Αγαπητέ επισκέπτη, το μπλογκ το ξεκίνησε το 2006 η Paragrafos αλλά τώρα το συνεχίζει ο Κάπα (περσόνες και οι δύο τού Κ. Καλλίμαχου). Ο Κ. Καλλίμαχος είναι συγγραφέας-εκπαιδευτικός και Εκπρόσωπος του Κυπριακού Συνδέσμου για την Επιληψία. Εδώ μπορεί να πάρεις μια ιδέα για το έργο του (αφηγήματα, δοκίμια, άρθρα, διαλέξεις, βιβλία κοκ).
Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008
Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008
Εκεί πίσω, στη γωνία...
1. Επί δώδεκα χρόνια μισούσα το σχολείο κι αν δεν μίσησα και το βιβλίο είναι επειδή είχα δίπλα μου τη μάνα μου να με διδάσκει, με το δικό της τρόπο ξεχωριστό τρόπο, γράμματα και ανθρωπιά. Κι όλα αυτά σε μια εποχή απίστευτα αυταρχική: "το κρέας δικό σου και τα κόκαλα δικά μου", παραγγέλνανε οι γονείς στο δάσκαλο.
Το σχολείο, από την πρώτη κι όλας μέρα, με υποδέχτηκε με άφθονο ξύλο. Χασμουρήθηκα εμφατικά, η δασκάλα ενοχλήθηκε, με ανέβασε στο βάθρο για να με βλέπουν όλοι και μου επιτέθηκε μανιασμένα με μια χοντρή, τετραγωνισμένη, ξύλινη ρίγα. Για να σωθώ αναγκάστηκα να της δαγκώσω το μπούτι, επίσης μανιασμένα, τόσο που το ουρλιαχτό της ακούστηκε στο μισό σχολείο.
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που έφαγα ξύλο από δάσκαλο. Έκτοτε, όταν μου παράγγελναν υποταγή και σφαλιάρα (γιατί εν τω μεταξύ είχα γίνει μεγάλο ζιζάνιο), όπου φύγει-φύγει. Κάποτε, ένας σκληρός δάσκαλος άρχισε (μάταια) να με κυνηγάει γύρω-γύρω από τα θρανία. Ζήτησε βοήθεια από τη δασκάλα της διπλανής αίθουσας. Είδα τα σκούρα, ανέβηκα στο παράθυρο και πήδηξα στο κενό. Ήξερα να πέφτω από ψηλά: άνοιγα τα λυγισμένα γόνατα για να μην σπάσω το σαγόνι κι έβαζα ανάμεσά τους δάχτυλα και παλάμες ετοιμοπόλεμες. Δυστυχώς, αυτή τη φορά (ήταν ημιώροφος) η αδράνεια με κουτούλησε άγρια στο τσιμέντο, όπου και με βρήκαν αργότερα καταματωμένο...
2. Μετά και από αυτόν τον "άθλο", έγινα δακτυλοδεικτούμενος, αλλά και ανύπαρκτος για τους δασκάλους, οπότε κι εγώ ούτε που ξανασχολήθηκα στο σπίτι με ασκήσεις. Η μάνα μου η δόλια με έπαιρνε με το καλό: "Δεν πειράζει, ψυχή μου. Μη γράψεις τίποτε εσύ. Έλα στο γραφείo μου να κάνουμε τις εργασίες σου μαζί. Εγώ, θα τις γράψω, εγώ", και πήγαινα δίπλα της. Εκείνη έγραφε, μου μιλούσε, με ρωτούσε, ενθουσιαζόταν μόλις έλεγα κάτι, με φιλούσε μόλις πετύχαινα την ορθογραφία, μου έδινε σοκολατάκια σαν φτιάχναμε μια περιεκτική παράγραφο, ως και λεφτά για παγωτά μου έταζε όταν μάθαινα ποιήματα απ΄ έξω! Έτσι προέκυψε το παράδοξο, ο μαθητής που δεν έγραφε τίποτε και ποτέ του, να σαρώνει τα βραβεία στους διαγωνισμούς που ζητούσαν να τοιμάσουμε κείμενα στο σπίτι.
Αν και έξυπνη γυναίκα η μάνα μου, συχνά με επαινούσε δημοσίως για τις δήθεν διακρίσεις μου, τη στιγμή που ο κόσμος το είχε τούμπανο! Αλλά και μεταξύ μας, επέμενε πώς οι εκθέσεις και οι ζωντανές παράγραφοι που εκείνη σκάρωνε, δεν ήταν δικές της, αλλά έργο δικό μου! Ότι τάχα, σε μεγάλο βαθμό, εγώ τα φαντάστηκα όλα, εγώ της τα υπαγόρευσα! (Τόσο πολυ μ΄ αγαπούσε, η καημένη, που έφτανε λέει ψέματα ακόμα και στον εαυτό της!)
3. Προς τα τέλη της Τρίτης Γυμνασίου, το θυμάμαι σαν τώρα δα, της ζήτησα να... γράψουμε μία έκθεση με θέμα "Το χρήμα κι η ανθρώπινη απληστία". Με κοίταξε αυστηρά και ξηγήθηκε σαν έτοιμη από καιρό: "άκου να σου πω, παιδάκι μου: ως εδώ ήταν. Θες να γράψεις, γράψε. Δεν θές; μη γράφεις. Να θυμάσαι μόνο ότι μπορείς!"
Πήρα ανόρεχτα χαρτί και μολύβι κι αφού τα περιεργάστηκα λίγο, έριξα μια αφηρημένη ματιά κατά το παραθύρι που ήταν απέναντι από το γραφείο της. Ο άλλοτε αστός, μέτριος ζωγράφος και νυν μοναχικός, θεόκουφος και ξεπεσμένος συνταξιούχος, από το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της αντικρινής πολυκατοικίας, είχε πάλι στη διαπασών (για χιλιοστή φορά και εκείνη τη βδομάδα) την "5η Συμφωνία" (γύρευε τίνος) και ενοχλούσε όλη τη γειτονιά, εκτός από μένα που τον είχα σαν παππού μου. (Συχνά η μαμά μου έδινε να του πάω πιατέλες με πίτες και σπιτίσια γλυκά. Τον εκτίμουσε πολύ. Στην κηδεία του έκλαψε περισσότερο κι από την κόρη του).
Τον ήξερα καλά και από... διαγωνισμούς που είχα... κερδίσει με τις ζωγραφιές του. Του πήγαινα χαρτιά και μου έφτιαχνε πέντε-δεκα σκίτσα, για πλάκα: γυναίκες που καπνίζανε ακουμπώντας σε φανοστάτες, γριές που με κόπο κουβαλούσαν τις καμπούρες τους σε ανύπαρκτα σοκάκια, ξεκάρφωτα κοκόρια, άλογα που καλπάζαν στον αέρα, ποδήλατα δίχως αναβάτες, παλαιομοδίτικα αεροπλάνα και τεράστια φανταχτερά αυτοκίνητα, άδεια μπουκάλια παντός είδους και τηλέφωνα ξεχαρβαλωμένα, όλα σχεδόν με μονοκοντυλιές! Είχα μάθει, λοιπόν, να τον αγαπάω και να τον ακούω το γεροξεκούτη και μαζί του είχα συνηθίσει να μου αρέσουν και οι εκκωφαντικές του μουσικές επιλογές, οι οποίες αν και μου ήταν παντελώς ξένες και ακατανόητες, ωστόσο πάντα με "ταξίδευαν".
4. Εκείνο το απόγευμα κάτι άστραψε μέσα μου και είπα δεν πάει στο διάολο "η απληστία και το χρήμα"! Εγώ θα γράψω για μένα που έφτασα 15 χρονών κι είναι ζήτημα αν έπιασα δεκαπέντε φορές μολύβι στο χέρι. Θα μιλήσω για την πρώτη μου μέρα στο σχολείο, για το σάλτο από το παραθύρι της τάξης και για όσα συνέβησαν μετά, όταν δηλαδή οι δάσκαλοι άλλαξαν στάση απέναντί μου κι αντίς να με καταδιώκουν μετά τα "εγκληματά" μου, με το μπαίνανε στην τάξη, εσκεμμένα ουρλιάζανε περιφρονητικά: "Κάπααα, γρήγορα εκεί πίσω, στη γωνία, μόνος σου!"
Κι εγώ υπάκουα τάχα ευδιάθετος. Δεν ήθελα, βλέπετε, να τους δώσω τη χαρά να με δούνε θλιμμένο. Κι όμως αυτή η τιμωρία ήταν εξουθενωτικά ατιμωτική, χειρότερη κι από το ξύλο που είχα φάει. Το ξύλο το έφαγα μια φορά και τελείωσε, ενώ τώρα η περιφρόνηση ήταν συνεχής και καθημερινά με έκαναν να νιώθω τιποτένιος και αποσυνάγωγος. Το χειρότερο ήταν ότι ενθάρρυναν τους συμμαθητές μου να με λοιδορούν συστηματικά την ώρα του μαθήματος! Αλλά κι έξω στο προαύλιο άκουγα ακόμα και φιλαράκια μου να με περιπαίζουν: "Κάπααα, γρήγορα εκεί πίσω, στη γωνία, μόνος σου!" (Γι΄ αυτό και συχνά τα βράδια έκλαιγα κρυφά, δαγκώνοντας το σεντόνι για να μην ακουστώ.)
5. Όλα αυτά τα θυμήθηκα σήμερα το πρωί που πήγα στο σχολείο για να μιλήσω με τη δασκάλα τού παιδιού, που μας παρήγγειλε ότι η κορούλα μας "ενοχλεί".
Έτυχε να φτάσω νωρίτερα και για να περάσει η ώρα, είπα να ρίξω μια διακριτική ματιά στην τάξη. Και είδα το παιδάκι μας να κάθεται εκεί πίσω, στη γωνία, μόνο του...
Με εκτίμηση
Κάπα
Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008
Ο δικός της αγώνας
Στο παρελθόν φιλοξενήσαμε ένα κείμενό της ( Αφιέρωμα σε μια αξιοθαύμαστη φίλη, την N-s )
Στο μπλογκ της ( http://nemertes.psfiles.com/?cat=8 ) έχει μια ενότητα με κειμενα για την επιληψία (επιληψία ).
Επισκεφτείτε την! Αξίζει τον κόπο!
Με αγάπη
Παράγραφος
Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008
- Μη φοβάσαι, μαμά, μη φοβάσαι !
Το ίδιο κι όταν έχει πόνο στο αφτί, στο χέρι ή στην κοιλιά, ή αν χτυπήσει στο πόδι: -"άου, με πονάει το αφτί", -"με πονάει το χέρι", -"έπεσα και χτύπησα στο πόδι" κοκ.
Οταν όμως θέλει να περιγράψει τα συναισθήματά, τις απορίες ή τις ανησυχίες της, τότε χρησιμοποιεί τον ξεχωριστό, δικό της "πλάγιο λόγο"[ δες και εδώ ]. Αν πχ νιώσει φόβο, δεν θα πει "Μαμά, φοβάμαι", παρά θα μας κοιτάξει στα μάτια και θα μας πει -"Μη φοβάσαι!". Ή, αν δεν είναι καλά, θα μας κοιτάξει πάλι στα μάτια και θα πει: -"Είσαι καλά;"
Έτσι καταλαβαίνουμε ότι φοβάται κάτι και πως έχει ανάγκη να την αγκαλιάσουμε και να την καθησυχάσουμε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια της: -"Μη φοβάσαι, σ΄ αγαπώ πολυ"! ΄Η να την ρωτήσουμε πώς είναι, κι αν είναι καλά και να μας πει "ναιαιαιαι"...
Χτες, μετά που συνήθλε από την κρίση, άρχισε τις "πλάγιες" ερωτήσεις και προτροπές της, οι οποίες είναι παρμένες ατάκες από την "Ντόρα" (ηρωίδα των παιδιών προσχολικής ηλικίας) προσαρμοσμένες όμως στην περίσταση:
- Τι συμβαίνει, μαμά. Συμβαίνει κάτι;
- Μη φοβάσαι, μαμά, μη φοβάσαι! Πέρασε!
- Έγινε κάτι; Τι έγινε, μαμά; Τι έγινε;
- Τίποτα, μαμά, τίποτα! Όλα εντάξει!
ΥΓ. Εμείς κοιταζόμασταν με ανάμικτα συναισθήματα και αργότερα συμφωνήσαμε πως κάποια στιγμή θα πρέπει να αρχίσουμε να εξηγουμε στο παιδί την κατάστασή του, για να μη μένουν μέσα του μετέωρα ερωτήματα , όπως για παράδειγμα, το γιατί χθες, ενώ ήταν με τα ξαδερφάκια του στο σπίτι στη θείας, ξανφικά βρέθηκε στο σπίτι μας, ξαπλωμένη και μισοναρκωμένη.
Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008
Σήμερα, όλη μέρα αγωνία...
Πάλι όμως τη βλέπαμε που δεν έστεκε καλά στα πόδια της και ενώ άλλες φορές είναι αεικίνητη, σήμερα κάθε λίγο και λιγάκι, έχανε την ισορροπία της και για να μην πέσει, κρατιόντανε από τις πλαστικές πολυθρόνες, που έχουμε παραταγμένες κατά μήκος του τοίχου (περισσότερο για να προστατεύουν το παιδί και λιγότερο για να κάθεται ο κόσμος. Ποιος κόσμος; αφού κανείς δεν πλησιάζει).
Μια-δυο φορές κρατήθηκε από τα ρούχα μας και την πλάτη του σκύλου, ο οποίος ιδιαίτερα σήμερα μου έδωσε την εντύπωση ότι παραήταν υπάκουος, συνεργάσιμος, ήρεμος και προσεκτικός, και το πιο αξιοπαρατήρητο: μετά από κάθε παιγνιδάκι, ερχόνταν προς το μέρος του παιδιού και ξάπλωνε μπροστά του κοιτώντας το στα μάτια! Να είχε προαισθανθεί άραγε κάτι; Ποιος ξέρει;
Μετά το μεσημεριανό της ύπνο, η κορούλα μας ήταν όλο αγκαλίτσες και φιλάκια. Η κακοκεφιά τήςείχε περάσει, όχι όμως και ο τρόμος που εν τω μεταξύ δυνάμωσε. Μπορούσα ακόμα κι εγώ, που είμαι άπειρος σε αυτό το νέο σύμπτωμα, να το διακρίνω ολοκάθαρα.
Και το απόγευμα, μετά το φαγητό της, αντί να μείνουμε "έσω μας" (σπίτι) και να περάσουμε ήρεμα και ήσυχα με τραγουδάκια και λίγη ζωγραφική, την πήγαμε στα ξαδερφάκια της. Μετά από λίγο, εκεί που έπαιζε (μάλλον υποτονικά), την είδαμε να χάνεται: όρθωσε το κορμί της και άρχισε να σηκώνει ψηλά το κεφάλι και να το γυρίζει αργά προς τα δεξιά και μαζί του να στροβιλίζονται τα μεγάλα της μάτια και να χάνονται προς το πουθενά.
Το επεισόδιο κράτησε μόνο δυο-τρία λεπτά κι η κορουλα μας, προτού πέσει σε βαθύ λήθαργο, έδειξε να χαίρεται το οξυγόνο που της δώσαμε. (Ποτέ δεν αποχωριζόμαστε τις Πρώτες Βοήθειες, δηλαδή οξυγόνο, σάξιον, στεζολίντ (υπόθετα βάλιουμ), αλλαξιές, πετσετούλες, αδιάβροχα σεντόνια, κάλτες κ.ά)
Μόλις κοιμήθηκε για τα καλά (στο υπνοδωμάτιο της θείας), εμείς, δίχως να κοιτάμε ο ένας τον άλλον, αλλά ουτε και τους άλλους, ριχτήκαμε στο βαλιτζάκι με τις Πρώτες Βοήθειες (για να το ταχτοποιήσουμε, τάχα), διπλώνοντας και τακτοποιώντας τα ρουχαλάκια, τις πετσέτες και τα στεζονλίντ, τα σωληνάκια του σάξιον και το μηχανάκι του οξυγόνου, και όλα αυτά εντελώς άσκοπα, νευρικά και αμίλητα.
Σα να προσπαθούμε μ΄αυτό το "τελετουργικό", που μας πιάνει πάντα μετά τις κρίσεις του παιδιού, να ξορκίσουμε το κακό.
Αμ, δεν ξορκίζεται...