Πέρσι, τέτοιον καιρό, που ήμασταν στο νοσοκομείο, τα πρωινά, όταν δεν είχαμε αιματολογικές εξετάσεις, εγκεφαλογραφήματα, φυσιοθεραπείες και εργοθεραπείες, πηγαίναμε σε ένα ευρύχωρο βιβλιοπωλείο με αναγνωστήριο, όπου η κόρη μας ξεφύλλιζε με τις ώρες, σχεδόν τελετουργικά, τις πάσης φύσεως φωτογραφικές συλλογές και εκδόσεις με ζωάκια. Μετά πηγαίναμε για ψώνια, στο Μολλ, όπου ήξερε ότι μπορουσε να αγοράσει, κάθε φορά, μόνο ένα πράγμα της αρεσκείας της κι ύστερα να παίξει με τις ώρες στην εκεί, ειδικά διαμορφωμένη για παιδιά, παιδική χαρά.
Το αργότερο στη μίαμιση επιστρέφαμε για να πιει το "γάλα" της (το λιπαρό, κετογενικό διατροφικό σκεύασμα, το κετοκαλ) και να κοιμηθεί. Στις πέντε εγερτήριο για τις βιταμίνες και το... πλήρες γεύμα της (13 γραμμάρια κοτόπουλο, 12 γραμ. λαχανικά και 20 γραμ ελαιόλαδο) κι ύστερα χορός, θεατρινισμοί και τραγούδι μέχρι τις 7.30, όπου έπρεπε να πάρει την άλλη σειρά των φαρμάκων της κι αμέσως φεύγαμε για τις πάπιες (που στην πραγματικότητα ήταν χήνες, χιλιάδες, στην κοντινή λίμνη).
Πρώτα αγοράζαμε, από το γειτονικό φούρνο, ψωμί (όχι βέβαια για μας, αφού το ψωμί περιέχει υδατάνθρακες που ευνοούν την επιληψία), αλλά για τις πανύψηλες γκρίζες χήνες που μπορουσαν να φάνε ως και μισό κιλο στην καθισιά. (Έκτοτε η κορουλα μας νομίζει ότι οι φούρνοι έγιναν για να εξυπηρετούν τον κόσμο που ταϊζει... πάπιες). Κατόπιν οδηγουσαμε 10 λεπτά, στρίβαμε στο στενό γεφύρι για την μεγάλη όχθη κι εκεί βρίσκαμε δεκάδες παιδάκια με τις οικογένειές τους που ταϊζανε τις μονίμως ορεξάτες εξημερωμένες χήνες και λιγάκι ανυπόμονες, γιατί αν έβαζες στο χέρι σου ψωμί και αργούσες να τις το δώσεις, κάποια θα σε τσιμπούσε στην πλάτη, στο γόνατο ή ακόμα και στο μπράτσο, υπενθυμίζοντάς σου το σκοπό της επίσκεψής σου.
Το πιο εντυπωσιακό ήταν η ώρα της μαζικής τους αποχώρησης. Μόλις έπεφτε ο καλοκαιρινός ήλιος (στις 9.30 το βράδυ - τότε νυχτώνει στη Μινεσότα) όλες οι χήνες αρχικά συγκεντρώνονταν στη μεγάλη γυμνή όχθη, αρχικά σαν ένα σώμα, και σιγά-σιγά χωρίζονταν σε μεγάλες σταθερες παρέες από μονογαμικά ζευγάρια. Υπήρχε όμως και μία τεράστια αρσενική χήνα που κυκλοφορούσε ελεύθερα από άκρη σ΄ άκρη, πότε περπατώντας και πότε πετώντας, μην υπακούοντας σε κανέναν κανόνα. Αυτή ήταν ο μεγάλος αρχηγός που περίμεναν όλα τα μπουλούκια. Και τι έκανε; Αφου βεβαιωνόταν ότι επιτέλους το μέγα πληθος διαιρέθηκε στα αναμενόμενα σμήνη, αυτός ξεχώριζε, έβγαινε στο ξέφωτο και έκραζε.
Τότε από όλο το πλήθος, προχωρούσε το πρωτο μπουλούκι και πλησίαζε τον αρχηγό που περίμενε. Μόλις τον έφτανε, ο αρχηγός έπαιρνε φόρα και απογειωνόταν, παρασύροντας μία-μία και τις χήνες της συγκεκριμένης παρέας, που τον ακολουθούσαν μέσα στη λίμνη, σε ένα μέρος της επιλογής του, κατά κανόνα ήρεμο, δίχως κύμα, απάνεμο. Εκεί τις άφηνε να κουρνιάσουν κι εκείνος επέστρεφε στην όχθη για να πάρει το δεύτερο σμήνος, μετά το τρίτο, το τέταρτο... το εκατοστό, πάντα γρήγορα, εντατικά και μεθοδικά, λες και επρόκειτο για "ασκήσεις ακριβείας", όπως άκουσα να λέει ένας στρατιώτης.
Το πιο συγκινητικό ήταν όταν άδειαζε η όχθη κι εκείνος, αφού έφευγε με το τελευταίο σμήνος, συνειδητοποιούσε "μεσοπέλαγα" ότι κάποιες χήνες απουσίαζαν. Τότε επέστρεφε στην όχθη κι άρχιζε το ψάξιμο και το κράξιμο (που κάποτε κρατούσε ως το χάραμα) μέχρι να εντοπίσει τις ξεχασμένες χήνες αλλά και τις άρρωστες, τις γερασμένες και συχνά τις πληγωμένες (από τον απέναντι αυτοκινητόδρομο) που με χίλια βάσανα φτάνανε στον τόπο συγκέντρωσης (πάντα κουτσές κι ανήμπορες, ίσως για ένα τελευταιό ασπασμό...) Τον έβλεπες, πρώτα να τις ενθραρρύνει πετώντας από πάνω τους, ύστερα περπατώντας γύρω τους και στο τέλος τον έβλεπες με το ράμφος του να προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει το λαιμό τους ψηλά, στη θέση που πρέπει να είναι λίγο πριν το φτερούγισμα για τον ουρανό...
Ο πιο πολυς κόσμος ερχόνταν για να δει αυτό το συγκλονιστικό θέαμα, που εμένα, εκεί στα ξένα, μου προκαλούσε αβάσταχτη θλιψη. Ευτυχώς, μερικές φορές νιώθαμε και όμορφα, γιατί κάποτε βλέπαμε τον αρχηγό να εντοπίζει ξεχασμένα χηνάκια, που ενώ ήξεραν να πετάνε και να κολυμπάνε, για κάποιο λόγο είχαν ξεκόψει από το μπουλούκι τους με αποτέλεσμα να φτάνουν στο ραντεβου τους αργοπορημένα, μοναχικά και αλαφιασμένα.Το τι χαρά κάνανε (και κάναμε) μόλις βλέπανε τον αρχηγό, δεν περιγράφεται!!!
Μια μέρα ο καιρός αγρίεψε λιγάκι, όμως το απόγευμα η βροχή κόπασε και τίποτε δεν συγκρατούσε την κόρη μας. Ήθελε εξάπαντος να επισκεφτεί ξανά τις φίλες της, τις χήνες (που τις λέει πάπιες), να πάμε στο φούρνο απέναντι, να αγοράσει αυτή το ψωμί, να το πάει στο ταμειο, να το πληρώσουμε, να της το δώσουνε στο σακουλάκι κομμένο φέτες, να μπούμε στο αυτοκίνητο, να στρίψουμε στο γεφύρι...
Μόλις φτάσαμε στο γεφύρι, είδαμε ένα αυτοκίνητο (το μοναδικό) να έρχεται βιαστικά από την αντίθετη κατεύθυνση και την οικογένεια που ήταν μέσα να μας κάνει κάτι παράξενα νεύματα γεμάτα τρόμο. Εμείς αναρωτηθήκαμε, κοιταχτήκαμε, αλλά συνεχίσαμε μέχρι το πάρκιν όπου δεν υπήρχε ψυχή! Πενήντα μέτρα παρακάτω δεν έβλεπες τίποτε άλλο παρά χήνες, μονάχα χήνες σε ένα τοπίο γκρίζο, με απολιθωμένο ημίφως από τη συννεφιά, που έκανε τις γκρίζες χήνες να φαίνονται σχεδόν καφέ.
Μόλις πλησιάσαμε στα είκοσι μέτρα, με τα ψωμιά στα χέρια, ξαφνικά ακούμε ένα θόρυβο που ερχόταν από το υπερπέραν, κάτι σαν βουή που προηγείται σεισμού, και με μιας ο αέρας δυνάμωσε, μας χτύπησε στο πρόσωπο και τα δέντρα έγειραν πίσω. Χιλιάδες χήνες, μια ατελείωτη γριζοκαφέ όχθη φτεροκοπώντας όρμησε απάνω μας κι άρχισε να μας τσιμπά με μανία όπου έβρισκε, κατά προτίμησιν στα... οπίσθιά μας, γιατί ήδη αρχίσαμε, σαν τρελές, να τρέχουμε προς το αυτοκίνητο, καταδιωκόμενες από τα τσιμπήματα που μοιάζανε με ήπιες δαγκωνιές σκύλου!
Οι αγαπημένες μας χήνες, λόγω κακοκαιρίας είχαν μείνει όλη μέρα νηστικές και μόλις μας είδαν με τα ψωμιά στα χέρια, ούτε ψύλλος στον κόρφο μας...
Η κόρη μας έτρεχε μεν, αλλά γελούσε κιόλας, τόσο πολύ, που παραπατούσε από το ξεκάρδισμα. Προφανώς, είχε την εντύπωση ότι, ως συνήθως, παίζουμε κυνηγητό με τις χήνες, όμως τώρα οι χήνες που μας κυνηγούσαν για... πλάκα, δεν ήταν πέντε-δέκα, αλλά χιλιάδες των χιλιάδων... και μάλιστα, χήνες του... Χίτσκοκ!!!
Αύριο φεύγουμε πάλι. Πετάμε τα χαράματα για το Ρότσεστερ. Η κόρη μας περιμένει πως και πως να επισκεφτεί τις "πάπιες μου", όπως τις αποκαλεί. Μόνο που ελάχιστες απέμειναν πια. Λόγω της οικονομικής κρίσης, το δημοτικό συμβούλιο βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη. Πολλά από τα περιουσιακά του στοιχεία απαξιώθηκαν έως και ογδόντα τοις εκατό. Έτσι προέκυψε το δίλημμα: να απολύσει τους μισούς εργάτες του ή να ξεπουπουλιάσει τις χήνες; Γιατί, και οι χήνες ήταν περιουσιακό στοιχείο του Δήμου Ρότσεστερ...
Καλό σας καλοκαίρι!!!
Με αισιοδοξία και αγάπη - Παράγραφος