διάλειμμα με ένα, εκτός θέματος, αφήγημα
1. Όπως κατεβαίναμε από την πλατεία, κάναμε αριστερά, προσπερνούσαμε τις καπναποθήκες και το περίπτερο της κυρα-Ντίνας, στρίβαμε δεξιά, φτάναμε στο γιοφύρι κι αμέσως πάνω αριστερά βλέπαμε που δέσποζε η σεμνή περηφάνια τής αγαπημένης, πανέμορφης, αιωνόβιας εκκλησιάς, με την πελώρια, ασήκωτη δίφυλλη είσοδο, που ήτανε θαρρείς σπρωγμένη ως την καρδιά τού νάρθηκα. Ζερβά-δεξά σκαρφάλωναν ίσαμε τον ουρανό τα δυο καμπαναριά της και λίγο πιο πίσω ολοφώτιστος ο θεόρατος τρούλος πάσχισε να στεριώσει τον σμαλτωμένο του σταυρό ανάμεσα στα σύννεφα. Παραπίσω, καθώς το μάτι πλησίαζε τον Ιερό, χαμήλωνε, χαμήλωνε η καημένη Αγιά-Τριάδα. Χαμήλωνε, χαμήλωνε κι έσκυβε ταπεινά. Μονάχα πάνω απ΄ το θυσιαστήριο ανασηκωνότανε λιγάκι για ν΄ ακουμπήσει, στο τέλος, απαλά πάνω στο πλακόστρωτο, ίδια συντετριμμένη ράχη κυρτωμένου ευλαβικού προσκυνητή, μεγαλοβδόμαδα, μπροστά στα Άγια των Αγίων ...
Κι ύστερα έβλεπες από τα πλαϊνά της να ροβολούν πεζούλες με ανάκατα, τετράγωνα και στρογγυλά κηπάκια ανθισμένα (κι από καμιά ελίτσα μέσα-μέσα). Όμως από μπροστά τα πράγματα σοβάρευαν. Το πλατύ, ασφαλτοστρωμένο δρομάκι (μετά τη γέφυρα) ανέβαινε με μπόλικη επισημότητα, καρσί ως το πρώτο επίπεδο της αυλής της εκκλησίας, που έμοιαζε με τεράστιο κεφαλόσκαλο, πλατύ και βαθύ όσο τρεις σειρές από πέντε φορτηγά στη σειρά. Ανέβαινες άλλα τρία σκαλιά, περνούσε το δεύτερο πλακώστρωτο, που ήτανε κάπω μεταλύτερο από το πρώτο, κι όσο πλησίαζε τα σκαλιά της Πύλης τόσο περισσότερο τρέμανε τα πόδια σου, με τόσες καμπάνες που τρίκλιζαν πανωκέφαλα. Πέντε μαρμάρινα σκαλιά, το παγκάρι, τα κεριά, ο ασπασμός, τα θηλυκά στο γυναικωνίτη, οι άντρες κάτω, και τα παιδιά όξω από τα μάρμαρα του τέμπλου. Κύριος των πάντων ο μονόφθλαμος Παντοκράτορας. Κολλημένος εκεί ψηλά, μας κοιτούσα απειλητικά, κάτω από τα είκοσι τρία πολύχρωμα, καμαρωτά παραθυράκια που τον στεφάνωναν, κρατώντας ώς άλλοι μικροί άτλαντες (ένας θεός ήξερε πώς) το θεόρατου τρούλο.
2. Κι εγώ με τον Στέφανο μέσα στο ιερό κόβαμεε αντίδωρα και ζεσταίναμε το νερό για τη Θεία Κοινωνία, παρακολουθώντας τον τρελοπαπα-Σπύρο που κάθε λίγο και λιγάκι, σηκωνότανε από την αμίλητη πολυθρόνα, παρέκαμπτε την Άγια- Τράπεζα, στεκότανε μπροστά μας, για ένα βιαστικό ροζοφίλημα, και αμέσως χωνότανε στα ακρινά, ξύλινα ντουλάπια, κι εκεί μέσα χωμένος κούναγε την κεφαλή του μπροστά-πίσω (σα να προσευχότανε) κι εμείς σκάγαμε από την περιέργεια. Πήρε καιρό όσο να ξεθαρρέψουμε και να λύσουμε το μυστήριο: ο τρελοπαπα-Σπύρος προσκυνούσε τον... άγιο Διόνυσο: άδειαζε τη φορά, μισό μπουκαλάκι ανάμα. Μετά το ξεθάρρεμα ήρθε η αποθράσυνση και μια μέρα αφήσαμε «στεγνό» τον καλόκαρδο τρελόπαπα που ούτε αυτόν τον χωρούσε πια ο τόπος, ούτε κι εμας.
Ανήμερα Πάσχα ήτανε. Το θυμάμαι καλά. Γλυκύτατο το ανάμα. Μια και κάτω ο τρελό-παπας; ε, μια και κάτω κι εμείς. Και φυσικά δεν θέλαμε πολύ για να χάσουμε τον μπούσουλα. Κι ενώ ο σοβαρός παπα-Γιώργης λειτουργούσε, ο αγαθότρελος έτρωγε τα μανίκια του με λύσα, κι ο κοσμάκης παρακολουθεί με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, εμείς χαζογελώντας κυλιόμασταν χαζογ Ιερό γιομάτοι ευτυχία, και τα γέλια μας σκανδάλιζαν την ευλάβεια των πιστών που δεν θέλανε να πιστέψουνε ότι μέσα στο ιερό γινότανε της πουτάνας... Λίγο καιρό αργότερα ειπώθηκε πως έγινε και θαύμα: κάτι θεοσεβούμενες γριούλες που καρτερούσανε να κοινωνήσουνε απ΄ έξω, ακούσανε λέει τούς αγγέλους (ε, ρε πλάκα!) να χαίρονται και να τραγουδούν! Το εκμυστηρευτήκαν και στον παπα-Γιώργη, εν είδει εξομολόγησης, κι εκείνος κούνησε το κεφάλι όλο συγκατάβαση, ενώ από μέσα του ορκιζότανε: «θα πέσουνε, δε θα πέσουνε στα χέρια μου τα διαβολόπαιδα; Θα τα σαπίσω στο ξύλο! Συχώρα με Θεέ μου!»
3. Τώρα αρχίζω να υποψιάζομαι πως έγινε και κουφάθηκα εντελώς από το δεξί τ΄ αφτί (είχε προηγηθεί η σφαλιάρα του μπαμπά, που με κούφανε μερικώς). Μετά την εξορία μας από το Ιερό, πως μπορούσαμε πια να επιστρέψουμε έξω από το τέμπλο κοντά στους κοινούς, αλλά σεβαστικούς θνητούς που τρώγανε τα αντίδωρά μας κι έτρεμε η ψυχή τους; Ξεπέσαμε λοιπόν κι εμείς κατά το… καμπαναριό, όπου σμίξαμε με την άλλη αληταρία (τα άλλοτε παπαδάκια που μόλις βγάλανε χνούδι στο πουλί, γράψανε σπίτι και παπάδες στα παπάρια τους). Τώρα σηκωνόμασταν πιο πρωί για να προλάβουμε την πρώτη καμπάνα, να δούμε τις γλώσσες που γυρόφερνε με τέχνη ο νεωκόρος, να ρίξουμε κι εμείς ένα δυο γερά χτυπήματα στο τέλος για να τρίξουνε άλλη μια φορά τα παράθυρα της αντικρινής πολυκατοικίας. (Ε, ρε εκείνη η ξύλινη στενή σκάλα, ακόμα τρίζει στη μνήμη προκαλώντας μου τον ίδιο κι απαράλαχτο τρόμο της πρώτης φοράς.) Και θα χάναμε και τα δυο μας τα τύμπανα εάν οι επίτροποι δεν μας εξόριζαν και από το κωδωνοστάσιο!!! Θυμάμαι (είναι αλήθεια, με μπόλικες ενοχές) στην κηδεία του τρελοπαπα-Σπύρου, είπαμε να σπάσουμε πλάκα και μας έβαλε ο διάολος να βαρέσουμε τις καμπάνες χαρούμενα!!! Γέλασε κι ο κόσμος, όχι όμως και ο νεωκόρος: «Γαμώ την Παναγία σας, το Χριστό σας κωλόπαιδα, με ξεφτιλίσατε, σε κηδεία είμαστε ρε γαμημένα, άνθρωπος πέθανε ρε πούστικα, ξεκωλιασμένα...» φώναζε όσο μπορουσε, κι ο κόσμος άκουγε από κάτω και δεν έβρισκε τρόπο να κρύψει τα γέλια του. Το τι κλοτσοπατινάδα φάγαμε εκείνη τη μέρα, δεν περιγράφεται. Την γλιτώσαμε επειδή ήμασταν πολλοί κι ο κυρ-Κοσμάς δεν ήξερε από τα νεύρα του ποιον να πρωτοκατραπακιάσει! Βάραγε όπου έφτανε, και κανέναν δεν πετύχαινε! Όμως, το ρεζίλι, ρεζίλι. Γιατί είχαμε και τον κόσμο από κάτω που κοιτούσε, εν τέλει, με ανάμικτα συναισθήματα... Το πως φτάσαμε κάτω, κουτρουβαλώντας τα ξύλινα σκαλιά, σώοι και αβλαβείς, ένας θεός ξέρει! (Να που κάποτε συμβαίνουν και θαύματα!)
Τώρα πια ήμασταν οι εξόριστοι του... παραδείσου. Ούτε στο Ιερό, ούτε στις καμπάνες. Στα κεριά, ούτε κατά διάνοια δεν μας άφηναν να πλησιάσουμε, από τότε που ο γιος του κυρ-Κοσμά πέταξε στο κουτί μισοσβησμένο κερί και λίγο έλειψε να λαμπαδιάσει το τόπος. Έξω λοιπόν!!! Γύρω από την εκκλησία!!! Στα πέριξ... Μέσα στα παρτέρια, πάνω στις ελίτσες, κάτω στα ανήλιαγα και δαιδαλώδη υπόγεια και κατακόμβες της εκκλησιάς, ή παραδίπλα στο μονίμως κλειδωμένο κατηχητικό με την παμπάλαιη στέγη. ( «Εδώ ήτανε το κρυφό σκολείο, μας έλεγε ο Παπα-Κώστας». Και μια μέρα δεν άντεξα: «και πώς ήταν κρυφό, παππούλη μου, εδώ πάνω στο λόφο που τον βλέπει όλη η πόλη; «Εξωωω, ανεδάστατε». Μ΄ αυτά και με άλλα, άδειασε το κατηχητικό και μπαίναμε πια μονάχα εμείς τ΄αλάνια απ΄τα παραθύρια, όταν ήτανε να παίξουμε χαρτιά ή όταν μας διώχνανε οι πατεράδες μας από το σπίτι, τις βροχερές μέρες και δεν είχαμε που κουρνιάσουμε.
Έξω, λοιπόν, και μέσα στα έγκατα της εκκλησιάς, αλλά και στον περίβολο, ανάμεσα στους πανηγυρτζήδες με τα σιάμαλι, τους μπακλαβάδες, τα ζαχαρωτά και τα μελωμένα φιρίκια. Ωωωω, τι μαγεία!!! Εκεί έξω αγάπησα και τους ψαλμούς, εκεί έξω έμαθα για τους ήρωες του Σαράντα που σακατεμένοι οι περισσότεροί τους είχανε στραβογεράσει πριν την ώρα τους. Χώρια που πεινούσανε... Εκεί έξω πρωτάκουσα για την κατοχή και τα βάσανα του εμφυλίου. Εκεί είχα το προνόμιο να μιλάω με «δαιμονισμένους» που μ΄ αγαπούσαν, τρελούς που τά ΄χαν τετρακόσια, «επαγγελματίες» αναπήρους που σαν έφευγε ο κόσμος βγάζανε χέρια και ποδάρια. (Έναν-έναν τους ξετρύπωνε ο διαολοΣτέφανος αλλά κι εκείνοι ένας-ένας μας βάζανε στο κόλπο και κρατούσαμε το στόμα μας κλειστό, εξαγοράζοντας της σιωπή μας με δίφραγκα του Καραϊσκάκη)... Εκεί έξω με περίμενε ένας κόσμος ζωντανός, ο δικός μου κόσμος. Με τους τόσους και τόσους αληθινούς και ψεύτικους ήρωες της πρώιμης εφηβείας μας…
4. Ο μπαρμα-Φώτης ο μπακλαβαδάκιας, και ο κυρ-Γιάννης ο φιστικάς δεν τα πηγαίνανε καλά. Αν και οι δυο τους είχαν πολεμήσει στην Αλβανία με το «Σύνταγμα Ευζώνων», αν κι οι δυο τους λίγο έλειψε να αφήσουν τα κόκαλά τους στο ίδιο χαράκωμα, αν κι οι δυο τους ώρες-ώρες διηγούνταν τις ίδιες μάχες, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με το ίδιο μπούκωμα στα μάτια και την ψυχή, εντούτοις ήταν... σαν το σκύλο με τη γάτα! Ήταν, βέβαια, και «πολιτικοί αντίπαλοι». Ο ένας με τον… Παπάγο κι άλλος με το… Βελιζέλο, εν έτει 1975! Που να καταλάβουμε εμείς τώρα τι σόι πράγματα ήτανε αυτά. Κι ούτε μας ένοιαζε και πολύ γιατί κι οι δυο τους τόσο καλά ανθρωπάκια που αμέσως τους συμπαθούσες… πακέτο! Οσο κι αν φωνάζανε ο ένας του αλλουνού, με λίγη προσοχή μάντευες πως κάτω από τις ανόρεκτες βρισιές τους κρυβότανε και κάμποσος θαυμασμός κι αγάπη του ενός για τον άλλονε.
Μια Κυριακή είδαμε τον μπαρμπα-Φώτη μοναχό του. Και την άλλη και την παράλλη το ίδιο. Μαθεύτηκε ότι ο κυρ-Γιάννης μπήκε στο νοσοκομείο... «Ρε διάολε, εσένα δε σου ξεφεύγει τίποτε. Μάθε που τονε πήγανε» με παρακάλεσε ο μπακλαβατζής. Ρώτησα κι έμαθα...
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ξανά και ο σιωπηλός, τώρα πια, ο κυρ-Γιάννης, βουβός πρωταγωνιστής σε ένα αλλιώτικο σκηνικό. Τώρα δεν άκουγες από το στόμα τους να λέει ο ένας κακή κουβέντα για τον άλλο... Τα καροτσάκια τους τώρα τα είχανε κοντά-κοντά. Κι ο κόσμος χαιρότανε που τους έβλεπε αγαπημένους. Κι εγώ μαζί τους, που τώρα πια έπαιρνα τζάμπα ό,τι ήθελα κι απ΄ τους δυο! «Πάρε, ρε διάολε, όσες καραμέλες θέλεις!!!» με προστάζανε!!! Κι όταν με ρωτούσε η μάνα μου που τις βρήκα, δε με πίστευε, γιατί ήξερε ότι ήμουνα γερό κλεφτρόνι και πήγαινε να μου τις βρέξει, αλλά το σκέφτότανε λίγο: «Θα τους ρωτήσω κι αλίμονό σου έτσι και μου λες ψέματα...», έλεγε και ξανάλεγε.
Τον άλλον χειμώνα αρρώστησα βαριά με λαρυγγίτιδα και χάθηκα από τα πέριξ της εκκλησίας - ήταν τότε που πρωτάρχισα να καπνίζω, παιδάκι δεκατεσσάρω χρονών. Ούτε που θυμάμαι πόσον καιρό έμεινα ξάπλα κι αφού δεν είχα τι να κάνω, μάθαινα τραγούδια από το κασετόφωνο («Ρίξε μια ζαριά καλή», «Παλικαράκι που ΄λιωσα»., «Πού΄ναι τα χρόνια/ωραία χρόνια» κά. Έχασα κι ένα σωρό μαθήματα και λίγο έλειψε να μείνω στην ίδια. Βγήκα από το σπίτι, όταν κόντευε σχεδόν να καλοκαιριάσει. Το θυμάμαι σαν τώρα, ήτανε Κυριακή Των Βαίων, γιατί η γιαγιά ζήτησε να της φέρω βάγια, δυο τρία φύλλα, να βάλει στο ψάρι προτού το πάει στο φούρνο… Μόλις βγήκα από το σπίτι, έκανα να τρέξω, αλλά τα πόδια τρέμανε και μια ζαλάδα με καλημέρισε αγρίως. «Μπα, θα περάσει», μονολογούσα και δεν περνούσε. «Τι περπατάς έτσι, ρε μαλάκα», κοροϊδεύανε τα γειτονόπουλα που με προσπερνούσανε. Κι εγώ πείσμωνα περισσότερο και προχωρούσα, ώσπου έφτασα, με πολλή κόπο και ζόρι.
Με καλωσόρισε, αδικαιολόγητα κατσουφιασμένος, ο νεωκόρος: «που είσαι, ρε κωλόπαιδο και μας έλειψες! Άντε να δούμε τώρα από ποιους θα κλέβεις καραμέλες και φιστίκια! Σαν και να κατάλαβα κάτι, αλλά δεν πρόλαβα να φέρω ολόγυρα το μάτι…
Όταν συνήλθα, ήμουνα πάλι στο άθλιο κρεβάτι του απαίσιου σπιτιού μου και άκουσα το γιατρό να λέει τη μάνα: «Υπογλυκαιμία και αδυναμία. Αν θέλεις να μη τον κουβαλάτε πάλι, κράτα τον σπίτι άλλη μια βδομάδα και δώς΄του κι αυτές τις βιταμίνες.
«Είσαι καλά, παιδί μου», ακούω μια γνώριμη φωνή απ΄ τα δεξιά. Γύρισα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν ο νεωκόρος (αυτός με κουβάλησε) που με κοιτούσε στα μάτια όλο αγάπη και αγωνία. «Είσαι καλά, μωρέ;», με ξαναρώτησε και μια θαλπωρή στη φωνή του που ζέστανε απ΄ άκρη σ΄ άκρη το σκοτεινό δωμάτιο και τα σπλάχνα μου. Δυστυχώς, αμέσως πάγωσα ξανά, σαν άκουσα τον καλό μου πατερούλη να χασκογελά χαιρέκακα: «δεν είχε από ποιον να κλέψει καραμέλες και έπαθε υπογλυκαιμία! Χα χα χα!» χαχάνισε, αυτάρεσκα και μόνος του. Ως συνήθως. Ο χαμένος! Αλλά τι μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν μαντράχαλο που χαστούκιζε για πλάκα τη γυναίκα του και τα παιδιά του;
* * *