Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Η, προ καιρού, συμπαράσταση στο Νίκο Ρωμανό

Πήραμε την κατηφοριά. Εκείνος όντας τελειόφοιτος Λυκείου και ηγέτης, χαιρετούσε δεξιά κι αριστερά ένα σωρό άγνωστά μου παιδιά. Εγώ όντας μικρότερος κατά 1 χρόνο, αλλά και μικροσκοπικός, τον ακολουθούσα περήφανος, που είχα για αδελφό ένα τέτοιο παιδί, αγαπητό σε όλους του συμμαθητές, δεξιούς κι αριστερούς.

Να όμως που κάποιοι ρουφιάνοι συμμαθητές είχανε κάνει τη δουλειά τους: λίγο πιο κάτω, μας περικύκλωσαν ένα σωρό μουσάτοι, αγριεμένοι: εσύ ήσουνα, ρε, που στη σχολική γιορτή κρατούσες το σύνθημα "ο αγώνας δικαιώθηκε"; - "Ναι εγώ", τους αποκρίθηκε άφοβα.

Αμέσως ορμήσανε μανιασμένα, τον ακινητοποίησαν κι ένας θεόρατος τριαντάρης του έχωσε τρεις κεφαλιές στα μούτρα, γιατί και στην πρώτη και στη δεύτερη εκείνος γελούσε, κι ας έτρεχαν τα αίματα από τα χείλη και τα δόντια του. Στην τρίτη όμως, λύγισε, γιατί σχίστηκε η μύτη του στα δύο...

Τον άφησαν. Σωριάστηκε κάτω. Εγώ έκλαιγα γιατί του μιλούσα και δεν αποκρινόταν. Τα μάτια του είχανε γυρίσει προς τα πάνω. Φώναζα "βοήθεια", αίματα παντού και κανείς δεν ερχόταν...

Από εκείνη τη μέρα, έγινε θηρίο ανήμερο (κι εγώ δίπλα του, κι ας διαφωνούσα - Ένιωθα ένοχος που έμεινα άπραγος, όταν οι άλλοι τον σακάτευαν...)

Από εκείνη τη μέρα ζούσε μόνο για την εκδίκηση... Και ιδεολογικά τράβηξε στην άκρη. Κι εγώ δίπλα του, κι ας διαφωνούσα.

Μετά που πήγα στο πανεπιστήμιο, θεράπευσα την οργή μου με γνώση, ορθολογισμό, ανθρωπιά, αλληλεγγύη και ανεκτικότητα και ένιωσα αηδία για την όποια βία κι έτσι νιώθω ακόμη.

Εκείνος όχι. Γιατί η κεφαλιά που του άφησε μόνιμη βλάβη στη μύτη και στο πρόσωπο, τον ώθησε στη βία, στη μισαλλοδοξία και στην εκδικητικότητα…

Αν και οι τότε βασανιστές του αδελφού μου ήταν ομοϊδεάτες του Ρωμανού, εγώ συμπαραστέκομαι στο Ρωμανό, αφού μοιάζουμε λίγο, επειδή κι εγώ κράτησα στα χέρια μου αιμόφυρτο και μισοπεθαμένο τον αδελφό μου κι εκείνος αιμόφυρτο και νεκρό το φίλο του.

Δώστε λίγο χρόνο και αγάπη στο Νίκο Ρωμανό. Η παιδεία ξέρει να κάνει τα δικά της θαύματα!

Κάπα

Ελπίζω ο Ρωμανός να μη μπαίνει στο facebook | Άρθρα | Protagon -σχόλιο 31

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Έγκλημα στο σχολείο: Μαρτυρία από κυπριακό σχολείο - Σχολικός εκφοβισμός

14/3/2009
Ο Νίκος μου είχε πάντα ένα καλό λόγο για όλα τα παιδιά τού σχολείου, ακόμη και για εκείνα που ήξερε ότι, πίσω από την πλάτη του, τον κοροϊδεύανε για τη λεπτή φωνή και το κοριτσίστικο περπάτημά του. Αν και ταλαντούχο μυαλό (αριστούχος τών αριστούχων), παρέμενε σεμνός και ταπεινός, ενώ όταν μας έβλεπε θλιμμένες, έκανε τα αδύνατα δυνατά να μας διασκεδάσει με ένα έξυπνο αστείο ή μιλώντας μας για άσχετα, μα πολύ ενδιαφέροντα  πράγματα, όπως λόγου χάρη η δαρβινική θεωρία, η ηλικία του σύμπαντος και τα στάδια της εξέλιξης του ανθρωπίνου είδους.
Όλες μας τον αγαπούσαμε, μα εγώ πιο πολύ, επειδή όταν πέρσι, στην Πρώτη Λυκείου, έσπασα το πόδι μου, ο Νίκος έγινε ο φύλακας άγγελός μου: απαίτησε να μου αλλάξουν τμήμα, γιατί το δικό μας ήταν μετακινούμενο και δεν μπορούσα κάθε λίγο και λιγάκι να ανεβαίνω με το τροχοκάθισμα στις πάνω αίθουσες κι όταν οι καθηγητές μας αδράνησαν, εκείνος καθησύχασε τη μάμμα και επί βδομάδες έσπρωχνε το αμαξίδιο στις απότομες ράμπες του αφιλόξενου σχολείου μας. Μα δεν ήταν μόνο αυτό: και μετά άλλους δυο μήνες, που χρειάστηκαν μέχρι να πατήσω καλά το πόδι, ούτε στιγμή δεν διανοήθηκε να απομακρυνθεί από κοντά μου (με υποβάσταζε), την ώρα που ακόμη και οι καλύτερές μου φίλες (δεν τις αδικώ) με είχαν βαρεθεί κι είχαν βολευτεί με άλλες παρέες, πιο… ευκίνητες.
Στο πρόσωπό του είχα βρει τον αδελφό που δεν είχα, επόμενο ήταν λοιπόν να νιώσω απαίσια όταν δυο παιδικές μου φίλες και συμμαθήτριες, στην αρχή της νέας χρονιάς, με πλησίασαν: «…ξέρεις, είναι ανήθικος κι όλοι στο χωρκό λένε ότι μερικά αγόρια έχουν το Νίκο για κορίτσι τους…». Δεν ενοχλήθηκα τόσο για τα κουτσομπολιά τους, αλλά από τον τρόπο που τα λέγανε, από τη κακία τη μοχθηρία και την ικανοποίηση που έσταζαν τα λόγια τους! Αηδίασα, αλλά συγκρατήθηκα. Τους έδειξα απλώς τη δυσαρέσκειά μου. Αυτές επέμειναν και μου έδωσαν να καταλάβω ότι έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε κείνες και στον Νίκο – άλλο που δεν ήθελα κι εγώ να τις ξεφορτωθώ! 
Δυστυχώς και η μάμμα μου άρχισε να μην εγκρίνει την παρέα του Νίκου, ιδίως μετά την τελευταία επίσκεψη της Θείας Αλεξάνδρας (που είναι γειτόνισσα και υποτίθεται φίλη της μητέρας του Νίκου). Κάποια στιγμή η μανούλα έγινε πολύ φορτική κι όταν έφτασε στο σημείο να μου δώσει τελεσίγραφο, εγώ, μην μπορώντας να της φέρω αντίρρηση (γιατί την αγαπώ πάρα πολύ), άρχισα να κλαίω γοερά κι έπαθα κρίση άσθματος     –μου συμβαίνει όταν θλίβομαι πολύ ή πανικοβάλλομαι. Μόλις συνήλθα, κι ενόσω ακόμη είχα το οξυγόνο στο μύτη μου, άκουσα τη μάμμα να μου ζητάει συγγνώμη.
Αλλά και οι παλιές μου φίλες, αργότερα, στο σχολείο, χωρίς να τους πω τίποτε, όταν είδαν ότι εγώ το Νίκο μου δεν υπάρχει περίπτωση να τον απαρνηθώ ποτέ, κι έμαθαν πως εξακολουθεί να έρχεται σπίτι μου και να τον καλοδέχεται η μάμμα, άρχισαν πάλι να με πλησιάζουν και να χαίρονται την παρέα μας και το ευφυές χιούμορ του, αδιαφορώντας εντελώς για τα εις βάρος του αισχρόλογα που εν τω μεταξύ οργίαζαν με… πρωτοβουλία κυρίως δύο συμμαθητών και χωρκανών μας. 
Λίγο πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων, βγαίνοντας από την τάξη, ακούσαμε φωνές, κακό, βρισιές, απειλές και κλάματα. Τρέχω και βλέπω το Νίκο πεταμένο στα σκαλιά να τον ποδοπατούν εφτά-οχτώ εξαγριωμένοι συμμαθητές μας και να τον χτυπούν με πέτρες, ξύλα και καρέκλες. Ουρλιάζανε ότι ντροπιάζει το χωρκό και το σχολείο μας και πως αν δεν αλλάξει μυαλά θα τον σκοτώσουν!
Έκανα να τρέξω, όμως με σταμάτησε η Νατάσα κι εγώ από φόβο βολεύτηκα στη δειλή απάθειά μου. Όταν όμως φάνηκε ότι τα κτήνη δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν (παρ΄ ό,τι το αίμα που έβγαινε από την ανοιγμένη μύτη, τα σκισμένα χείλη και τα σπασμένα δόντια είχε κοκκινίσει τα σκαλιά) άρχισα να στριγκλίζω με όλη μου τη δύναμη, όπως έκανε η σκυλίτσα μας, τότε που κατά λάθος την πάτησε με το αυτοκίνητο μέσα στην αυλή μας ο φτωχούλης ο παπάκης…
Μετά από ώρα (είχε βραδιάσει πια) ξύπνησα το νοσοκομείο (πάλι με το σωληνάκι στη μύτη). Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ρώτησα την καημένη τη μανούλα αν ζει ο Νίκος, κι εκείνη με σπασμένη φωνή με καθησύχασε, ότι (τάχα) δεν είναι πολύ χτυπημένος («κάτι ράμματα μονάχα»), ότι ζήτησε από τους καθηγητές να μη τιμωρηθούν τα παιδιά που τον δείρανε και πως ρωτούσε για μένα αν είμαι καλά κι αν τον θέλω ακόμη για φίλο μου…
Την άκουγα προσεκτικά και καθώς χανόμουν στα μεγάλα στοργικά θολά της μάτια, άκουγα μέσα μου ένα μικρό κορίτσι που ικέτευε: «Συγγνώμη, Νίκο μου, που σε άφησα μόνο σου, συγγνώμη, συγγνώμη...»
* * *
Σημείωση του Κ. Καλλίμαχου:               
Το περιστατικό μου το αφηγήθηκε (2009) η τότε μαθήτρια Άντρεα Ιωαννίδου και νυν απόφοιτος της Νομικής Σχολής. Αφού το μεταμφίεσα για λόγους ευνόητους, πήρα την άδειά της να το παρουσιάσω εδώ. Την ευχαριστώ πολύ.
Πρώτη δημοσίευση στο βιβλίο μου ΔΟΚΙΜΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ - 1ος Τόμος 

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Η Ευρώπη και το μέλλον μας (Γράμμα από μία φίλη)

... Μόλις γύρισα από το Βερολίνο. Μας βλέπουν και μας λυπούνται... όσοι δεν θέλουν να μας δείρουν...

Απίθανοι είναι πάντως. Είναι τόσο αντι-καταναλωτές και λιτοί που αν κοιτάξεις (μόνο) πως είναι ντυμένοι θα νομίζεις ότι είναι αυτοί που δανείζονται από εμάς και όχι εμείς από αυτούς!

...Ήμουν σε γεύμα με πρώην ΥΠΕΞ της Γαλλίας, νυν Ευρωβουλευτές και Γερμανούς πολιτικούς και ακαδημαϊκούς και πρόσφεραν μόνο νερό (!) ούτε καν αναψυκτικό. Έτσι είναι οι Γερμανοί. Προτίμησαν να φέρουν 50 άτομα από την Ευρώπη αλλά να κόψουν τα πολλά πολλά στα γεύματα. Ενώ εμείς θα κάναμε τραπέζια πολυτελή στους 2-3 'δικούς μας'.... Άλλος κόσμος...

Πολύ φοβάμαι, Κώστα, ότι τα αστεία τελείωσαν και σύντομα η πατρίδα θα γονατίσει μπροστά στη φάρα των μεταλλαγμένων Φωτοπουλων της ΔΕΗ και των αριστερομπρουρδοφιλελευθερων ό,τι να 'ναι "Γιανηδων"..

Ευχές στο κοριτσάκι.

ΥΓ. Δες και το κείμενο του Κούρτοβικ που ακολουθεί:



Η Μπλανς Ντιμπουά στο Eurogroup

Δημοσθένης Κούρτοβικ - ΤΟ ΒΗΜΑ - 14/3/2015

Τη δεκαετία του 1990, τότε που άρχισε να κορυφώνεται το πανηγύρι τής επί πιστώσει ευδαιμονίας μας, η Μαλβίνα Κάραλη συνόψιζε εύστοχα την ψυχολογία του Ελληνα της Μεταπολίτευσης: «Δεν θέλω αλήθεια, μαγεία θέλω». Είναι μια φράση της Μπλανς Ντιμπουά από το «Λεωφορείον ο Πόθος». Η Μαλβίνα βέβαια, όπως και η Μπλανς, αναφερόταν στον εαυτό της και χωρίς ειρωνεία. Εξέφραζε, όπως και η ηρωίδα του Τενεσί Ουίλιαμς, μια προσωπική βιοθεωρία. Αλλά και αυτό είναι ενδεικτικό, με δεδομένο μάλιστα τον παραδειγματικό χαρακτήρα που έδινε στις ατάκες της Μαλβίνας η μεγάλη δημοτικότητά της.

Η απόφαση του όψιμου Νεοέλληνα να γυρίσει την πλάτη στην αλήθεια και να ζήσει με τα παραισθησιογόνα της μαγείας μεταφραζόταν στο εξής ζήτημα για τα κόμματα που ήθελαν την ψήφο του για να τον κυβερνήσουν: πώς να βρεθεί ένα αφήγημα που να συνεπαίρνει τα πλήθη, αλλά χωρίς να τους ζητάει προσπάθειες για την εφαρμογή του, χωρίς δηλαδή να είναι διαπερατό από την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα ήταν το πλέγμα σχέσεων κράτους και κοινωνίας που λειτουργούσε σαν ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας της χώρας.

Η εξίσωση ήταν ομολογουμένως δύσκολη. Αλλά τα κόμματα κατάφερναν να τη λύνουν για κάθε καινούργια μεταβλητή που έφερναν οι αλλαγές συγκυρίας, εν μέρει χάρη στην επινοητικότητα των ηγεσιών τους, κυρίως όμως χάρη σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, που μπορούσε να χρηματοδοτεί τη φυγή από την πραγματικότητα. Ζήσαμε, έτσι, μια αλληλουχία από κύματα μαγείας: τις επαναστατικές ονειρώξεις της δεκαετίας του '80, το εθνικιστικό παραλήρημα της δεκαετίας του '90, τη μέθη του lifestyle, στην οποία ήρθε να προστεθεί ένα καινούργιο εθνικιστικό παραλήρημα, τώρα με εθνοφυλετικά στοιχεία, πυροδοτημένο από το Euro του 2004 και τα ολυμπιακά μετάλλια της μαγικής ντόπας. Στο μεταξύ τα θεμέλια της χώρας έτριζαν, ο φτενός και στάσιμος παραγωγικός ιστός της ξέφτιζε, εμείς όμως ήμασταν βέβαιοι για το αντίθετο, αφού βλέπαμε την καμπύλη του ΑΕΠ να ανηφορίζει και τα Πόρσε Καγιέν να γίνονται εφικτό όνειρο για τους αγρότες της Θεσσαλίας.

Παρότι δεν χρειαζόταν να είναι κανείς οικονομολόγος για να προβλέψει την κατάρρευση και πολύ περισσότερο για να καταλάβει εκ των υστέρων τις αιτίες της, οι περισσότεροι Ελληνες εξακολουθούν, έπειτα από πέντε χρόνια χρεοκοπίας, να θεωρούν ότι αυτό που πάθαμε ήταν κάτι αφύσικο και εξωγενές, ένας διαβολικός ιός που μας φύτεψαν σκοτεινοί κύκλοι. Γιατί η νοοτροπία τού «δεν θέλω αλήθεια, θέλω μαγεία» είναι βασικό συστατικό της μεταπολιτευτικής κουλτούρας μας και κλονίζεται δυσκολότερα από ό,τι το επίπεδο κατανάλωσης.

Οπότε έπρεπε να βρεθεί ένα καινούργιο αφήγημα για να την υπηρετήσει. Δηλαδή, για να πλασαριστεί ξανά η αδράνεια ως έφοδος στα άστρα, για να αποφευχθούν μεταρρυθμίσεις που θα έστηναν τη χώρα σε γερά πόδια. Τα κόμματα που διαχειρίστηκαν την κρίση τα πρώτα πέντε χρόνια δεν μπορούσαν, για ευνόητους λόγους, να προμηθεύσουν αυτό το αφήγημα. Το έφτιαξαν στο πι και φι τα νεότευκτα «αντισυστημικά» κόμματα και ήταν ένα αμάλγαμα από όλα τα υλικά του παρελθόντος: θεωρίες διεθνούς συνωμοσίας, αριστερίστικος βολονταρισμός, μικρομέγαλες φαντασιώσεις με την Ελλάδα να πρωτοστατεί, τώρα σε ένα κίνημα για την παγκόσμια ή τουλάχιστον την πανευρωπαϊκή αντικαπιταλιστική ανατροπή.

Το αφήγημα περπάτησε καλά για δυο-τρία χρόνια. Ωσπου σκόνταψε κάτω από το βάρος της επιτυχίας του, δηλαδή της πλατιάς αποδοχής που το έφερε στην εξουσία. Οταν η καπιταλιστική Ευρώπη αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει την ανατροπή της, το κυβερνητικό δίδυμο ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ανακάλυψε μια άλλη αρχή της Μπλανς Ντιμπουά: «Βασίζομαι στην καλοσύνη των ξένων». Εδώ μάλιστα με όρους.


[Για την αντιγραφή - Με εκτίμηση, Κάπα]



Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Η καταστροφή της Ελλάδας και η ευθύνη των "καθεστωτικών" διανοουμένων - Υστερόγραφο για τον Πέτρο Μάρκαρη

Στις αρχές του ΄80 αναζητούσαμε, παράλληλα με τα "εισαγόμενα" πρότυπα της εποχής (όπως οι Ντώκινς, Ράσελ, Πόπερ, Τόμας Κουν, Χάμπερμας, Αλτουσέρ, Φουκώ, Ρολάν Μπάρτ, Ουμπέρτο Έκο) και τα εγχώρια. Τα βρήκαμε στο βαθύ απλανές βλέμμα τού στοχαστικού Κωνσταντίνου Τσουκαλά, στην ηπιότητα του ήρεμου Νίκου Μουζέλη, στην εμβρίθεια του σοβαρού Δημήτρη Τσάτσου, στην αυστηρότητα τού οξύθυμου Δημήτρη Μαρωνίτη, στον επαγγελματισμό τού "δυτικού" Γιώργου Δερτιλή, στη σεμνότητα του άξιου Θάνου Βερέμη κοκ.

Παρακολουθούσαμε το έργο τους με πάθος. Θέλαμε να τους μοιάσουμε. Έξι εφτά γλώσσες ήξερε ο συχνά στρυφνός αλλά τόσο καταδεκτικός Τσουκαλάς, με πρωτότυπα έργα στα γαλλικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά και τα ελληνικά, φυσικά. Διαπρεπής ήτανε και ο "απλοϊκός" Μουζέλης στο LSEC ενώ ο Δ. Τσάτσος είχε αναγνωριστεί πανευρωπαϊκά για το γερμανόγλωσσο έργο του στο Συνταγματικό Δίκαιο, όσο για τον Δ. Μαρωτίτη, ελάχιστοι μπορούν να αμφισβητήσουν της αξιότητα στην Κλασσική Φιλολογία όπως και στην Ιστορία του γαλλοτραφούς Δερτιλή.

Πώς λοιπόν να μην μάς θαμπώσει ο ήλιος τους, πίσω από το οποίο λάνθανε ο καστοριαδικός σκεπτικισμός και ο στοχασμός του αυτοκτονικού Πουλατζά με το διαχρονικό "Ο Σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει";

Οπότε κάναμε πως δεν βλέπαμε όταν οι τρεις πρώτοι εντάχθηκαν στο τότε φαινομενικά αειθαλές ΠΑΣΟΚ. Τους συγχωρέσαμε λέγοντας "Τσουκαλάς είναι αυτός, γνωρίζει τα πάντα για τη σύσταση τού Ελληνικού Κράτους, άρα μπορεί να κάνει τη διαφορά. Μουζέλης είναι ο άλλος, έχει εντρυφήσει στα του περιφερειακού καπιταλισμού, Δημ Τσάτσος είναι εκείνος, θα φέρει την απλή αναλογική" κλπ κλπ.

Στο τέλος, αυτό που συνέβη ήταν να πάψουν να μιλάνε. Ξέρανε και βλέπανε ότι η χώρα πάει κατά διαόλου. Όμως είχαν βολευτεί στα αξιώματα και το έριξαν στην αυτολογοκρισία ή στη φαιδρολογία. Θυμάμαι ολόκληρος Δημήτρης Τσάτσος καταδεχόταν να παραπονιέται πως ο (υποδεέστερος) Κατηφόρης τον συκοφαντούσε στον πρωθυπουργό (τότε ήταν ο Σημίτης) ώστε να τον αποκλείσει από...  

Κι όταν ένας εξωθεσμικός διανοούμενος της εποχής δημοσίευσε μια αλληγορία ( Πλους ‘90 | Άρθρα | Protagon) πριν 25 χρόνια, όπου κατέγραφε με μαθηματική ακρίβεια την επερχόμενη πολυδιάσταστη πτώχευσή μας, όλοι τους τον λοιδορούσαν ως κινδυνολόγο ή απλώς τον προσπερνούσαν αδιάφορα. 

Με εκτίμηση,
Κάπα

ΥΓ. Ο γνωστός συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης αναρωτήθηκε σε πρόσφατο άρθρο του γιατί η Βουλή των Ελλήνων γέμισε πανεπιστημιακούς. Αν είχε σκεφτεί να συγκρίνει τα έσοδα των βουλευτών με τους μισθούς και τις συντάξεις πείνας των πανεπιστημιακών, θα είχε γλιτώσει την... ανάλυσή του.

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

"Βίαιη" χειραφέτηση

Ένα δυο πολυαγαπημένα μου πρόσωπα (όχι επειδή ήτανε ανήμπορα, αλλά διότι τούς τα έδινα εγώ όλα έτοιμα) ζούσαν ξέγνοιαστα από το πορτοφόλι μου, και μάλιστα για πάρα πολύν καιρό, σε σημείο που να θεωρούν τις εν λόγω επιχορηγήσεις, υποχρέωσή μου!

Δεν πειράζει, έλεγα από μέσα μου. Αρκετά βασανιστήκαμε και πεινάσαμε σαν παιδιά. Τώρα είμαστε καλά. Στο κάτω κάτω, αίμα μου είναι, δικοί μου άνθρωποι μου, αν δεν τους συμπαρασταθώ εγώ, ποιος θα τους βοηθήσει; Ο γείτονας;

Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια... Ώσπου γεννήθηκε η κόρη μου (πριν 12 χρόνια και 10 μήνες) η οποία πέντε μηνών διαγνώστηκε με βαριά επιληψία, οπότε έπρεπε επειγόντως να φύγουμε για το εξωτερικό.

Αυτό όμως το "να φύγουμε" προϋπέθετε χρήματα τα οποία κανονικά έπρεπε να έχω στην άκρη, αλλά δεν είχα, γιατί επί δέκα χρόνια τα σκορπούσα ασυλλόγιστα σε... χορηγίες. (Κι αν δεν ήταν το σόι της γυναίκας μου, που πάντα έκανε αιματηρές οικονομίες, το παιδί μας θα πέθαινε...)

Διακομίσαμε, λοιπόν, το παιδί στο Λονδίνο, όμως η επιληψία του επιδεινώθηκε, η αγωνία μας εξαγριώθηκε και στις Πρώτες Βοήθειες μας λέγανε περιμένετε... Και περιμέναμε ώρες, ώσπου οι κρίσεις περνούσαν... μόνες τους, κλέβοντας όμως κάθε φορά και κάτι από τη ζωή του παιδιού μας.

Από το Νοέμβρη του 2002 μέχρι το Ιανουάριο τού 2003 τη βγάζαμε μέρα-νύχτα στα νοσοκομεία, πότε στους θαλάμους και πότε στις εντατικές. Το χρήμα έφευγε, αλλά τώρα είχα να πληρώνω, αφού ό,τι μού περίσσευε δεν το δώριζα. (Ειρήσθω εν παρόδω, τα έξοδα που τότε θεωρούσα πολλά, είναι αστεία μπροστά σ΄ εκείνα που προέκυψαν αργότερα και συνεχίζονται ακόμη.)

Κάπου εκεί, παραμονές Χριστουγέννων τού 2003, μου τηλεφωνάει γιατί τον είχα... "ξεχάσει". - "Δεν σου ξαναδίνω δεκάρα τσακιστή. Είσαι υγιής, να πας δουλέψεις να ζήσεις. Αν θέλεις φαϊ, έλα να φας. Αν θέλεις δουλειά, σου βρήκα τρεις". Μου απάντησε ότι προτιμάει να πεινάσει, παρά να κάνει μια δουλειά που δεν του αρέσει. Ε, τότε, να πεινάσεις, του είπα και χαθήκαμε για καιρό.

Κι όμως, αντί να πεινάσει, άνοιξε τα φτερά του και πρόκοψε. Με κόπο, βέβαια. Με πολύ κόπο. Αλλά πρόκοψε.

Με εκτίμηση,
Κάπα