[Στις 25 Απριλίου του 2050 η Μαρία-Φωτεινή θα γιορτάσει τα 48α γενέθλιά της. Τώρα είναι 18 ετών.]
Αν και κοντεύω πια τα ογδόντα, θυμάμαι πολύ
καθαρά πως πριν φύγουμε και οι τρεις για το σκολειό κι αφού είχαμε πιει
μονορούφι το κακάο ή το γάλα, "ελάτε να σας νίψω", μάς έλεγε η
γιαγιά, "αλλιώς θα έχετε μουστάκια" (άσπρα ή μαύρα ανάλογα με το
ρόφημα ή κίντρινα απ΄ το αβγό) και τρέχαμε, ακουμπούσαμε το πηγούνι στην άκρη
τού νεροχύτη, αναμένοντας τη ζεστή παλάμη με τη δροσιά που κατέβαιναν
χαιδευτικά από το μέτωπο, κάμποσες αργές φορές, αναζωογονώντας την επιδερμίδα
και τα χείλη (δροσίζοντας όμως και τη γλώσσα που συχνά εξείχε επίτηδες από το
ανοιχτό στόμα).
Τελειώνοντας το σφούγγισμα με την πετσέτα,
έστριβε το κεφάλι, το κεντράριζε κοιτώντας με στα μάτια, έφτυνε τούς αντίχειρες
και έσπρωχνε τα φρύδια μου αργά και με πίεση προς τα αφτιά, δυο και τρεις
φορές. "Κοίτα, τι όμορφο αγόρι είναι αυτό", είχε πει μια νηπιαγωγός
δείχνοντάς με στη μαμά τής Πόπης (ήταν το γειτονάκι που αγαπούσα). "Ναι,
τα φρύδια του είναι σα ζωγραφιστά", συμφώνησε εκείνη, και αμέσως στην
υπόληψή μου το νίψιμο τής γιαγιάς έφτασε ως τον ουρανό.
Τώρα πια ήξερα ότι το πρόσωπό μου είχε κάτι το
μαγικό χάρη σ΄ εκείνο το πρωινό τελετουργικό που κρατούσε λίγα απολαυστικά
λεπτά τής ώρας και τα οποία, όμως, πολλαπλασιαζόμενα επί τρία, έδιναν την
δυνατότητα στη γιαγιά να ξεθάβει πράματα και θάματα από το χτες, όπως τότε, που
αφηγήθηκε "τούς πεθαμούς στο χωριό από την ισπανική γρίπη τού 1918, μια
γρίπη που ξεκίνησε από τα κοτέτσια τής Άπω Ανατολής και ξεπάστρεψε εκατομμύρια
κόσμο σε όλη τη γη, ξεπάτωσε και το μισό χωριό μας τότε (σαν ήλθαν οι
στρατιώτες με άδεια από το μέτωπο) αλλά όχι τα παιδιά γιατί εμείς είχαμε εκεί
κοντά την εκκλησία τής Αγίας Μαρίνας, τής προστάτιδας τών παιδιών και τα
φύλαξε. Θα μου πεις τώρα, γλιτώσανε από τη γρίπη εκείνη και μεγαλώσαν για να τα
κατασπαράξουν αργότερα ο χιονιάς και τα ηρωικά κρυοπαγήματα τής Πίνδου, η πείνα
και οι σφαγές τής κατοχής και του εμφυλίου τα εκτελεστικά αποσπάσματα..."
Την αγαπούσα πολύ τη γιαγιά μου - ήτανε η μάνα
τού αχαΐρευτου τού πατέρα μου, ήτανε μάνα και πατέρας για μας η γιαγιά, γιατί
πατέρα δεν είχαμε (είτε ήταν εξαφανισμένος είτε επέστρεφε για να μας βασανίζει)
και η μάνα μας έκανε δυο τρεις δουλειές για να ζήσουμε - τη νύχτα ερχότανε
σπίτι, σκοτωμένη από την κούραση κι όπως έπεφτε, κοιμόταν σα νεκρή ώς το πρωί,
για να φύγει τα χαράματα πριν καλά-καλά ξυπνήσουμε. Μονάχα τις Κυριακές τη
βλέπαμε και στις αργίες, γι΄ αυτό είπα πως η γιαγιά ήτανε μάνα και πατέρας, και
σπουδαία παιδαγωγός, απολύτως αυτοδίδακτη, με βαθιά χριστιανική παιδεία τής
αγάπης, πολύ ευσεβής αλλά ουδέποτε θρησκόληπτη.
Πότε με τη μία ιστοριούλα και πότε με την άλλη,
φτάναμε στο σκολειό, μάς φιλούσε έναν έναν, νωχελικά, έξω από την πόρτα και μας
ξαπόλαγε σαν πυραύλους μέσα στο παιδομάνι...
Τώρα που γέρασα κι εγώ, διαπιστώνω πως έχω την
ίδια συνήθεια τής γιαγιάς να κοιτάω κατά το χτες και να θυμάμαι πράματα και
θάματα, όπως τότε που ξέσπασε ο Καιρός του Μεγάλου Φόβου και της απελπισίας
όλων μας, μικρών και μεγάλων, πλουσίων και φτωχών, σπουδαίων και αφανών,
πανίσχυρων και αδυνάμων...
Η Μαρία-Φωτεινή είχε πλησιάσει τα 18 και
νομίζαμε ότι τίποτε πια δεν ήταν σε θέση να μας νικήσει, ότι μπορούσαμε να τη
φροντίζουμε, να φέρνουμε τα φάρμακά της από το εξωτερικό, κυρίως από την
Αμερική, αλλά ξαφνικά χτύπησε η πανδημία που όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει
κανείς από τους συγκαιρινούς μου και ούτε φανταζότανε κανείς πως θα συμβεί κάτι
τέτοιο και άξαφνα η μία χώρα μετά την άλλη σφραγίσανε τα σύνορα. Και πώς θα
ερχόντουσαν τα φάρμακα τού παιδιού μας; Άντε και βρίσκαμε τα φάρμακα που στέλνονταν από την
Ευρώπη (άλλο από τη Γαλλία, άλλο από τη Γερμανία και άλλο από την Ελβετία). Από
την Αμερική, πώς στην ευχή θα έφερνε η Αντιγόνη το βασικότερο των φαρμάκων τού
παιδιού, αφού τώρα έκλεισαν τα σύνορα με την Ευρώπη; Μέχρι πριν τον Καιρό του
Μεγάλου Φόβου, είχαμε συναντήσει τεράστιες δυσκολίες, και τις ξεπερνούσαμε με
πολύ κόπο και απελπισμένη αγάπη. Αυτό όμως το νέο εμπόδιο φάνταζε πλέον
εφιαλτικό και ακατανίκητο ακόμη και για εμάς που είχαμε περάσει από σαράντα και
κύματα και περνιόμασταν αποφασισμένοι για όλα...
Ήτανε, θυμάμαι, μέσα Μαρτίου τού ΄20 και η
Αντιγόνη είχε βγάλει εισιτήριο για τα τέλη Μαΐου ή Ιουνίου, νομίζω, και τότε
ανακοινώθηκε πως οι ΗΠΑ δεν δέχονται επισκέπτες από τις χώρες τής Ευρώπης. (Το
φάρμακο αυτό μόνο ασθενείς και συγγενείς τους μπορούν αν το βγάλουν από τις ΗΠΑ - δεν αποστέλλεται
αλλιώς). Εν τω μεταξύ η Ελλάδα είχε μπει σε καραντίνα και η Κύπρος επίσης, όπως
και η Ισπανία που είχε αρχίσει να μετράει τα θύματα σε εκατοντάδες, ενώ η
Ιταλία τα μετρούσε σε χιλιάδες και οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να έχουν τους πρώτους
νεκρούς. Στο Ρότσεστερ, εκεί όπου είναι το νοσοκομείο μας, η Μέιγιο Κλίνικ,
είχε ήδη θύμα και πολλά κρούσματα, εξαιτίας ενός γκρουπ ορθοδόξων πιστών που είχαν
επιστρέψει από τους Αγίους Τόπους... Χαμός, δηλαδή... Το εκπληκτικό ήταν ότι η
Αγία Μαρίνα, όπως θα έλεγε η γιαγιά, έκανε πάλι το... θαύμα της: τα παιδιά δεν
νοσούσαν, αλλά γινόντουσαν όμως φορείς και σπέρνανε το θάνατο στους γονείς και
στους παππούδες! Φαίνεται πως κάποτε τα θαύματα και ο κατάρες αντικριστά
χορεύουν, κατά πως λέει η ποιητής...
Τι χρονιά κι εκείνη! Μα ο Θεός τής γιαγιάς
έκανε ξανά το θαύμα του. Με το που άνοιξε ο καιρός, ο κορωνοϊός λιποψύχησε από
τους αυτοπεριορισμούς τών ανθρώπων και πήρε να φθίνει, οι αρρώστοι νοσούσαν
ελαφρύτερα, τα κρούσματα λιγόστευαν εντελώς ανεξήγητα, και όπως ήλθε αυτή η
καταιγίδα τού θανάτου μόνη της, επίσης μόνη της έφυγε για πάντα στα τέλη τού
Απρίλη, οπότε τα σύνορα ανοίξαν, η δουλειά στα νεκροταφεία επανήλθε όπως και σε
καιρούς ειρήνης με τη Φύση, και η Αντιγόνη μπόρεσε επιτέλους να ταξιδέψει στην
Αμερική και να φέρει εκείνο το πολυπόθητο φάρμακο που ακόμη και τώρα κρατάει
στη ζωή την κορούλα μας, τώρα που πλησιάζει τα πενήντα της και λέμε να τα
γιορτάσουμε επαναφέροντας εκείνη την παράσταση που δεν λέει να ξεχαστεί, ίσως
οι πιο παλαιοί τη θυμούνται ακόμη σαν το βαγγέλιο των λαϊκών: ΤΟ ΠΕΡΙΣΣΙΟ ΠΑΙΔΙ
τού αγαπημένου μας Θανάση Τριαρίδη...
Ένα τέτοιο παιδί ήταν το παιδί μας και λέγανε
πως δεν θα φτάσει στην εφηβεία και έφτασε. Και λέγανε πως δεν θα γλιτώσει από
τον κορωνοίό και γλίτωσε. Και λέγανε πως θα είναι λιγόζωη κι όμως τώρα αισίως
κλείνει τα πενήντα της. Γι΄ αυτό και τώρα από το μέλλον θέλω ψυχώσω όλους
εκείνους τους τρομαγμένους συγκαιρινούς τού χτες:
Ψηλά το κεφάλι, κόσμε! Όπως ζήσατε εσείς
κλεισμένοι στα σπίτια σας για δύο μήνες στον Καιρό τού Μεγάλου Φόβου, έτσι
ζούμε κι εμείς (Η Αντιγόνη, εγώ και το παιδί μας) επί μισόν αιώνα! Αλλά με
αγάπη, γιατί τίποτε άλλο δεν αξίζει στον κόσμο, πάρεξ αγάπη και αλληλεγγύη,
γιατί, ακόμη και "Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων,
αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. (...) Νυνί δε μένει
πίστις, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων η αγάπη."