Η κορούλα μας, όταν θέλει κάτι, το διατυπώνει σε ευθύ λόγο. Αν διψάει ή αν πεινάει ή αν θέλει βόλτα ή παιγνίδι με το σκυλάκι, ή να ζωγραφίσει ή να παίξει με το κομπιούτερ, τότε λέει: "θέλω νερό", "θέλω φαγητό", "θέλω βόλτα", "θέλω να παίξουμε με το σκυλάκι", "θέλω να ζωγραφίσω", "θέλω να παίξω στο κομπιούτερ" κοκ.
Το ίδιο κι όταν έχει πόνο στο αφτί, στο χέρι ή στην κοιλιά, ή αν χτυπήσει στο πόδι: -"άου, με πονάει το αφτί", -"με πονάει το χέρι", -"έπεσα και χτύπησα στο πόδι" κοκ.
Οταν όμως θέλει να περιγράψει τα συναισθήματά, τις απορίες ή τις ανησυχίες της, τότε χρησιμοποιεί τον ξεχωριστό, δικό της "πλάγιο λόγο"[ δες και εδώ ]. Αν πχ νιώσει φόβο, δεν θα πει "Μαμά, φοβάμαι", παρά θα μας κοιτάξει στα μάτια και θα μας πει -"Μη φοβάσαι!". Ή, αν δεν είναι καλά, θα μας κοιτάξει πάλι στα μάτια και θα πει: -"Είσαι καλά;"
Έτσι καταλαβαίνουμε ότι φοβάται κάτι και πως έχει ανάγκη να την αγκαλιάσουμε και να την καθησυχάσουμε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια της: -"Μη φοβάσαι, σ΄ αγαπώ πολυ"! ΄Η να την ρωτήσουμε πώς είναι, κι αν είναι καλά και να μας πει "ναιαιαιαι"...
Χτες, μετά που συνήθλε από την κρίση, άρχισε τις "πλάγιες" ερωτήσεις και προτροπές της, οι οποίες είναι παρμένες ατάκες από την "Ντόρα" (ηρωίδα των παιδιών προσχολικής ηλικίας) προσαρμοσμένες όμως στην περίσταση:
- Τι συμβαίνει, μαμά. Συμβαίνει κάτι;
- Μη φοβάσαι, μαμά, μη φοβάσαι! Πέρασε!
- Έγινε κάτι; Τι έγινε, μαμά; Τι έγινε;
- Τίποτα, μαμά, τίποτα! Όλα εντάξει!
ΥΓ. Εμείς κοιταζόμασταν με ανάμικτα συναισθήματα και αργότερα συμφωνήσαμε πως κάποια στιγμή θα πρέπει να αρχίσουμε να εξηγουμε στο παιδί την κατάστασή του, για να μη μένουν μέσα του μετέωρα ερωτήματα , όπως για παράδειγμα, το γιατί χθες, ενώ ήταν με τα ξαδερφάκια του στο σπίτι στη θείας, ξανφικά βρέθηκε στο σπίτι μας, ξαπλωμένη και μισοναρκωμένη.