Ήμουνα αυτό που λένε μυαλωμένο παιδί: ο μόνος που απέφευγε
καβγάδες και έβρισκε λύσεις με την κουβέντα.
Μια νύχτα όμως παραφερθήκαμε σε ένα κακόφημο μπαρ. Η παρέα
μας ήτανε τύφλα στο μεθύσι και στα... λοιπά. Εγώ, όντας νηφάλιος (αφού το ποτό
με ενοχλεί στο στομάχι) άκουσα τον μπάρμαν που ζήτησε από τούς μπράβους να
κλειδώσουν την πόρτα για να μας τουλουμιάσουν.
Ορμάω λοιπόν στον μπράβο να τον εμποδίσω (του πήρα τα
κλειδιά) και άρχισα να... τρώω της χρονιάς μου. Όταν η παρέα είδε επιτέλους τη
φάση, του την πέσανε άγρια, με σώσανε και βγήκαμε έξω όλοι σώοι, σπάζοντας στο
διάβα μας τις τζαμαρίες και κραδαίνοντας γυαλιά.
Δίπλα από την έξοδο τού μπαρ ήτανε ένα νεόκτιστο με κάμποσα
πλακάκια που εμείς τα κάναμε... αεροπλανάκια και... βομβαρδίζαμε το μαγαζί και
τους μπράβους που δεν τολμούσανε ούτε να ξεμυτίσουν και... κάλεσαν την
αστυνομία.
Με το που ακούμε τη σειρήνα, σκορπίσαμε. Εγώ, ο αδελφός μου
κι άλλο ένα παιδί που ήτανε αγρίως μαστουρωμένο, μπήκαμε σ΄ ένα σοκάκι
θεοσκότεινο που δυστυχώς κατέληγε σε ένα γκρεμό ρεματιάς. Εκεί πέσαμε,
κουτρουβαλώντας, πρώτα ο αδελφός μου, μετά εγώ και στη συνέχεια το φιλαράκι το
χασισωμένο που προσγειώθηκε στο χέρι μου και μου το έκανε κομμάτια...
Στα μάτια τού αδελφού μου είχανε μπει φύλλα και κλαδιά, αλλά
εμείς βλέπαμε μόνο δάκρυα και αίμα - νομίζαμε ότι τυφλώθηκε...
Ήταν Αύγουστος και το φεγγάρι βοήθησε να εντοπίσουμε μία
ανηφορούλα προς τον κεντρικό δρόμο, αλλά εκεί μας πέτυχε το περιπολικό που πήγε
τον αδελφό μου στο νοσοκομείο κι εμένα στο κρατητήριο, μαζί με το χασισωμένο,
που ούτε μιλούσε ούτε λαλούσε, κάτι που ο αξιωματικός υπηρεσίας εξέλαβε ως...
ειλικρινή μεταμέλεια και συστολή και τα έβαλε μαζί μου.
Με ανέκρινε όλη τη νύχτα και δώσε ξανά και ξανά κατάθεση,
πες κι εκείνο, πες και το άλλο... Πρέπει να ήτανε σαδιστής ο άνθρωπος. Του
έλεγα ότι δεν αντέχω άλλο και του έδειχνα το δεξί χέρι που κρεμότανε στρεβλό
και τουμπανισμένο (τέσσερα κατάγματα έδειξε η ακτινογραφία το πρωί). Αλλά το
γαϊδούρι αρνιότανε να με στείλουν στο νοσοκομείο...
Κατά το ξημέρωμα, άκουσα απ΄ έξω γυναικείες φωνές. Ήταν η
μάνα μου, που μπήκε στο γραφείο τού αξιωματικού υπηρεσίας με το ζόρι, κι όταν
είδε το χέρι μου... πάρτηνε κάτω και... σώθηκα εγώ!!!
Αυτή ήταν η τελευταία μου τρέλα. Μετά επανεξέτασα τις παρέες
μου και φρόντισα να μη ξανασυναναστραφώ ούτε με εριστικούς αλκοολικούς ούτε με
ναρκομανείς μπούφους, καθώς ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούνε, άθελά τους, να σε
μπλέξουν και να μην πάρεις χαμπάρι...
Ο αδελφός μου ξαναβρήκε το φως του ύστερα από μήνες
βασανιστικής ανάρρωσης κι εγώ το χέρι μου μετά από κάμποσες βδομάδες στο γύψο.
Βγήκανε και τα αποτελέσματα, είχα περάσει στο πανεπιστήμιο, οπότε άλλαξα ζωή για
τα καλά (με βοήθησε ο Βαγγέλης) γιατί το πανεπιστήμιο, που μού υποσχέθηκε
επαγγελματική κατάρτιση και προκοπή, κράτησε το λόγο του.
Από την παρέα εκείνης τής βραδιάς, οι περισσότεροι συνέχισαν
το ίδιο βιολί. Μονάχα ο Φώτης πρόκοψε κάπως. Ο Γιώργος και ο Παναγιώτης πέθαναν
από ναρκωτικά. ο Βασίλης και ο Αποστόλης είναι αλκοολικοί του θανατά, ο Πάνος
και Γιώργος χρόνιοι άνεργοι και ο Θανάσης ο ανάρχας, αν ζει, θα ρίχνει ακόμη
ακόμη μολότοφ στο Πολυτεχνείο...
Πριν χρόνια με επισκέφτηκε ο Φώτης: "Α, ρε Κώστα,
τυχερέ, καλά τα πας..." (Τώρα, πόσο τυχερός είναι ένας πατέρας που το
παιδί του γεννήθηκε με την πιο σπάνια και επιθετική μορφή επιληψίας, αυτό είναι
άλλο ζήτημα...)
ΥΓ. Η μάνα μου ποτέ δεν μου είπε κουβέντα. Ήξερε ότι απλώς
έτυχε και θα φρόντιζα να μη μου ξανασυμβεί. Το διάβαζα στα μάτια της κι εγώ με
τα μάτια μου συγκατάνευα...