμφτωχοι, απόδειξη ότι χαιρόμασταν όλα τα
γειτονικά θερινά σινεμά (Αελλώ και σία), τα παγωτά τής Χαράς στο Τέρμα
Πατησίων, μια φορά το μήνα την ταβέρνα του Γιώργου (λίγο πιο έξω από το γήπεδο
της ΑΕΚ, στη Φιλαδέλφεια) και κάμποσα βιβλία, άλλα ο ένας κι άλλα ο άλλος, οπότε
τα αναγνώσματά μας αλληλο-εμπλουτίζονταν. Από ρούχα και παπούτσια, τα στοιχειώδη,
δεν βαριέσαι. Στο κάτω-κάτω, οι μανάδες μας ήταν χαμηλόμισθες με ένα σωρό παιδιά και είχανε για άντρες χαμένα κορμιά (σωστά ειπώθηκε ότι το παιδί ορφανεύει από μάνα).
Η αρρωστημένη εμμονή μας με το διάβασμα, εντελώς τυχαία, μάς
εξασφάλισε πρόσβαση σε κάτι ξεχασμένες
ψιλο-υποτροφίες, οπότε ήμουν σε θέση να αγοράζω καθημερινά τα ΝΕΑ και την
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, και τις Κυριακές την Καθημερινή και το ΒΗΜΑ, να τρώω κρουασάν στο
Ντόλτσε, να βγαίνω με καμιά συντροφιά χωρίς να φοβάμαι ότι δεν θα μου φτάσουν να πληρώσω το μερίδιό μου, να κερνάω τα κορίτσια κοκ. Και φυσικά, ανακάλυψα
την... τοπική αγορά: μια βιοτεχνία με παντελόνια στο άλλο στενό, μία με σακάκια
στην παραπάνω γειτονιά, ένα με δερμάτινα στο Παγκράτι, νέες γεύσεις στην
Πλατεία Λαμπρινής, παπούτσια... Σεμπάγκο (τα έχω ακόμη) από το... Κολωνάκι, μια
φορά το μήνα και στο ΙΝΤΕΑΛ ή στη Γλυφάδα, και από βιβλία άλλο καλό, με το τσουβάλι,
γιατί έκανα μαθήματα στης βιβλιοπώλισσας τα παιδιά, κοντά στην Κολιάτσου (τότε
συμπλήρωσα όλη μου τη συλλογή και με τα έργα τού Νίκου Δήμου).
Ήθελα να επισκευάσω το αυτοσχέδιο γραφείο μου και ένα πρωί
πήγα στο "σιδηροπωλείο", το επί της Πατησίων, έξω από την
προτελευταία στάση τού τρόλεϊ, στον Ανδρούτσο. Είχε ένα τρίχορδο μπουζούκι πίσω
από το ταμείο και το κοιτούσα επίμονα. Κατάλαβε. Πήγα σπίτι κι έφερα το
τετράχορδο, τα κουρδίσαμε και... εκείνος με το τρίχορδο κι εγώ με το "κιθαρώνι
του Χιώτη", όπως το αποκαλούσε, έβγαλε και κάτι τυράκια και σαλάμια και ψωμί μπαγιάτικο για το ούζο,
πρωί-πρωί, ήλθε κι ο γιος του, παίξε, μου λέει, την εισαγωγή από το Λίγα Ψίχουλα Αγάπης... και τα κατάφερα (κι ας έλειπε το βιολί και η φωνή τού Τζουανάκου).
Ε, ρε και πιάνει ο υιός το μπουζούκι... Μετά έμαθα ότι ήτανε
πρώτο όργανο στο μπουλούκι τής Μαίρη Λίντας - έπρεπε να το καταλάβω, γιατί είχε
μια χοντρή χρυσή καδένα στο λαιμό και δάχτυλα χιώτικα, από εκείνα των
καλοπληρωμένων οργανοπαικτών. (Τότε συνειδητοποίησα ότι η μουσική δεν με πάει
όσο θα ήθελα, δε φτουράω, και το έριξα στα... γράμματα).
Απέναντι ήταν ένα φωτοτυπάδικο με δυο αδέλφια. Η μηχανή τους
ήταν συμπαγής και παλαιολιθική. Αλλά την προσέχανε σαν τα μάτια του (φαινότανε από τις απαλές τους κινήσεις που ήταν γεμάτες σεβασμό προς το μηχάνημα που τους τάιζε). Κάθε φορά που πήγαινα για
φωτοτυπίες, έβλεπα στη βιτρίνα τους περισσότερα ηλεκτρονικά από πριν. Προκομμένα
παιδιά. Μου λέει ο ένας, ύστερα που γνωριστήκαμε: "Σε θυμάμαι εκείνο το πρωί με τον Ανδρούτσο, που μεθύσατε.
Περιμέναμε έξω από το μαγαζί του ουρά, και μας χτυπούσε ο ήλιος, αλλά δε
φεύγαμε. Μα τι μπουζούκι είναι αυτό που παίζεις!" - "Δεν ήμουν εγώ,
αλλά ο γιός του, εγώ απλώς σιγοντάριζα», του λέω. Εκείνος επέμεινε, όπως συμβαίνει με όλους τους άσχετους...
Ένα βράδυ ήλθε η Αϊσέ από απέναντι. Δεν έχω ξαναδεί πιο
ΩΡΑΙΑ γυναίκα στον κόσμο!!! Τουρκάλα. Ήταν η κόρη τού πρεσβευτή που
δολοφονήθηκε από Κούρδους στο Παρίσι στις αρχές του Ογδόντα. Τα είχε φτιάξει με
ένα δικό μας, εκλεκτό παιδί (τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερός μας). Είχανε γνωριστεί
στην Ανώτατη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Διπλωματίας της Γαλλίας. Εκεί
παντρευτήκανε και είχανε δύο πανέμορφα, ευγενέστατα και αξιολάτρευτα κοριτσάκια, την Αλέξις και τη Στέφανυ -
κοσμοπολίτικα ονόματα. (Μένανε σε ένα ανακαινισμένο, δίπλα από το διατηρητέο του
γιατρού τού Κορρέ, που τον είχανε πάρει οι αντάρτες όμηρο και τον καθάρισε ο
Ορέστης με μια σφαίρα στο σβέρκο, λίγη ώρα μετά την ηθοποιό Ελένη Παπαδάκη.) Ήλθε λοιπόν η Αϊσέ, μα τι απλός άνθρωπος, τι
ζεστός, τι φινέτσα, και μας κάλεσε για το αποχαιρετιστήριο πάρτυ - επί τέλους ο
άντρας της είχε διορισθεί Γραμματέας στην Ελληνική πρεσβεία του... Ιράν και θα
μετακομίζανε. Όταν τελείωσε το πάρτι,
μάς έβαλε (για γούρι;) και σπάσαμε τα ποτήρια του κρασιού μέσα στο... τζάκι. Άλλο σόι έθιμο
και τούτο...
Κυλούσε, λοιπόν η οικονομία στα φτωχο-Πατήσια, αν και πιο
πίσω από εμάς, κάτω από τον Ηλεκτρικό (Μετρό το λένε τώρα) υπήρχε πολλή χαμοζωή που έπιανε ως τα... Λιόσια και βουτούσε ως στη... Βάθης. Από εκεί ερχόντουσαν τα περισσότερα εξαρτημένα παιδιά. Από εκεί
και οι κλεψιές και η φτηνο-πορνεία στη Φυλής. (ανάμεσα στην Αχαρνών και την Πατησίων ήταν και το κληροδότημα του... Σβώλου, το οποίο η πρυτανεία ενοικίασε σε μία τσατσά). Έτσι είναι η φτώχεια, όταν μπαίνει από την πόρτα, η ευτυχία και η αξιοπρέπεια φεύγουν από το παράθυρο.
Είχαμε ξεκινήσει ως φοιτητές της πείνας, και από μπατίρηδες
είχαμε εξελιχθεί σε κάτι άλλο και μαζί μ΄ εμάς που μεγαλώναμε και
ψιλοπροκόβαμε, προχωρούσε και η οικονομία στα πέριξ. Όλοι από λίγο: η κυρά-Νίκη
η περιπτερού, ο Κοντοθανάσης ο τυροπιτάς, ο Γιαννίκος ο μινιμαρκετ με μόνιμο
πελάτη το Στηβ Γιατζόγλου -τότε ήτανε προπονητής στο Σπόρτιγκ, εκεί κοντά,
δηλαδή.
Η μεγαλύτερη όμως στιγμή μας ήταν η γνωριμία μας με το Λάκη
τον Παππά. "Κατάλαβες τι παίζω" με ρωτάει ένα βράδυ. Ναι, του λέω, τα
"Παιδιά της Σαμαρίνας"! (Είχε διασκευάσει για κλασική κιθάρα όλα τα Ηπειρώτικα που ήξερε
- όντας Παργινός - σαν τους Ελληνικούς
χορούς τού Καλομοίρη. Και μετά γνωρίσαμε και το Γιάννη Αργύρη στις Εσπερίδες
και το Ζωγράφο - στη δύση τους όλοι τους και παραπονεμένοι - φευγάτοι πια οι περισσότεροι...
Κάποια στιγμή αγόρασα και ένα μεταχειρισμένο 80άρι Άουντι,
ενώ είχαμε συμφωνήσει 700 χιλιάδες, όταν μου φέρανε τα γραμμάτια ήταν ένα
εκατομμύριο -τοκογλυφία, δηλαδή. Δεν πίστευα στα μάτια μου, αλλά ντράπηκα να
κάνω πίσω, επειδή ο έμπορος ήτανε γαμπρός του Ανδρούτου... Γνώρισα και λέρες...
Αλλά το μάρκετ δούλευε κι ας έτρεχε ο πληθωρισμός με 25%.
Αυτή ήταν Ελλάδα όταν ξεκίνησα και αυτή ελπίζω να είναι η σε
δέκα χρόνια.
Σιγά-σιγά όλοι θα συνειδητοποιήσουν πως πρέπει να αρχίσουνε
τα πάντα από το μηδέν. Και θα αρχίσουν, αφού μας πετάξουν έξω από το ευρώ, με
αντάλλαγμα τη διαγραφή τού χρέους, την οποία θα κληθούν να υπογράψουν
συμπολίτευση και αντιπολίτευση.
Τα περί ανταγωνιστικότητας είναι κουβέντες του καφενέ. Η Ψωροκώσταινα
θα συνεχίσει να ζει, γιατί ποτέ δεν πεθαίνει, αφού, όπως είπε και ο Τρικούπης,
ακόμη και ο χρεοκόπος ζει...
Κανείς δεν πάει χαμένος!
Κανείς δεν πάει χαμένος!
Μετά τιμής,
Κάπα