Ένα δυο πολυαγαπημένα μου πρόσωπα (όχι επειδή ήτανε
ανήμπορα, αλλά διότι τούς τα έδινα εγώ όλα έτοιμα) ζούσαν ξέγνοιαστα από το πορτοφόλι
μου, και μάλιστα για πάρα πολύν καιρό, σε σημείο που να θεωρούν τις εν
λόγω επιχορηγήσεις, υποχρέωσή μου!
Δεν πειράζει, έλεγα από μέσα μου. Αρκετά βασανιστήκαμε και
πεινάσαμε σαν παιδιά. Τώρα είμαστε καλά. Στο κάτω κάτω, αίμα μου είναι, δικοί
μου άνθρωποι μου, αν δεν τους συμπαρασταθώ εγώ, ποιος θα τους βοηθήσει; Ο
γείτονας;
Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια... Ώσπου γεννήθηκε η κόρη μου
(πριν 12 χρόνια και 10 μήνες) η οποία πέντε μηνών διαγνώστηκε με βαριά επιληψία, οπότε
έπρεπε επειγόντως να φύγουμε για το εξωτερικό.
Αυτό όμως το "να φύγουμε" προϋπέθετε χρήματα τα
οποία κανονικά έπρεπε να έχω στην άκρη, αλλά δεν είχα, γιατί επί δέκα χρόνια τα
σκορπούσα ασυλλόγιστα σε... χορηγίες. (Κι αν δεν ήταν το σόι της γυναίκας μου, που πάντα έκανε
αιματηρές οικονομίες, το παιδί μας θα πέθαινε...)
Διακομίσαμε, λοιπόν, το παιδί στο Λονδίνο, όμως η επιληψία του
επιδεινώθηκε, η αγωνία μας εξαγριώθηκε και στις Πρώτες Βοήθειες μας λέγανε
περιμένετε... Και περιμέναμε ώρες, ώσπου οι κρίσεις περνούσαν... μόνες τους,
κλέβοντας όμως κάθε φορά και κάτι από τη ζωή του παιδιού μας.
Από το Νοέμβρη του 2002 μέχρι το Ιανουάριο τού 2003 τη βγάζαμε μέρα-νύχτα στα νοσοκομεία, πότε στους θαλάμους και πότε στις εντατικές. Το χρήμα
έφευγε, αλλά τώρα είχα να πληρώνω, αφού ό,τι μού περίσσευε δεν το δώριζα. (Ειρήσθω εν παρόδω, τα έξοδα που τότε θεωρούσα πολλά, είναι αστεία μπροστά σ΄ εκείνα που προέκυψαν αργότερα και συνεχίζονται ακόμη.)
Κάπου εκεί, παραμονές Χριστουγέννων τού 2003, μου τηλεφωνάει
γιατί τον είχα... "ξεχάσει". - "Δεν σου ξαναδίνω δεκάρα τσακιστή. Είσαι
υγιής, να πας δουλέψεις να ζήσεις. Αν θέλεις φαϊ, έλα να φας. Αν θέλεις
δουλειά, σου βρήκα τρεις". Μου απάντησε ότι προτιμάει να πεινάσει, παρά να κάνει
μια δουλειά που δεν του αρέσει. Ε, τότε, να πεινάσεις, του είπα και χαθήκαμε
για καιρό.
Με εκτίμηση,
Κάπα