Αιφνιδιαστικά και απρογραμμάτιστα, μας κάλεσαν το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας, κι εντελώς απερίσκεπτα ξεκινήσαμε κι οι δυο μας, το ίδιο απόγευμα, για να παρευρεθούμε, ως εκπρόσωποι του Κυπριακού Συνδέσμου Στήριξης Ατόμων με Επιληψία, στο Ινστιτούτο Νευρολογίας, σε σύσκεψη με άλλους συνδέσμους, εν όψει της φιλότιμης προσπάθειας που καταβάλλεται για να δημιουργηθεί μία Παγκύπρια Ομοσπονδία Συνδέσμων Υπέρ των Ατόμων Με Νευρολογικά Προβλήματα.
Εμείς μένουμε στις παρυφές της ανατολικής Λευκωσίας, κοντά στο Πάρκο Αθαλάσσας, ενώ το Ινστιτούτο Νευρολογίας είναι στην άλλη άκρη, βορειοδυτικά της πόλης, κοντά στην Πράσινη Γραμμή. Έπρεπε λοιπόν να διασχίσουμε ολόκληρη την πόλη, και αυτό δεν θα ήταν τόσο αγωνιώδες, εάν όλα τα κάθετα περάσματα δεν τα είχαν κλείσει χιλιάδες αυτοκίνητα με οπαδούς της Ομόνοιας και του ΑΠΟΕΛ (των αιωνίων αντιπάλων) που από νωρίς είχαν ξεχυθεί με τις σημαίες τους στους δρόμους, και δίχως να βιάζονται, πορεύονταν νότια, προς το τεράστιο γήπεδο, λίγο έξω από τη Λευκωσία, κατά Λάρνακα μεριά.
Οι μεγάλες αρτηρίες ήταν κυριολεκτικά κομμένες και απελπιστικά φρακαρισμένες. Οπότε το έπαιξα... έξυπνος. Μόνο που στα σοκάκια, συνάντησα εκατοντάδες εξυπνότερους από μένα και κολλήσαμε εκεί για τα καλά...
Επειδή φύγαμε πενήντα λεπτά πριν τον ραντεβού, δεν ανησυχήσαμε και πολύ μη δεν φτάσουμε έγκαιρα στον προορισμό μας, γιατί όσο πιο δυτικά πηγαίναμε, τόσο πιο πολύ αραίωνε η κίνηση μπροστά μας. Πύκνωνε όμως το κακό στην πλάτη μας...
Σιγά-σιγά άρχισαν να μας ζώνουνε τα φίδια κι ο καθένας μας, από μέσα του, αναρωτιόνταν πώς στην ευχή θα γυρίσουμε πίσω, εάν πάθει καμιά κρίση το παιδί. Γιατί ήδη είχαν περάσει οι 5 βδομάδες από το προηγούμενο "ραντεβού" μας με την επιληψία και έπρεπε να αναμένουμε νέα "συνάντηση", να προετοιμαστούμε γι΄ αυτήν κι όχι να φύγουμε και οι δυο από το σπίτι. Ας έφευγε ο ένας...
Να μην τα πολυλογώ, χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούμε την παραμάνα: "τρέξτε, το παιδί έπαθε κρίση κι είμαστε στο πάρκο μόνοι μας..."
Εμείς, ούτε με ελικόπτερο δεν θα μπορουσαμε να είμαστε εκεί, όχι σε πέντε, αλλά ούτε σε πενήντα πέντε λεπτά. Πόσω μάλλον με ένα αυτοκίνητο παγιδευμένο στο κέντρο τής πόλης και με αντίθετο προσανατολισμό. Εν τω μεταξύ, γύρω μας και όσο έφτανε το μάτι, ουδείς έμοιαζε να βιάζεται. Άπαντες χαιρόντουσαν την αναμονή μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από "πουρούδες" (κορναρίσματα) και βροντερά συνθήματα.
Η μανούλα πέρασε στη θέση του οδηγού, με στόχο κάποτε να επιστρέψει σπίτι. Εγώ βγήκα και άρχισα να τρέχω, σαν τρελός, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σκέφτηκα ότι είναι πέντε χιλιόμετρα απόσταση, ίσως καθοδόν βρω κάποια μοτόρα (μηχανή) και φιλοτιμηθεί να με πάρει στο πάρκο... Δεν πρόλαβα να ξεμακρύνω και μέσα στο πανδαιμόνιο ξεχώρισα κάτι άλλα, γνώριμα ουρλιαχά. Ήταν η μανούλα που είχε βγει από το αυτοκίνητο κι έτρεχε ξωπίσω μου, ουρλιάζοντας με το κινητό μου στο χέρι (στη βιασύνη μου, το είχα ξεχάσει) που, συμπτωματικά, άρχισε να κουδουνίζει...
Ηταν η Ντιάννα. Μας καθησύχασε. Η κρίση κράτησε μόνο πέντε λεπτά. Η Σιναϊδα (η κοπέλα που πάντα συνοδεύει την Ντιάνα και το παιδί, σέρνοντας ένα καροτσάκι με όλα τα χρειώδη - οξυγόνα, σάξιον, ρούχα κλπ) είχε παθει κρίση πανικού, της πέσανε τα πράγματα από το πεζούλι, και ορυόταν στα φιλιππινέζικα - ευτυχώς, δηλαδή, γιατί τράβηξε την προσοχή ενός ζευγαριού που έσπευσε να βοηθήσει. Ο Θεός μας λυπήθηκε, γιατί ήταν ένα ζευγάρι Ρώσων γιατρών, τους οποίους, κατά το παρελθόν, επανειλημμένα είχε δει εκεί στο πάρκο η Ντιάνα και χάρη στην καλοκάγαθη αδιακρισία της, είχαν γνωριστεί για τα καλά. (Ανεκτίμηση η βοήθεια της Ντιάνας - ανεκτίμητη.)
Το αμερικάνικο στεζολίντ (υπόθετο βάλιουμ σε συσκευασίας σύριγγας) που είχε μαζί της, έδρασε αποτελεσματικά. Το παιδί δεν ξύπνησε όλη νύχτα, αλλά και την επομένη έδειχνε μισοκοιμισμένο και χαλαρό (αυτό βοηθάει πολύ τον εγκέφαλο να ξεκουραστεί και να γλύψει τις πληγές του).
Οσο για μας, ορκιστήκαμε: Ποτέ πια μακριά!
Μετανοημένος
Κάπα