Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Το υπόγειο της αφθονίας (απόσπασμα από το ΕΠΙΛΗΨΙΑ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ)

https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=1211849495665959&id=145603398957246&__tn__=K-R

«Αύριο θα έχουμε καύσωνα», μου είπε μια συμφοιτήτρια, «τι θα κάνεις;» Περίμενα κι εγώ να δω τι είναι αυτός ο περιβόητος «καύσωνας» της Αθήνας. Μετά κατάλαβα ότι εμείς στη Λευκωσία έχουμε καύσωνα όλο το καλοκαίρι!

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες μείναμε τότε για δυο-τρεις μέρες, κάτω από τον ήλιο, σε μια προσφυγική σκηνή, κι αφού η γιαγιά έπαθε ελαφρά ημιπληγία, μετακομίσαμε στο υπόγειο μιας φίλης της, της θείας Γιαννούλας, δίπλα από τον Πεδιαίο ποταμό –ούτε ρυάκι δεν είναι πια.

Το σπίτι τής θείας Γιαννούλας ήταν στο ύψος ενός ήσυχου δρομίσκου, που σε αλλοτινούς καιρούς ίσως αποτελούσε την ένδοξη όχθη ενός αληθινού ποταμού. Από την αριστερή πλευρά τού σπιτιού κατέβαινες καμιά εικοσαριά σκαλιά, προχωρούσες λίγα βήματα και στην πίσω μεριά έβρισκες μια χαμηλή σιδερένια πόρτα. Αν κατάφερνες να την ανοίξεις, έμπαινες σ’ ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο με μια σκέτη λάμπα στο ταβάνι. Στο βάθος αριστερά ήταν η τουαλέτα, απέναντί της μια υποτυπώδης κουζίνα και στη μέση κάτι προπολεμικά στρώματα και παλιατζούρες.

Εν συγκρίσει με τη ζωή στη σκηνή του Ερυθρού Σταυρού (με την τροπική ζέστη, την αποπνικτική σκόνη, το σπάνιο τρεχούμενο νερό και τις χημικές τουαλέτες με τις μόνιμες ουρές), το δροσερό υπόγειο ήταν σωστό παλάτι, αν εξαιρούσες τη λίγη μούχλα και τα πολλά ποντίκια.

Έξω από την πόρτα ήταν ο βόθρος τού κυρίως σπιτιού, όμως πολύ καλά σκεπασμένος με τσιμέντο ώστε να σχηματίζει μια αρκετά συμπαθητική αυλίτσα με θέα στην πράσινη ρεματιά.

Εκεί κάτω, στο υπόγειο, μείναμε για ένα σύντομο διάστημα: η γιαγιά, η μανούλα, ο αδελφούλης μου κι εγώ. Εκεί πρωτολατρέψαμε τις γάτες, όχι μόνο διότι μας έσωσαν από τους αρουραίους, αλλά κυρίως επειδή μάς γλύκαιναν με τη συντροφιά τους, αφού τα παιδιά τής προσωρινής μας γειτονιάς είχαν πολλούς λόγους να είναι άφαντα…

Εκεί περάσαμε, για δυο-τρεις εβδομάδες, ζωή χαρισάμενη. Δε μας έλειψε απολύτως τίποτε! Αν και η πούγκα μας ήταν άδεια, είχαμε απ’ όλα τα καλά του Θεού! Μέρα παρά μέρα ερχότανε η θεία Γιαννούλα με τα χέρια γεμάτα. Και τι δε μας έφερνε! Ρούχα, παπούτσια, φαγώσιμα, γάλα, ως κι ένα μικρό ψυγειάκι και ψωμιέρα! Χώρια τα σεντόνια, τα δυο διπλά κρεβάτια, τα καθαρά στρώματα, το μικρό καναπεδάκι και χίλια δυο άλλα χρήσιμα μικροπράγματα. Έφερε κι έναν μάστορα που πέρασε σωλήνες, έβαλε λάμπες, δυο μικρά χωρίσματα, πέταξε τη μεταλλική πόρτα και στη θέση της τοποθέτησε μια πανέμορφη ξύλινη με φωτεινό γυαλί κι έκαμε ένα σωρό κουτσοδούλια. Τα απογεύματα έμενε ώρες μαζί μας και θυμόντουσαν με τη γιαγιά (ήταν παιδικές φίλες) τα παλιά, «τότε που η Λευκωσία είχε ακόμα καλά πλάσματα», ανθρώπους δηλαδή.

Μια μέρα εξαφανίστηκε. Μάθαμε ότι είχε ένα ατύχημα και νοσηλεύεται. Πήγαμε απρόσκλητοι στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, που ήταν φίσκα από τραυματισμένους στρατιώτες και αμάχους –ό,τι χειρότερο για τα μάτια μιας παιδούλας. Μετά από απίστευτη και πολύωρη ταλαιπωρία, ρώτα εδώ, ρώτα εκεί, τη βρήκαμε γεμάτη επιδέσμους και μώλωπες. Μόλις μάς είδε ξαφνιάστηκε, όμως αμέσως χαμογέλασε. Τρέξαμε, την αγκαλιάσαμε και μας φιλούσε όλο στοργή. «Τι έπαθες, θεία Γιαννούλα, τι έγινε, πώς και κατασκοτώθηκες; Και στο πρόσωπο πώς χτύπησες; Και τα δάχτυλα πώς τα έσπασες; Και τα πλευρά σου γιατί είναι δεμένα;» Η μαμά, μέσα στην αφέλειά της, της έκανε ένα σωρό ερωτήσεις (αργότερα το μετάνιωσε) και εισέπραττε μισόλογα αντί για απαντήσεις, που θα βάζανε σε υποψίες ακόμα κι ένα πεντάχρονο κορίτσι.
Κάναμε χώρο κι η γιαγιά, που ήταν να την κλαις, έκαστε στην άκρη του κρεβατιού, της χάιδευε το χέρι και μονολογούσε σα να μοιρολογούσε: «Αχ, Γιαννούλα μου, αχ… δεν έπρεπε, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό…»

Όταν γυρίσαμε πίσω, η γιαγιά ήταν άλλος άνθρωπος: «Φεύγουμε», διέταξε με αυστηρότητα. Δεν είχαμε και τίποτε δικό μας για να το πάρουμε μαζί μας… και το ίδιο απόγευμα επιστρέψαμε στο βουνό, σ’ εκείνο το σπίτι με τις πολλές προσφυγικές οικογένειες.

Αν κι εκεί περνούσαμε καλούτσικα, ωστόσο το υπόγειο της αιφνίδιας και ακαριαίας αφθονίας δεν έλεγε να φύγει από το νου και συνεχώς ρωτούσα τη μανούλα: «Γιατί ήρθαμε εδώ πάνω στο βουνό ξανά, αφού εκεί κάτω είχαμε τα πάντα;» Αντί γι’ απάντηση, κοιταζόντουσαν ένοχα με τη γιαγιά.

Το μικρό εμπορικό κατάστημα που είχε τότε ο άντρας της, τώρα είναι ένα τεράστιο σούπερ-μάρκετ και το διευθύνουν τα παιδιά τους. Βέβαια, η θεία Γιαννούλα έχει «φύγει» από χρόνια, όμως ποτέ δεν έπαψα να τη μνημονεύω με ευγνωμοσύνη και κάμποσες ενοχές, αφού όλη εκείνη η αναπάντεχη αφθονία που ζήσαμε στο υπόγειό της, έστω για λίγο, ερχότανε κρυφά από τα ράφια του άντρα της, που σαν το έμαθε…

«Τι να έκανε κι εκείνος ο φτωχός;» μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε η μανούλα. «Ήταν λίγο μετά την καταστροφή… τόσα στόματα είχε να θρέψει…»
--------------------------------------------

The basement of plenty (and the cost) (Flashback)

“Tomorrow we’re going to have a heatwave,” one of my fellow students told me, “What are you going to do?” I too was waiting to see what this notorious Athenian “heatwave” was like. Afterwards, I understood that in Nicosia we have that heatwave all summer long!

We remained in circumstances like these for two or three days, under the sun, in a tent, and then, since grandma was suffering slightly from hemiplegia, we moved into the basement of one of her friends’ houses, Aunt Yiannoula, next to the Pedieos River – which wasn’t even a trickle at the time.
Aunt Yiannoula's house was on a quiet lane which, in days of yore, may have been the glorious bank of a real river. If you went down the twenty or so steps on the left-hand side on the house, a couple of metres further on you would find a low iron door at the back of the building. If you managed to open that, you entered a large, dark room with a single bulb hanging from the ceiling. In the back on the left was a toilet, opposite a very primitive cooker and, in the middle of the room, some pre-war mattresses and a pile of junk.

Compared to life in the tent at the Red Cross (in the tropical heat, the suffocating dust, the scarce running water and chemical toilets with permanent queues), this cool basement was a true palace, with the exception of a little mould and the multitude of mice.

Outside the door was the cesspit for the main house, but it was very well covered with cement, making a fairly appealing little yard with a view of the green ravine. We lived down there in the basement for only a short time: Grandma, mother, my brother and myself. There we first fell in love with the cats, not only because they saved us from the nifitses (as we call rats in Cyprus), but mainly because they soothed us with their company, since the children of our temporary neighbourhood had many reasons to be absent.

We spent two or three weeks there, a blissful life. We lacked absolutely nothing! Even though our purse was empty, we had all the gifts of God! Every other day, Aunt Yiannoula would visit with her arms full. What didn’t she bring us? Clothes, shoes, food, milk, even a tiny fridge and a bread basket! And sheets, two double beds, clean mattresses, a small sofa and a thousand and one other useful things. She even brought in a workman in who sorted out the pipes, fixed the lights, put in two small dividing screens, threw away the metal door and replaced it with a beautiful wooden one with glass, and she had a huge number of menial jobs and minor repairs done. She would stay with us for hours in the evenings, reminiscing with Grandma (they were childhood friends) about the old times “when Nicosia still had good creatures," – as they referred to the people.

One day she vanished. We discovered that she’d had an accident. We went, uninvited, to Nicosia General Hospital, which was full to bursting with wounded soldiers and civilians – the worst thing for the eyes of a young child. After an unbelievable amount of hassle, asking here and asking there, we found her covered in bandages and bruises. She was startled when she saw us, but immediately smiled warmly. We ran to embrace her, and she kissed us, full of affection. “What happened, Aunt Yiannoula, what happened? How did you get so badly hurt? How did you hit yourself in the face? How did you break your fingers? Why is your side bandaged?” Mother, in her naivety, asked her dozens of questions (she regretted them later) and got half-truths in return rather than answers, which would have made even a five-year-old child suspicious.
Grandma didn’t say a word. She stroked Aunt Yiannoula’s hand and hair with sadness and gratitude, and said to her, very quietly: “Dear Yiannoula, you shouldn’t have done that, it wasn't necessary...” When we got back to the house, Grandma was a different person: “We're leaving,” she ordered sternly. We had nothing of our own to take with us... and that same evening we returned to the mountain, to the house with its many families.

Even though we passed our time there tolerably, the basement of sudden and brief abundance hadn't left my mind, and I kept on asking mother: “Why have we come back here to the mountain when down there we had everything?” Instead of answering, she and Grandma looked at each other guiltily.

The small trade shop Aunt Yiannoula owned back then with her husband is now an enormous supermarket, run by their children. Even though she "left” us years ago, I never stopped remembering her with gratitude, and a touch of guilt, because all that boundless plenty we had in her basement – even if just for a little while – had come sneakily from her husband’s shelves, and when he found out...

“What could he do, the poor man?” mother revealed to me once. “It was just after the disaster... he had so many mouths to feed...”

Για τη μετάφραση συνεργάστηκαν: Νίκος Δήμου, Αντιγόνη Καλλιμάχου, Παναγιώτα Μανόλη, Μαίρη Κιτρόεφ, Loura Bodger και Mary Coran

https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=1211849495665959&id=145603398957246&__tn__=K-R